ΤΗΝ ΗΜΕΡΑ ΠΟΥ Η ΜΑΜΑ ΗΜΕΡΕΨΕ ΕΝΑ ΤΕΡΑΣΤΙΟ ΘΗΡΙΟ

θηρίοΜια μέρα ήρθε ένα τεράστιο Θηρίο στον κήπο μας. Είχε ένα τεράστιο στρογγυλό σώμα με μεγάλες κοκάλινες πλάκες στη μέση της πλάτης του και ένα τεράστιο στρογγυλό πρόσωπο με μεγάλα μάτια, μεγάλα ρουθούνια και σουβλερά δόντια. Το θηρίο αυτό πεινούσε πολύ και ήθελε κάτι να φάει επειγόντως. Ο πρώτος που βρέθηκε μπροστά του ήταν η μαμά μου. Εγώ φοβήθηκα πολύ έτσι που το έβλεπα να τη λιμπίζεται και να του τρέχουν τα σάλια. Η μαμά μου όμως, μου έκλεισε το μάτι πονηρά και άρχισε να χορεύει και να τραγουδά. «Καλώς ήλθες, θηριάκι με τα μυτερά αυτιά, είσαι λίγο πεινασμένο γι’ αυτό κάνεις σαματά;» Τότε το Θηρίο άρχισε να την κοιτά με γουρλωμένα μάτια. Η μαμά συνέχισε να τραγουδάει και να το ζαλίζει γυρνώντας γύρω από το τεράστιο του σώμα. «Ω, πρέπει να πεινάς πολύ, τίποτα δεν σε ηρεμεί. Έλα χόρεψε μαζί μου, θα ηρεμήσεις στη στιγμή».

Έπιασε τα μεγάλα του χέρια και το τράβηξε προς το μέρος της για να χορέψουν μαζί. Εκείνο χωρίς να το καταλάβει άρχισε να κουνά τα πόδια του στον ρυθμό και να γελάει δυνατά. Το στριφογύριζε και καθώς χόρευαν μπήκαν μέσα στο σαλόνι, στροβιλίστηκαν μπροστά από τον καναπέ και η μαμά του πέταξε στο στόμα λίγες από τις καραμέλες με τις βιταμίνες που έχουμε πάνω στο τραπεζάκι. «Πάρε λίγες καραμέλες θηριάκι μου γλυκό, να γλυκάνεις λιγουλάκι τον λαιμό και το μυαλό». Έπειτα, πάλι με χορευτικές φιγούρες γλίστρησαν στο δωμάτιο της μαμάς και εκείνη έβγαλε μια λιχουδιά από την τσάντα της, το Θηρίο άνοιξε το στόμα του και την έκανε μια χαψιά, χτυπώντας παλαμάκια με τα τεράστια του χέρια. «Σου αρέσει η λιχουδίτσα; Ήταν μια σοκολατίτσα. Πάμε τώρα να σου φτιάξω νόστιμο ζεστό φαγάκι. Πρώτα όμως να πλύνεις τα χεράκια σαν καλό καλό θηριάκι». Και έτσι μπήκανε στο μπάνιο, εκεί ήταν λίγο στριμωγμένα και δεν μπορούσαν να χορέψουν αλλά η μαμά έδειξε στο Θηρίο πώς να πλένει τα χέρια του, τραγουδώντας του. Εκείνο το έκανε κουνώντας το σώμα του πέρα δώθε, στον ρυθμό του τραγουδιού. «Τα χεράκια στο νεράκι, έπειτα πάρε το σαπουνάκι. Κάνε αφρό με σαπουνάδα σαν να βάζουμε μπουγάδα. Μπράβο, ξέπλυνέ τα τώρα. Για φαγάκι ήρθε η ώρα».

Έπειτα μπήκαν με ρυθμό στην κουζίνα και η μαμά έπιασε δύο ξύλινες κουτάλες και τις χτύπησε ρυθμικά πάνω σε μια κατσαρόλα καθώς συνέχιζε να τραγουδά, σε εμένα αυτή τη φορά. «Βλέπεις; Όλα όσα φοβάσαι αν τα δεις από κοντά την τρομάρα δεν θυμάσαι ούτε γίνονται μπελάς. Μαζί τους αν χορέψεις και έχεις και επιμονή, όλα αλλάζουν και γλυκαίνουν την κατάλληλη στιγμή!» Ήταν πολύ αστείο αυτό που έβλεπα, τόσο αστείο που άρχισα να γελάω δίχως σταματημό. Μάλιστα πήγα και εγώ να χορέψω μαζί τους. Τότε έγινε κάτι πολύ περίεργο, το τέρας που ήταν τεράστιο, τρομαχτικό και γκρι, άρχισε να γίνεται χρωματιστό, οι κοκάλινες πλάκες του άρχισαν να γίνονται πολύχρωμα φτερά, το σώμα του ξαφνικά έμοιαζε με πολύχρωμο μπαλόνι. Το τεράστιο του πρόσωπο έγινε ροζ και ήταν χαμογελαστό. Τα μεγάλα του ρουθούνια έγιναν μικρά ρουθουνάκια και τα σουβλερά του δόντια έγιναν στρογγυλά! Δεν το φοβόμουν πια, ήταν ένα πολύ γλυκό θηρίο. Δηλαδή, δεν ήταν πια Θηρίο, ήταν ένα πλασματάκι πολύ ήρεμο και ήμερο. Το πλησίασα και του άγγιξα την κοιλίτσα, εκείνο γαργαλήθηκε και κυλίστηκε στο πάτωμα γελώντας. Η μαμά μου είχε ήδη βάλει το φαγητό στο φούρνο και μας κοιτούσε χαμογελαστή. Την κοίταξα και εγώ και της έκλεισα χαμογελώντας το μάτι.

Η Σουζάνα Παπαφάγου είναι κλινική ψυχολόγος-οικογενειακή ψυχοθεραπεύτρια. 

Leave a Reply