Μία από τις πρώτες μου αναμνήσεις από μουσείο αφορά μια οικογενειακή επίσκεψη στο Μουσείο Βορρέ, όταν ακόμη ήμουν πιτσιρίκα. Στις φωτογραφίες που μου τράβηξαν οι γονείς μου εκείνη τη μέρα, ποζάρω χαμογελαστή με τα γυαλιά ηλίου της μαμάς μου, δίπλα στα περιβόητα Ανθρωπάκια του Γαΐτη. Αυτό ήταν: στο μυαλό μου μετουσιώθηκαν σε κάτι το χαριτωμένο, το comme-il-faut και φυσικά το αστείο. Όταν, λοιπόν, το Ίδρυμα Θεοχαράκη ανακοίνωσε την περιοδική έκθεση «ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΑΪΤΗΣ. Η ουσία του απρόσωπου» ήταν για εμένα δεδομένο πως θα την επισκεφθώ.
Ομολογώ πως είχα καιρό να ζήσω μια τόσο δυναμική ατμόσφαιρα σε μουσείο. Ολόκληρο το υπέροχο νεοκλασικό κτίριο που στεγάζει το Ίδρυμα έσφυζε από ζωή, με τα παιδιά σε κάθε χώρο του να ζουζουνίζουν. Μικροί μαθητές του δημοτικού που περίμεναν στον εξωτερικό του χώρο και άλλοι, παρόμοιας ηλικίας, που συνεργατικά καλλιτεχνούσαν ένα πελώριο έργο στρωμένοι στο πάτωμα, στον τελευταίο όροφο της έκθεσης – ενώ, σε έναν άλλο χώρο, μια ομάδα λυκειόπαιδων είχαν εμπλακεί σε συζήτηση με την εμψυχώτρια που τους ξεναγούσε, θέτοντας ερωτήματα που θα έκαναν κι έναν ενήλικο να ζηλέψει.
Η μουσειακή εμπειρία σε σχέση με τη μοντέρνα τέχνη ή ώρα για λίγη θεωρία
Το να παρατηρώ τους άλλους επισκέπτες σε ένα μουσείο έχει σαφώς άμεση συσχέτιση με τη δουλειά μου. Αλλά δεν είναι μόνο αυτός ο λόγος που το κάνω! Η επίσκεψη στο μουσείο είναι μια εμπειρία τόσο κοινωνική όσο και προσωπική: πρόσφατες έρευνες έχουν δείξει πως οι επισκέπτες βιώνουν την επίσκεψη ως μια ευκαιρία κοινωνικοποίησης και σύσφιξης σχέσεων με τους οικείους τους, με τους οποίους επισκέπτονται μαζί ένα μουσείο… Ίσως όμως ακόμη περισσότερο από αυτό, ο επισκέπτης ενός μουσείου επηρεάζεται από τις αντιδράσεις των άλλων επισκεπτών και διαμορφώνει τη δική του άποψη για τον μουσειακό χώρο ανάλογα με τις αντιδράσεις των υπολοίπων, ακόμη κι αν αυτοί του είναι άγνωστοι.
Ειδικά όταν πρόκειται για έργα μοντέρνας τέχνης, μπροστά στα οποία ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού διστάζει, τότε άξαφνα η αντίδραση των άλλων επισκεπτών βαραίνει διαφορετικά. Και αυτό γιατί μπροστά σε έναν πίνακα της Αναγέννησης ή του Μπαρόκ, αναγνωρίζουμε συχνά τις κλασικά δομημένες μορφές που στέκουν σε ένα παραδοσιακό περιβάλλον. Ακόμη κι αν δεν καταλάβουμε την ιστορία στην οποία αναφέρονται (συχνά, αν και όχι πάντα, θρησκευτικής φύσεως) μπορούμε να αποδομήσουμε τα διαφορετικά στοιχεία του πίνακα: να, ένας άνθρωπος, που συχνά είναι μια ευπαρουσίαστη γυναίκα, ένα τραπέζι, στοιχεία της φύσης (δέντρα, ζώα…), φαγητό κ.ο.κ. Ενώ, αντίστοιχα, μπορεί να δυσκολευτούμε να αποκωδικοποιήσουμε έναν μοντέρνο πίνακα με φιγούρες κυβιστικές, χωρίς αρμονία, χάρη ή ομορφιά (στοιχεία που συχνά συνδέουμε με την αξία ενός πίνακα), απορρίπτοντας τελικά συνολικά το συγκεκριμένο έργο τέχνης.
