Έναν χρόνο μετά τη Μάσκα του Καπιτάνο, ο Μάνος Κοντολέων επιστρέφει με άλλο ένα βιβλίο για μεγάλα παιδιά (και για μεγάλους). Ο άλλος είναι μια ιστορία για δυο διαφορετικά, μα –κυριολεκτικά– όμοια έφηβα αγόρια. Που τα φέρνει η τύχη να συναντηθούν και να ανατραπεί η καθημερινότητά τους, οι σταθερές τους, τα πάντα… Ο πολυβραβευμένος συγγραφέας δεν θα μπορούσε να μην επιστρέψει και στις σελίδες του Τaλκ και να συζητήσουμε με αφορμή μια ιδιαίτερα γοητευτική ιστορία ενηλικίωσης.
Τι μπορείτε να μας πείτε για τον Βάιο και τον Φώτο, τους δυο πρωταγωνιστές του Άλλου, χωρίς, όμως, να μαρτυρήσετε πολλά στοιχεία της πλοκής;
Ο αρχικός συγγραφικός ερεθισμός ήταν ένας προβληματισμός πάνω στο πώς και στο κατά πόσο διαμορφώνεται η ζωή ενός ανθρώπου ανάλογα με το οικογενειακό, κοινωνικό, οικονομικό και πολιτιστικό του περιβάλλον. Για να τον αναπτύξω, «γέννησα» δυο εφήβους που, ενώ θα μπορούσε ο ένας να ήταν ο άλλος, ζώντας τελικά με δυο διαφορετικούς τρόπους, διαμόρφωσαν διαφορετικές προσωπικότητες. Αυτό ήταν η αρχή της έμπνευσης. Από εκεί και πέρα, και όπως συνήθως γίνεται, τα ίδια τα πρόσωπα πήραν στα χέρια τους τη συνέχεια της ιστορίας μου, που στην ουσία είναι οι δικές τους ζωές.
Αφιερώνετε το βιβλίο στον εγγονό σας, που «έσπειρε», όπως γράφετε, την ιστορία αυτή. Τι σκέφτηκε, λοιπόν, ο μικρός Μάνος και έβαλε μπρος το μυαλό και την πένα του μεγάλου Μάνου;
Ναι, ήταν ένα καλοκαιρινό απόβραδο, καθώς περπατούσαμε οι δυο μας στα καλντερίμια ενός πηλιορείτικου χωριού και σκεφτόμασταν θέματα για ένα νέο μου βιβλίο. Ο εγγονός μου, λοιπόν, έριξε την ιδέα μιας σύγχρονης εκδοχής του μυθιστορήματος του Μαρκ Τουέιν Πρίγκιπας και φτωχός. Οπότε εγώ «τσίμπησα». Και το επόμενο πρωινό έπιασα δουλειά…
Τα κρυμμένα οικογενειακά μυστικά ως μοτίβο επανέρχονται συχνά στη λογοτεχνία. Και είναι λογικό… Οι ψυχολόγοι λένε πως πάντοτε –ακόμα κι αν δεν αποκαλυφθούν ποτέ– σημαδεύουν τους εμπλεκόμενους. Άρα δίνουν συγγραφική τροφή. Πόσο υλικό προσφέρουν στον Μάνο Κοντολέων οι αμαρτίες του παρελθόντος, που κουκουλώνονται, οι σκελετοί που παραχώνονται στο κελάρι; Όχι μόνο στο βιβλίο αυτό…
Νομίζω πως όπως –και πολύ σωστά μάλιστα– επισημαίνετε ότι τα οικογενειακά μυστικά σημαδεύουν τον κάθε άνθρωπο, με τον ίδιο τρόπο και την ίδια ένταση διαμορφώνουν και τους λογοτεχνικούς ήρωες. Στα δικά μου έργα, ακόμα και στα πιο απλά, πάντα υπάρχει μια ουσιαστική σύνδεση του ήρωα με το οικογενειακό του περιβάλλον. Γι’ αυτό, άλλωστε και θεωρώ πως μια από τις βασικές συγγραφικές «εμμονές» μου, μαζί με την ταυτότητα και τον έρωτα, είναι και η οικογένεια. Στην ουσία, θα τολμήσω να ισχυριστώ πως η οικογένεια καλύπτει και τις άλλες δυο… Μέσα σε μια οικογένεια τίθενται θέματα ταυτότητας, μέσα σε μια οικογένεια είναι που άλλοτε γεννιέται κι άλλοτε πεθαίνει ο έρωτας.
