Γιώργος Χατζόπουλος: Τα παιδιά μας έχουν τη «μαγική» ικανότητα να ονειρεύονται

Γιώργος Χατζόπουλος: Τα παιδιά μας έχουν τη «μαγική» ικανότητα να ονειρεύονταιΟ Γιώργος Χατζόπουλος είναι αδιαμφισβήτητα μια πολυσχιδής προσωπικότητα: Πατέρας τεσσάρων παιδιών, σύζυγος, συγγραφέας, εκπαιδευτικός, γεωργός με ελαιόδεντρα στη Χαλκιδική, ψαροντουφεκάς (λατρεύει τη θάλασσα), αθλητής (έπαιξε χάντμπολ και ποδόσφαιρο μέχρι τα 40 του χρόνια). Ο ίδιος δηλώνει μέγας ουτοπιστής και αιθεροβάμων, αισιόδοξος για το ανθρώπινο είδος και αυτό γίνεται σαφώς κατανοητό μέσα από τα βιβλία του. Σήμερα θα μιλήσουμε κυρίως για τις «Αγριόπαπιες», μια τριλογία μυθιστορημάτων για εφήβους άνω των 11 ετών. Έχουν κυκλοφορήσει ήδη από τις Εκδόσεις Πατάκη το Όνειρο πρώτο. Η απόδραση και το Όνειρο δεύτερο. Η εξέγερση, ενώ αναμένεται και το Όνειρο Τρίτο. Η απελευθέρωση.

Γιώργο, καλώς όρισες στην παρέα μας. Να ξεκινήσω από την τετριμμένη, πλην απαραίτητη ερώτηση: Πώς συνέλαβες ως ιδέα αυτή την τριλογία και πώς την έβαλες στο χαρτί;

Ήταν μία πολύ παλιά επιθυμία: ν’ αφηγηθώ την ιστορία ενός έφηβου από τα δώδεκα μέχρι τα δεκάξι του χρόνια, να δείξω την αγωνιώδη του προσπάθεια να κατανοήσει την πραγματικότητα που άλλαζε ραγδαία και ταυτόχρονα να αυτοπροσδιοριστεί, να πει ποιος είναι, και την έβαλα στο χαρτί εύκολα και αβίαστα, αν και μου πήρε σχεδόν τρία χρόνια.

Ποιες είναι οι «Αγριόπαπιες» και πόσο ψηλά μπορούν να πετάξουν; Κι εσύ πόσο ταυτίζεσαι με τα παιδιά-ήρωές σου; Σε ποιον βαθμό η ιστορία τους είναι και η δική σου;

Οι «Αγριόπαπιες» είναι ατίθασοι και άγριοι έφηβοι που πρωταγωνιστούν στο βιβλίο, οι οποίοι θέλουν να πετάξουν «ψηλά», πολύ ψηλά, μακριά από τη σκληρή και άσχημη πραγματικότητα. Η ιστορία τους είναι και δική μου ιστορία και ταυτίζομαι απόλυτα μαζί τους, γιατί, όπως και αυτοί έτσι κι εγώ, στην εφηβεία μου ένιωθα εγκλωβισμένος από τον συντηρητισμό και τον αυταρχισμό που επικρατούσε στην κοινωνία, στα σχολεία, στις οικογένειες εκείνης της εποχής.

Θέλεις να μας μιλήσεις με λίγα λόγια για το κάθε βιβλίο; Και για τα δυο που έχουν εκδοθεί, αλλά και για το τρίτο, που περιμένουμε;

Στο πρώτο βιβλίο, στην Απόδραση, ο δωδεκάχρονος Αλέξανδρος, ο κεντρικός ήρωας της τριλογίας, περνά το καλοκαίρι του μαζί με τον παππού του και τη γιαγιά σ’ ένα χωριό δίπλα σε μία λίμνη. Κάποια στιγμή ένα τυχαίο γεγονός (η απόδραση μιας οικογένειας εξόριστων μουσικών από το νησάκι της λίμνης) θα ταράξει την ξενοιασιά του καλοκαιριού και θα φέρει τον Αλέξανδρο αντιμέτωπο με τη σκληρή πραγματικότητα: τη βαναυσότητα και τη φρίκη της δικτατορίας.

Στο δεύτερο βιβλίο, στην Εξέγερση, βρισκόμαστε στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, ο Αλέξανδρος είναι πλέον δεκατριών χρονών και πηγαίνει στο Γυμνάσιο. Αν και φαινομενικά υπάρχει δημοκρατία, ο Αλέξανδρος βρίσκεται αντιμέτωπος τόσο με τον συντηρητισμό της οικογένειάς του (που δεν του επιτρέπει να ζήσει το όνειρό του –να παίξει σε μία ομάδα ποδοσφαίρου) και του σχολείου (που οδηγεί στην εξέγερση τους μαθητές) όσο και με τα στερεότυπα των κομματικών ταυτοτήτων, που φαίνεται να αρχίζουν να διχάζουν την κοινωνία. Παράλληλα, καλείται να πάρει και πάλι να πάρει αποφάσεις: «πολιτικές» και «ερωτικές».

