ΝΑ ‘ΧΑΜΕ ΜΙΑ ΒΡΟΧΟΥΛΑ

Τον Ναστρεντίν Χότζα, τον λίγο Σοφό και Σαλό, λίγοι τον θυμούνται πια, αλλά με τις αστείες ιστορίες του έκανε γενιές και γενιές να γελάσουν αλλά και να σκεφτούν σε όλη την Ανατολή και την Ελλάδα. Τώρα που χορτάσαμε τις ζέστες του καλοκαιριού τον θυμήθηκα με μια… βροχερή δροσιστική ιστορία! Και σας τη λέω.
Κάποτε έκανε τέτοια ξηρασία στο μέρος όπου ζούσε ο Νασρεντίν που οι άνθρωποι υπέφεραν φρικτά. Πάντα στις δύσκολες στιγμές επισκέπτονταν τον Χότζα, γι’ αυτό και τούτη τη φορά έκαναν μιαν αντιπροσωπία και τον πλησίασαν.
«Χότζα, εφέντη μ’! Συ που πάντα βοηθάς όλον τον κόσμο, γνωρίζεις έναν τρόπο να μας γλιτώσεις από τη δίψα;»
Ο Νασρεντίν δεν χρειάστηκε και πολύ για να πει:
«Βεβαίως, κάτι μου έρχεται στον νου. Αλλά θα χρειαστώ μια λεκάνη με νερό για να κάνω αυτό που σκέφτομαι».
Οι άνθρωποι σκυθρώπιασαν κάπως, γιατί αυτό ακριβώς ήταν το δύσκολο! Πού να βρουν νερό με τέτοια ξηρασία! Όσο είχε ο καθένας το φύλαγε ως κόρην οφθαλμού, για να αντέξει αυτός και οι δικοί του λίγο καιρό ακόμα. Αλλά ό,τι έλεγε ο Χότζας είχε πάντα κάποια βάση κι έτσι, στενάχωρα με χίλιες δυο προσπάθειες, λέγοντας πως ο σκοπός είναι ιερός, λίγο ο ένας, λίγο ο άλλος, κατάφεραν να μαζέψουν μια λεκανίτσα νερό και να τη φέρουν μπροστά στον σοφό. Ο Νασρεντίν κούνησε ικανοποιημένος το κεφάλι του. Έπειτα έβγαλε την κελεμπία του και άρχισε να την πλένει με την ησυχία του μέσα στη λεκάνη με το νερό. Το νερό μαύρισε από τη σκόνη, αφού με τέτοια ανυδρία ο Χότζας είχε πολύ καιρό να πλύνει τα ρούχα του.
Οι άνθρωποι που είδαν ένα τέτοιο πράγμα θύμωσαν απίστευτα! «Τι κάνεις, Χότζα; Πετάς το λιγοστό νεράκι μας, αφού μάλιστα το μαζέψαμε με τόσο κόπο και τόσες υποσχέσεις; Το πετάς έτσι ασυλλόγιστα, ενώ μικρά παιδάκια πεθαίνουν από τη δίψα; Τι θα γίνει τώρα; Πώς θα τα βγάλουμε πέρα; Τρελάθηκες, Χότζα εφέντη;»
Αλλά ο Νασρεντίν χαμογέλασε μειλίχια και χάιδεψε το μακρύ άσπρο γένι του. «Αι! Χαϊβάνια!» είπε καλοσυνάτα. «Σάμπως σας άφησα ποτέ χωρίς βοήθεια, και μου τσαμπουνάτε τώρα τα παράπονά σας; Δεν τέλειωσα ακόμα τη δουλειά μου. Θέλω κι άλλη βοήθεια για να καταφέρω αυτό που χρειάζεται».
Οι άνθρωποι έμειναν με το στόμα ανοιχτό για την ηρεμία με την οποία αντιμετώπιζε ο Χότζας την κατάσταση και κάποτε τόλμησε κάποιος να ρωτήσει: «Και τι πρέπει δηλαδή άλλο να κάνουμε για να σε βοηθήσουμε;»
«Ε! Να!» κάνει ο Χότζας ατάραχος σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. «Να πάτε τώρα να μου φέρετε άλλη μια λεκανίτσα νερό».
Κεραυνός να είχε πέσει στα κεφάλια τους δεν θα έκαναν έτσι! Φώναζαν έξαλλοι, κουνούσαν χέρια, πόδια, παραπονιόντουσαν ότι κανείς πια δεν θα τους έδινε ούτε μια σταγόνα, αλλά σε όλα αυτά ο Νασρεντίν κουνούσε συμπονετικά το κεφάλι, χαμογελούσε μειλίχια και περίμενε. Κάποτε ηρέμησαν και κάποιος μουρμούρισε ότι εκεί που έφτασαν λίγο νερό πάνω-λίγο κάτω δεν θα έσωζε και κανέναν και πως πάντα –είναι η αλήθεια– ο Νασρεντίν με τον αλλοπαρμένο τρόπο του κατάφερνε να τους βοηθάει, κι έτσι, με χαμηλωμένα τα κεφάλια, έφυγαν και ξαναγύρισαν μετά από κάμποση ώρα με τη λεκάνη γεμάτη πολύτιμο νερό. Τα μάτια τους ήταν κόκκινα από την προσπάθεια να μην κλάψουν… Διψασμένοι και οι ίδιοι, κόπιασαν πολύ να στραγγίξουν νερό στερώντας το ακόμα κι από παιδιά…
Απόθεσαν ευλαβικά τη λεκάνη μπροστά στον Χότζα και μια βαθιά σιωπή απλώθηκε αναμένοντας την επόμενη κίνηση του Νασρεντίν. Αυτός ήρεμα – ήρεμα πήρε το ρούχο του και βουτώντας το στη λεκάνη άρχισε να το ξεπλένει! Ήταν τέτοια η κατάσταση που έπεσε βαριά σιωπή, οι άνθρωποι έμειναν άναυδοι και κάποιος τόλμησε να ψελλίσει: «Για όνομα του Θεού!»
Ο Χότζας ζήτησε βοήθεια για να το στύψει προσεχτικά κι όταν τέλειωσε και μ’ αυτήν τη δουλειά, πήγε ήσυχα – ήσυχα και το άπλωσε σε ένα σκοινί έξω από το καλύβι του.  Ύστερα σήκωσε τα μάτια του προς τον ουρανό, τασκίασε με την παλάμη του κι απόμεινε να κοιτάζει τον λαμπερό καυτό ήλιο. Μες στη βαθιά σιωπή γύρισαν όλοι το βλέμμα τους ψηλά για να δουν αποσβολωμένοι να μαζεύονται πυκνά μαύρα σύννεφα να βαραίνουν και να ανοίγουν άξαφνα προσφέροντας έναν σωτήριο καταποντισμό από βαριά σωτήρια βροχή!
«Ορίστε!» αναφώνησε ο Χότζας. «Κάθε φορά που απλώνω την μπουγάδα μου συμβαίνει το ίδιο πράγμα! Ανοίγουν οι ουρανοί και βρέχει καρεκλοπόδαρα!»
Η παραμυθού Σάσα Βούλγαρη αφηγείται παραμύθια για μικρούς και για μεγάλους και διδάσκει για την Τέχνη της Αφήγησης εδώ και 20 χρόνια. 

Leave a Reply