Στο βιβλίο σας παρουσιάζονται και αναπόφευκτα συγκρούονται δυο εντελώς διαφορετικοί –πρακτικά και βέβαια ιδεολογικά– κόσμοι: Αυτός των πλουσίων και αυτός των φτωχών. Όπως προαναφέρατε, ο μικρός Μάνος σάς έδωσε την ιδέα. Όμως, γιατί σας ιντρίγκαρε τόσο; Γιατί επιλέξατε να παρουσιάσετε στα εφηβάκια μας αυτό το δίπολο; Και μέσα από αυτό να προσεγγίσετε και το πάντοτε ευαίσθητο (πόσω μάλλον για εσάς ως δημιουργό, όπως τονίσατε) θέμα της οικογένειας.
Ανήκω σε εκείνους που ευαγγελίζονται μια κοινωνία ισότητας. Γνωρίζω το πόσο κάθε άτομο είναι διαφορετικό από τα άλλα, αποδέχομαι τα προικιά που η Φύση χάρισε στον έναν και τα βαρίδια που η Φύση φόρτωσε σε έναν άλλο… Τα αποδέχομαι, γιατί αναγνωρίζω πως ο φυσικός κόσμος έχει τις δικές του ισορροπίες. Αλλά μέσα στην κοινωνία όπου ζούμε, αυτές οι ανισότητες με εξοργίζουν. Ξέρω πως ποτέ δεν θα πάψουν να υπάρχουν, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως δεν θα εξοργίζομαι, και μάλιστα ακόμα περισσότερο. Μέσα σε αυτόν τον προβληματισμό μου, σκέφτομαι συχνά πόσο μεγάλο ρόλο παίζει η αφετηρία στη ζωή των ανθρώπων. Από πού ξεκινά ο καθένας μας. Αυτό ήταν το ζήτημα που θέλησα να κάνω μυθιστόρημα. Αλλά, καθώς άπλωνα την ιστορία μου, πρόσεξα πως πέραν από την αφετηρία, σημασία έχει και η διαδρομή. Υπάρχουν διαδρομές που οδηγούν σε αδιέξοδα κι άλλες που οδηγούν σε λεωφόρους. Και αν δεν μας επιτρέπεται να ορίζουμε την αφετηρία μας, ίσως να μπορούμε να επιλέγουμε τη διαδρομή μας… Μπορούμε, άραγε; Κάπου εδώ ήρθε και ο τίτλος – Ο άλλος. Μα ποιος είναι ο άλλος;
Αυτή την ερώτηση ετοιμαζόμουν να σας θέσω, προχωρώντας στο επόμενο δίπολο: Του Εαυτού και του Άλλου, που προφανώς απασχολεί τον καθέναν μας, αρχής γενομένης κυρίως από την εφηβεία. Εσείς, λόγω της πλοκής του μυθιστορήματός σας, του δίνετε μια ακόμα μεγαλύτερη δύναμη. Όμως, εγώ θα μείνω στους εφήβους, στον αυτοπροσδιορισμό και στον ετεροπροσδιορισμό τους, στην αναζήτηση της ταυτότητας και του ειδώλου τους, στο «εγώ» vs «αυτοί/ές», και θα ήθελα το σχόλιό σας.
Ανήκω στους συγγραφείς που σχεδόν σε όλα τους τα μυθιστορήματα παρακολουθούν τους ήρωές τους από τα παιδικά τους χρόνια και την εφηβεία. Κι αυτό διότι από εκεί καταγόμαστε όλοι μας. Στα χρόνια εκείνα στήνεται η υπόλοιπη ζωή μας. Παράλληλα, είμαι ένας από τους ελάχιστους Έλληνες συγγραφείς που έχουν δώσει μεγάλο μέρος του έργου τους στο είδος εκείνο της λογοτεχνίας που χαρακτηρίζεται ως «μυθιστόρημα ενηλικίωσης». Κι αυτό διότι έχω ανακαλύψει πως οι πλέον ενδιαφέροντες μυθιστορηματικοί ήρωες είναι οι έφηβοι. Αυτοί, δηλαδή, που βιώνουν την κάθε μέρα τους ως ένα μυθιστόρημα ανατροπών, αναστοχασμών, φόβων, ελπίδας, αγωνίας, επανάστασης. Κάθε μέρα αναζητούν να αυτοπροσδιοριστούν, να μορφοποιήσουν την επερχόμενη ενήλικη ταυτότητά τους. Ειλικρινά πιστεύω ότι όσοι συγγραφείς δεν στρέφονται προς την εφηβεία έχουν χάσει μεγάλες εμπειρίες.