Στο τρίτο βιβλίο, στην Απελευθέρωση, ο Αλέξανδρος πηγαίνει στην Α’ Λυκείου (είναι 16 ετών) και τον απασχολούν νέα διλήμματα, τόσο πολιτικά όσο και ερωτικά. Η αγάπη του για έναν φιλόλογο θα τον φέρει σε επαφή με τη λογοτεχνία και τη φιλοσοφία, αλλά ταυτόχρονα θα τον φέρει αντιμέτωπο με το μεγαλύτερο μέχρι τώρα δίλημμα, όταν θα ανακαλύψει πως ο μέντοράς του είναι μέλος μιας τρομοκρατικής οργάνωσης και συμμετέχει στην απαγωγή του πατέρα του καλύτερού του φίλου. Εντωμεταξύ, παράλληλα με την πολιτική πορεία και ωρίμαση, θα παρακολουθήσουμε και την ερωτική του πλέον ολοκλήρωση.

Πώς σχετίζεται Η Απόδραση, το πρώτο βιβλίο της τριλογίας, με τον Μίκη Θεοδωράκη;

Στην Απόδραση, ήθελα από την αρχή να γράψω την ιστορία ενός δωδεκάχρονου παιδιού που με αφορμή ένα «τυχαίο» γεγονός σιγά σιγά ανακαλύπτει τον αυταρχισμό και την απολυταρχία του τυραννικού καθεστώτος που καταδυναστεύει τη χώρα και, παρά το νεαρό της ηλικίας του, καλείται να πάρει θέση. Το τυχαίο αυτό γεγονός σκέφτηκα να είναι η συνάντηση του με μια οικογένεια που, ενώ ζούσε εξόριστη σ’ ένα νησί στο μέσο μιας λίμνης, δραπετεύει. Τότε θυμήθηκα πως και ο Θεοδωράκης, κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, είχε εξοριστεί μαζί με την οικογένειά του στην ορεινή Ζάτουνα Αρκαδίας και έτσι και στη δική μου ιστορία η οικογένεια έγινε μια οικογένεια μουσικών. Μάλιστα ο εξόριστος μουσικός έχει τον πληθωρικό χαρακτήρα του Μίκη.

Αποφάσισες να απευθυνθείς στο πιο δύσκολο ηλικιακό κοινό: αυτό των εφήβων, που συνήθως σταματούν να διαβάζουν λογοτεχνία, τουλάχιστον για κάποια χρόνια. Και όχι μόνο αυτό. Επέλεξες οι «Αγριόπαπιες» να διαδραματίζονται περίπου μισό αιώνα πριν από το παράξενο και διαμεσολαβημένο «σήμερα» (και τα άλλα δυο εφηβικά σου βιβλία σε ακόμα πιο μακρινές εποχές). Δεν φοβήθηκες το ρίσκο; Μπορεί ο προέφηβος και ο έφηβος του 2023 να ταυτιστούν με τους εφήβους των ’60 και των ’70;

Οι σημερινοί έφηβοι μπορεί να μην πηγαίνουν σε γυμνάσια αρρένων-θηλέων, όπως οι  ήρωες των «Αγριόπαπιων», μπορεί να μην ακούνε τα τραγούδια του Διονύση Σαββόπουλου, μπορεί να μη βλέπουν τηλεοπτικές σειρές σε ασπρόμαυρες τηλεοράσεις ή να μη φλερτάρουν με κορίτσια που ακόμη φοράνε μπλε ποδιές, ωστόσο και αυτοί ασφυκτιούν από την καταπίεση των γονιών, τον αυταρχισμό των εκπαιδευτικών, τον απολυταρχισμό της κυβέρνησης, τον συντηρητισμό της κοινωνίας… Γι’ αυτό και σε κανένα από τα βιβλία της τριλογίας δεν προσδιόρισα ούτε τον χώρο ούτε τον χρόνο που διαδραματίζονται τα γεγονότα. Ήθελα με αυτόν τον τρόπο να τονίσω πως η ιστορία ενός έφηβου που σιγά σιγά συνειδητοποιεί τις αξίες της ελευθερίας και της δικαιοσύνης, που βήμα βήμα αποκτά πολιτική συνείδηση και νιώθει την ανάγκη να εξεγερθεί είτε ατομικά είτε συλλογικά –άλλος σε χαμηλούς τόνους και άλλος φτάνοντας στα άκρα– και να διεκδικήσει το δικαίωμα να καθορίσει ελεύθερα και ανεπηρέαστα την ταυτότητά του (κοινωνική, πολιτική, σεξουαλική), είναι μία διαχρονική ιστορία.

