ΔΙΑΚΟΠΕΣ ΣΤΑ 17 ΜΕ… ΤΗ ΜΑΜΑ

διακοπέςΑρχές μιλένιουμ, 20 χρόνια πριν, ήμουν πια σε προχωρημένη εφηβεία! Αρκετά μεγάλη για να φέρνω εις πέρας όλες τις σχολικές υποχρεώσεις που θα οδηγούσαν στην επιτυχία των πανελληνίων, αλλά αρκετά μικρή για να ευχαριστηθώ τις διακοπές χωρίς γονείς και κηδεμόνες. Θυμάμαι ότι ο καβγάς ξεκινούσε κάπου την άνοιξη και συνεχιζόταν με αυξανόμενη ένταση σαν τη ζέστη που κορυφωνόταν στα τέλη Ιουνίου!

Όταν τελείωσα την Α’ Λυκείου, βρέθηκε η λύση: Να πάμε με τη μαμά μου ένα ταξίδι στο εξωτερικό. Χωρίς την παρέα μου και σε ξένη χώρα θα μαζεύεται πιο εύκολα, σκέφτηκαν! Πόσο λίγο με ήξεραν! Το ξενοδοχείο υπέροχο και τεράστιο. Πρώτη μέρα φρόντισα να γνωρίσω τους λίγο μεγαλύτερους μου εργαζόμενους στην ομάδα ψυχαγωγίας και να μαζέψω πληροφορίες για την περιοχή εκτός τουριστικού οδηγού. Μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για εποχές που η πρόσβαση στο ίντερνετ δεν ήταν δεδομένη και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ανύπαρκτα. Δεύτερη μέρα, την ώρα της μεσημεριανής σιέστας της μαμάς, επισκέφθηκα την πισίνα. Κάθισα δίπλα σε μια παρέα Ιταλών και με ευκολία άρχισε η κουβέντα. Ήταν εντυπωσιακό ότι ενώ δεν είχαμε καμία κοινή γλώσσα συνεννόησης μπορούσαμε να ανταλλάξουμε κάθε πληροφορία για διασκέδαση στην περιοχή. Και αυτό ήταν!

Από εκείνο το βράδυ, φρόντιζα να πιούμε κάνα ποτηράκι παραπάνω με τη μανούλα στο δείπνο, να βάλω το ρολόι δύο ώρες μπροστά, να τη βάζω για ύπνο και να της λέω ότι θα βγω μια βολτίτσα, αφήνοντας να εννοηθεί ότι θα ήμουν μες στο ξενοδοχείο. Συμφωνούσα πάντα με την ώρα που μου έλεγε να γυρίσω, αλλά πριν φύγω γύριζα το ρολόι δύο τρεις ώρες πίσω! Και το πάρτι ξεκινούσε! Τα παιδιά της ομάδας ψυχαγωγίας σχολούσαν κάπου εκείνη την ώρα, οπότε η διασκέδαση όντως ξεκινούσε από τα μπαρ του ξενοδοχείου, έρχονταν και οι Ιταλοί και συνεχιζόταν στα νυχτερινά μαγαζιά της περιοχής που ήταν εφάμιλλα με αυτά της Μυκόνου. Πέρασα πραγματικά αξέχαστα όπως και η μαμά μου (η κάθε μία για τους λόγους της), που δεν άργησε να το καταλάβει όλο αυτό, όσο κι αν πάλευα να κρατήσω τα μάτια μου ανοιχτά στις πρωινές ξεναγήσεις!

Οπότε το επόμενο καλοκαίρι το χειρίστηκαν πιο έξυπνα και αφού τα εξωτερικά και οι ξένες γλώσσες δεν με έκαναν να μαζευτώ, διοργανώθηκε ταξίδι σε εγχώριο δημοφιλή προορισμό και τόπο καταγωγής της φίλης μου, όπου θα ήταν και εκείνη με τη μαμά της. Όπως καταλαβαίνετε, οι μαμάδες, ήθελαν δεν ήθελαν, έκαναν παρέα γιατί εμάς δεν μας έβλεπαν, καθώς το μέρος προσφερόταν για να κάνεις τη νύχτα μέρα, όπως και κάναμε σαν κάθε έφηβος που σέβεται τον εαυτό του! Ωστόσο, επειδή το μέρος -όσο κοσμοπολίτικο και να ήταν- παρέμενε μικρό, πάντα κάποιος συγγενής της φίλης ήξερε να πει πού είμαστε και τι κάνουμε. Κάπως έτσι η μαμά μου το πήρε απόφαση ότι ήταν οι τελευταίες διακοπές που υπήρχε λόγος να είναι παρούσα, κάτι που ενώ αρχικά νόμιζε ότι θα την έκανε να είναι πιο ήσυχη τελικά της χάρισε το φρικάρισμα της ζωής της!

Μεταξύ μας, τώρα που σκέφτομαι τι έκανα και με πόσους άγνωστους και πόσο εύκολα έκανα παρέα, τρώω εγώ το φρικάρισμα της ζωής μου. Και φυσικά σκέφτομαι ότι κανένας έφηβος δεν είναι ασφαλές να τα κάνει ή πώς θα ένιωθα στη θέση της μαμάς μου. Αλλά τον έφηβο δεν τον συγκρατείς, είναι σκοπός της ζωής του να τα ζήσει όλα! Κι όσο για τη σχέση του με τη γονική εξουσία, τίποτα δεν καθορίζεται στην εφηβεία. Έχουν ήδη όλα καθοριστεί από όταν ήταν ήδη παιδί. Γι’ αυτό, έχε το νου σου στο παιδί…

Η Έλλη Τσομπανίδη είναι νηπιαγωγός.

Leave a Reply