Θα επανέλθω στα «μυθιστορήματα ενηλικίωσης». Αλλά πρώτα θέλω να ρωτήσω κάτι άλλο. Ενώ ο Καπιτάνο διαδραματιζόταν σε ένα απροσδιόριστο μέλλον (ο φουτουρισμός σίγουρα γοητεύει τους εφήβους), τοποθετήσατε τη δράση του Άλλου στο 1990. Υπήρχε κάποιος συγκεκριμένος λόγος που επιστρέψατε στο παρελθόν; Δεν φοβηθήκατε ότι μπορεί αυτό να «ξενίσει» τον έφηβο του 2022;
Ο λογοτεχνικός χρόνος είναι κυκλικός. Το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον συνυπάρχουν. Ως παιδί διάβαζα Τουέιν, Ντίκενς, Βερν, διάβαζα και Δέλτα. Κάθε ένα από τα μυθιστορήματά τους από άλλη εποχή και μέρος ερχότανε. Κι όμως με βοήθησαν να κατανοήσω τον εαυτό μου, τους συγχρόνούς μου και το παρελθόν. Γιατί να μην μπορεί και ένας σύγχρονος έφηβος να κάνει το ίδιο; Μήπως διότι έχουμε μάθει να ζούμε όχι απλώς το σήμερα, αλλά το τώρα; Αν ναι, τότε έχουμε κάνει ένα μεγάλο λάθος. Αποκόπτουμε το μέλλον μας από τις ρίζες του. Η λογοτεχνία δεν επιτρέπει στον εαυτό της να το κάνει. Κι εγώ προσπαθώ να υπηρετώ τη λογοτεχνία.
Πάνε σχεδόν 30 χρόνια από τότε που διάβαζα τα βιβλία σας ως έφηβη. Και αυτό που με τραβούσε, πέραν της λογοτεχνικότητάς τους και της αφηγηματικής σας δεινότητας, ήταν η ικανότητά σας να διεισδύετε στον ψυχισμό του εφήβου, να «πιάνετε» τους προβληματισμούς του, να μιλάτε τη γλώσσα του. Αυτή την ικανότητα δεν τη χάσατε, αν και οι εποχές έχουν αλλάξει, κυρίως λόγω της τεχνολογικής επανάστασης. Το βλέπω και από το πώς «ρουφούν» τα δικά μου εφηβάκια τα βιβλία σας (αν και βρίσκονται σε φάση όπου έχουν μειώσει την αναγνωστική τους δραστηριότητα), αλλά και από το πώς επιστρέφετε μέσα από τις λέξεις και τις ιστορίες σας εμένα, που έχω πατήσει τα σαράντα, στη δική μου εφηβεία. Μιλήστε μου για το ταλέντο σας αυτό.
Σας ευχαριστώ για τις παρατηρήσεις σας. Δεν έχω κάτι περισσότερο να πω από το ότι πιστεύω στη διαχρονικότητα της εφηβείας. Μάλλον δεν την πιστεύω απλώς· τη βιώνω. Είπα και πιο πριν πως η παιδική και η εφηβική μας ηλικία είναι οι ρίζες μας, η καταγωγή μας. Δεν απαρνιέμαι μήτε και ξεχνώ αυτό που με κρατά σταθερό πάνω στο έδαφος που περπατώ.
Στον Άλλο, όπως και στα περισσότερα βιβλία σας, κεντρική θέση έχει ο έρωτας. Ε, δεν μπορώ να μη ρωτήσω τη γνώμη σας γιατί ο αναγνώστης –και δη ο έφηβος, που δεν ξέρει ακόμα πού πατά και πού βρίσκεται– τον αποζητά τόσο πολύ στα διαβάσματά του;
Ελάτε τώρα… Θυμάμαι πως κάπου εκεί, στα έντεκα με δώδεκά μου χρόνια, ρώτησα τη μητέρα μου πώς θα καταλάβω ότι κάποια στιγμή θα είμαι ερωτευμένος. Και την ίδια ερώτηση, σε μια παρόμοια ηλικία, την έκανε και ο εγγονός μου στη δική του μητέρα. Όλα γύρω από ένα παιδί και από έναν έφηβο μιλάνε και για τον έρωτα. Τα τραγούδια, οι φωτογραφίες, οι ειδήσεις… Η ίδια η φύση του ανθρώπου μιλά γι’ αυτόν. Ο νέος άνθρωπος μυείται στον έρωτα, όπως μυείται και σε άλλα βασικά συναισθήματα –στη φιλία, στον ανταγωνισμό… Έκφραση της κοινωνίας είναι ο έρωτας. Και βέβαια μέσον αυτοαναγνώρισης. Οπότε, ναι τον αποζητά στα διαβάσματά του… Kαι όχι μόνο εκεί.