Πώς πιστεύεις ότι έχεις κερδίσει το αναγνωστικό κοινό σου; Έχεις εικόνα ποιο είναι αυτό; Η ερώτηση αυτή έρχεται να συμπληρώσει την προηγούμενη. Υπάρχουν κριτικές που απορρίπτουν σχεδόν a priori βιβλία για παιδιά και εφήβους που διαδραματίζονται σε μιαν εποχή όπου το παιδί ή ο έφηβος ήταν ο συγγραφέας, με τη «λογική» ότι συγκινούν μόνο τους ενήλικους που έζησαν στο εκάστοτε «τότε». Προσωπικά, μεγάλωσα και με τέτοια βιβλία (δυο μόνο παραδείγματα θα δώσω: Ζωρζ Σαρή και Άλκη Ζέη) και όχι μόνο συγκινήθηκα, όχι μόνο ταυτίστηκα, αλλά και διαμορφώθηκα ως προσωπικότητα μέσα από τα κείμενά τους. Γιατί, πέραν της ιστορικότητας της κάθε εποχής, η καρδιά, ο πυρήνας, των παιδιών παραμένει ο ίδιος… Όμως, ακούω τον αντίλογο και θα με ενδιέφερε η άποψή σου.

Ναι, έχω μια εικόνα για το αναγνωστικό μου κοινό, μέσα από τις δεκάδες επισκέψεις μου σε γυμνάσια και δημοτικά σχολεία και νομίζω πως το κέρδισα α π ο φ ε ύ γ ο ν τ α ς πρώτα απ’ όλα αυτά που κατάλαβα ως εκπαιδευτικός ότι απωθούσαν τους έφηβους από τη λογοτεχνία. Δηλαδή: την ενασχόληση με τετριμμένα και χιλιοειπωμένα θέματα- προβλήματα (οικολογία, ναρκωτικά, κακοποίηση κ.λπ.), τον έντονο διδακτισμό, την ακατάσχετη γλαφυρότητα, τον «καθωσπρεπισμό», που ταιριάζει πιο πολύ σε γονείς και δασκάλους και όχι σε συγγραφείς, και ταυτόχρονα την απουσία περιπέτειας και χιούμορ. Επίσης, θέλω να πιστεύω πως πέρα από τα πρωτότυπα θέματα (η πειρατεία και ο ακριτικός κόσμος του Διγενή –στα πρώτα μου βιβλία Νι Πι, ο τελευταίος πειρατής του Αιγαίου και το νερό της ζωής και Μάζεψε το θάρρος σου, Ανδώ–, η απόδραση μιας οικογένειας εξόριστων μουσικών, η διοργάνωση μιας παράνομης συναυλίας…), πέρα από το πάντρεμα της ιστορίας με τη φαντασία και το μεταφυσικό, πέρα από τα έντονα στοιχεία της περιπέτειας, οι αναγνώστες μου αναγνωρίζουν τη διάθεσή μου να είμαι τελείως ειλικρινής και αληθινός απέναντι τους.

Επίσης, όσον αφορά την τοποθέτησή σου για την Άλκη Ζέη και τη Ζωρζ Σαρή, συμφωνώ απόλυτα μαζί σου, διότι οι συγκεκριμένες συγγραφείς, πέραν του ότι μας πρόσφεραν «από πρώτο χέρι» μία εικόνα της εποχής που διαδραματίζονται τα βιβλία τους, είχαν την ικανότητα να μετατρέπουν τις ιστορικά προσδιορισμένες αφηγήσεις τους σε καθολικές και διαχρονικές. Το ότι αυτές οι δύο το κατάφεραν, βέβαια, δεν σημαίνει πως δεν έχουμε και βιβλία που τα στοιχεία του «ρετρό» κυριαρχούν της πλοκής και των μηνυμάτων που θέλουν να μεταδώσουν.

Γράφοντας, είχες κάποιον στόχο; Ή απλώς δημιούργησες (εξαιρετικές, κατά την ταπεινή μου γνώμη) αφηγήσεις, με ιστορικά στοιχεία; Γιατί βλέπω να πληθαίνουν τα εκπαιδευτικά/διδακτικά βιβλία –τα βιβλία που έχουν ένα «θέμα» προς συζήτηση– και τα βιβλία γνώσεων και όλο αυτό εις βάρος του storytelling και της αναγνωστικής απόλαυσης. Δεν λέω πως ένα βιβλίο δεν μπορεί να έχει και εκπαιδευτικό χαρακτήρα ή ότι δεν χρειάζονται βιβλία που θα «μαθαίνουν» και κάτι στα παιδιά, αλλά καμιά φορά διαπιστώνω ότι μου λείπουν οι απλώς καλές ιστορίες… Και βρήκα σε όλα τα βιβλία σου αυτό που μου λείπει…