Αλήθεια, σε ποιον απευθύνεστε όταν γράφετε; Έχετε έναν φανταστικό-ιδανικό αναγνώστη απέναντί σας, ανάλογα με το είδος του βιβλίου που δουλεύετε, τον οποίον λαμβάνετε υπόψη σας; Ή δημιουργείτε κυρίως για εσάς και τελικά σ’ όποιον αρέσει το κείμενό σας;
Πρώτιστα γράφω για τον εαυτό μου. Το πού θα απευθυνθεί εκδοτικά το κάθε βιβλίο μου είναι μια απόφαση που την επιβάλλει η αγορά. Εγώ πάντα είμαι πίσω από κάθε γραμμή μου. Και δεν σκοπεύω να πάω μέσω των γραπτών μου να αναζητήσω τον αναγνώστη –άλλωστε δεν τον ξέρω μια και δεν τον ομαδοποιώ. Αν είναι να συναντηθούμε, αυτός θα το αποφασίσει. Θα αποφασίσει και το πότε και το πώς.
Τέλος, αν και προσωπικά δεν αγαπώ τους (περι)ορισμούς, θα ήθελα, αφού ουσιαστικά εσείς εισαγάγατε στην Ελλάδα το genre και τον όρο, να μας πείτε ως καθ’ ύλην αρμόδιος τι θεωρείται (ή τι θεωρείτε) young adult λογοτεχνία και ποιο μυθιστόρημα χαρακτηρίζεται (ή ποιο χαρακτηρίζετε) crossover.
Όπως προανέφερα, τα «μυθιστορήματα ενηλικίωσης» είναι λογοτεχνικά έργα που στηρίζονται στη ζωή και στα συναισθήματα ηρώων που διανύουν τη δεύτερη ή και την τρίτη ακόμα δεκαετία της ζωής τους. Είναι γραμμένα μέσα από τη δική τους ματιά –μια ματιά νεανική– ή, πιο σωστά, μέσα από μια ματιά που κατανοεί την ψυχοσύνθεσή τους. Παράλληλα, είναι γραμμένα με οντότητα απόλυτα λογοτεχνική – δεν αποκρύπτουν, δεν ωραιοποιούν, δεν διδάσκουν. Δεν αυτολογοκρίνονται. Με άλλα λόγια, διαπερνούν τις ηλικίες των αναγνωστών, δηλαδή απευθύνονται και στον δεκαπεντάρη και στον τριανταπεντάρη και στον …εβδομηνταπεντάρη. Η παγκόσμια λογοτεχνία πάντα είχε να μας παρουσιάσει τέτοια έργα – σας θυμίζω τον Φύλακα στη σίκαλη, τον Ντέμιαν, τα έργα του Ντίκενς. Πλέον υπάρχουν και σύγχρονα crossover βιβλία: Του Κόρμιερ, του Μπέρτζες, της Φοξ, της Άτγουντ.
Στην Ελλάδα δεν μπορώ να πω πως είχαμε αντίστοιχα έργα, τουλάχιστον με μια τέτοια πρόθεση συγγραφής. Παρ’ όλα αυτά, σήμερα μπορούμε να θεωρήσουμε ως young adult και crossover λογοτεχνία τα έργα του Κοσμά Πολίτη, και ακόμα περισσότερο την Τζιοκόντα του Νίκου Κοκάντζη, την Ψίχα εκείνου του καλοκαιριού του Ισίδωρου Ζουργού και βέβαια μυθιστορήματα δικά μου, της Ελένης Πριοβόλου, της Τούλας Τίγκα και άλλων σύγχρονων συγγραφέων που έχουν πιστέψει σε αυτό το είδος. Το ανησυχητικό έχει να κάνει με την Πολιτεία που αυτή τη λογοτεχνία – τη λέμε και λογοτεχνία για νεαρούς ενήλικες αναγνώστες, τη λέμε και λογοτεχνία crossover– δεν τη φέρνει μέσα στην καθημερινότητα της σχολικής ζωής του γυμνασίου και του λυκείου. Κι έτσι δεν είναι εύκολο οι νέοι μας να ανακαλύψουν, να πλησιάσουν, εκείνους τους ήρωες που τους μοιάζουν και που θα τους έδιναν ένα χέρι ουσιαστικής βοήθειας αυτογνωσίας. Πρέπει να την πιστέψει η Πολιτεία… Ή μάλλον να τολμήσει να την πιστέψει.Διαβάστε: Μάνος Κοντολέων, Ο Άλλος, Εκδόσεις Πατάκη, Εξώφυλλο: Βασίλης Κουτσογιάννης