Τα βιβλία μου, αν και διαδραματίζονται στο παρελθόν (στα 1828 ο «Νι Πι», στον 10ο αιώνα η «Ανδώ», στη δεκαετία του ‘70 οι «Αγριόπαπιες»), δεν θυμίζουν καθόλου ιστορικά μυθιστορήματα, γιατί από την αρχή είχα ως στόχο τα «ιστοριογραφικά» στοιχεία να είναι σχεδόν ανεπαίσθητα. Στα δύο πρώτα βιβλία (Νι Πι και Ανδώ) βοηθάει πολύ το γεγονός ότι από τη μέση και μετά μοιάζουν περισσότερο με μυθιστορήματα φαντασίας ή με παραμύθια, παρά με ιστορικά. Επίσης, στις «Αγριόπαπιες», αν εξαιρέσεις τα πραγματολογικά στοιχεία που παραπέμπουν στη δεκαετία του ’70, όλα τα άλλα (η πλοκή, οι χαρακτήρες, ο τρόπος γραφής) υπηρετούν τον αρχικό σκοπό: να γράψω, δηλαδή, τρεις ιστορίες καθολικές και διαχρονικές.

Όσον αφορά την παρατήρηση σου για τα «εκπαιδευτικά/διδακτικά» βιβλία τη βρίσκω πολύ εύστοχη και συμφωνώ απόλυτα μαζί σου πως τα τελευταία χρόνια (ίσως να έπαιξαν ρόλο και οι δύο επέτειοι σε αυτό: 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση και 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή) έχουν εκδοθεί πολλά βιβλία που δυστυχώς ο εκπαιδευτικός χαρακτήρας κυριαρχεί της αφήγησης και κατ’ επέκταση της αναγνωστικής απόλαυσης.

Τέλος, είσαι πατέρας και ενήλικων παιδιών και εφήβων. Πες μου ποιες είναι οι ανησυχίες σου. Πώς βλέπεις το κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον μέσα στο οποίο καλούνται να χτίσουν την ταυτότητά τους και ζήσουν τα παιδιά μας; Είναι περισσότερο ή λιγότερο εγκλωβισμένα, πολιτικοποιημένα, απελευθερωμένα από προηγούμενες γενιές; Θα αποδράσουν; Θα εξεγερθούν; Θα απελευθερωθούν;

Ανησυχώ, στεναχωριέμαι και ντρέπομαι που κληροδοτούμε στα παιδιά μας αυτό το «δυστοπικό» κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον. Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, εμείς οι ενήλικοι σιγά σιγά και δίχως να το καταλάβουμε, στο όνομα του υλικού ευδαιμονισμού, της ατομικότητας, της ασφάλειας, απεμπολήσαμε την ελευθερία μας, τα εργατικά μας δικαιώματα, την ιδιότητα του πολίτη, την ισότιμη σχέση μας με τη φύση, τον ορθολογικό τρόπο σκέψης, και –το χειρότερο απ’ όλα– την πίστη μας ότι ο άνθρωπος μπορεί κάποια στιγμή να οικοδομήσει μία δίκαιη και ισότιμη κοινωνία.

Παρόλα αυτά, όμως, τα παιδιά μας, όπως και όλοι οι έφηβοι, όλοι οι νέοι, όπως και οι έφηβοι ήρωες των «Αγριόπαπιων», έχουν τη «μαγική» ικανότητα να ονειρεύονται! Να ονειρεύονται μιαν άλλη κοινωνία, έναν άλλο κόσμο, έναν άλλο εαυτό. Και πως κι αυτοί, όπως και οι φανταστικοί ήρωες μου, αφού πρώτα «αποδράσουν» από τον κόσμο που τους κληροδοτήσαμε, αφού «εξεγερθούν» ενάντια στις δυνάμεις που τους καταπιέζουν και τους καταδυναστεύουν, «απελευθερωμένοι» πλέον, θα κάνουν τα όνειρά τους πραγματικότητα.

Από τις Εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορούν τα βιβλία που έγραψε ο Γιώργος Χατζόπουλος:

Νι Πι, ο τελευταίος πειρατής του Αιγαίου και το νερό της ζωής

Μάζεψε το θάρρος σου, Ανδώ

Αγριόπαπιες – Όνειρο πρώτο: Η απόδραση

Αγριόπαπιες – Όνειρο δεύτερο: Η εξέγερση

Αναμένεται η έκδοση του βιβλίου Αγριόπαπιες – Όνειρο τρίτο: Η απελευθέρωση.

Το κεντρικό εικαστικό είναι βασισμένο στις εικονογραφήσεις των εξωφύλλων των «Αγριόπαπιων» από τη Θέντα Μιμηλάκη.

Leave a Reply