Όμως, η μοντέρνα τέχνη δεν ενδιαφέρεται τόσο για την ομορφιά. Όχι – ενδιαφέρεται για την πραγματική ζωή με τις μικρές κρυμμένες όμορφες στιγμές αλλά και τις ασχήμιες της και μιλάει με ειλικρίνεια για τον Άνθρωπο, προσεγγίζοντας πιο άμεσα τις δικές του έγνοιες. Και, ιδιαίτερα σημαντικό, η μοντέρνα τέχνη πηγάζει από την εποχή της. Ενώ έχει πολύ ενδιαφέρον να ξεχνάμε τις επεξηγηματικές πινακίδες, έστω για λίγο, καθώς επισκεπτόμαστε μια σχετική έκθεση και να προσπαθούμε να συναισθανθούμε τα έργα, τελικά είναι καλό να θυμόμαστε πως αυτά ξεπηδούν μέσα από πολύ συγκεκριμένες κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες.
…είναι η επιτομή μιας τέτοιας κατάστασης: ξεπήδησε μέσα από ένα πολύ ιδιαίτερο πλαίσιο, αυτό του τέλους της δεκαετίας του 1960. Ο ίδιος ο καλλιτέχνης ανησυχούσε ιδιαίτερα για την κονσερβοποίηση της κοινωνίας και δεν μπορούσε να βρει καλύτερο σύμβολο για τις σκέψεις του από τα πανομοιότυπα, καθωσπρέπει ανθρωπάκια του. Με αυτά επιχειρούσε να επικοινωνήσει στους θεατές της τέχνης του τους δικούς του φόβους για το κατεστημένο (που τελικά, υποστήριζε, γινόμαστε εμείς) και την ανάγκη να αναλάβουν δράση οι ίδιοι, ώστε να αλλάξουν τους εαυτούς τους και την κατάσταση. Τα Ανθρωπάκια, όμως, αν και κρατάνε τις αποστάσεις τους, δεν είναι κακόβουλα: αντιθέτως, είναι γλυκύτατα και φιλικά. Και έχουν άρωμα ελληνικό. Ο ζωγράφος δεν προσπάθησε να μιμηθεί άλλους σύγχρονούς του καλλιτέχνες. Ενέταξε τα Ανθρωπάκια του σε ελληνικό πλαίσιο και, παραδόξως, έτσι τους έδωσε τα φτερά για να πετάξουν πέρα από τα εθνικά σύνορα. Την ίδια στιγμή, ο Γαΐτης τα έβγαλε στους δρόμους, τοποθετώντας τα ήδη από το 1975 στην πλατεία του δημαρχείου της Κοκκινιάς. Άλλωστε, ο ίδιος αυτοχαρακτηριζόταν ως «λαϊκός καλλιτέχνης», χωρίς όμως να χάνεται σε αυτόν τον ρόλο. Μάλιστα, κάποια στιγμή συνεργάστηκε με τον διεθνούς φήμης σχεδιαστή μόδας Γιάννη Τσεκλένη, δημιουργώντας μια σειρά εκλεκτών ρούχων με έμπνευση από τα Ανθρωπάκια του, αλλά και παιδικά παιχνίδια!
Μα, είναι αυτά για παιδιά;
Δικαίως μπορεί να αναρωτηθεί κανείς διαβάζοντας τα παραπάνω τι θα μπορούσε να βρει ενδιαφέρον ή κατανοητό ένα παιδί στην έκθεση του Γαΐτη. «Μήπως είναι βαρύ;» και «πώς θα τα εξηγήσω αυτά;» είναι δύο πολύ συχνά ερωτήματα που θέτουν οι ενήλικες σε τέτοιες συνθήκες. Η σύντομη απάντηση είναι πως δεν είναι πολύ βαρύ. Άλλωστε καθώς όλο και περισσότερο επιχειρούμε να μιλάμε στα παιδιά με ειλικρίνεια, μπορούμε να συζητήσουμε τις συνθήκες που γέννησαν το έργο του Γαΐτη. Επίσης, μπορούμε να επιχειρήσουμε τις συνδέσεις, δηλαδή να συσχετίσουμε τα έργα που βλέπουμε μπροστά μας με άλλα, παλαιότερα έργα άλλων καλλιτεχνών.
Κρατήστε κατά νου πως η μοντέρνα τέχνη επιδέχεται και κάπως διαφορετικές συζητήσεις, όπως για παράδειγμα έναν αναστοχασμό: όχι τόσο αν σας αρέσουν τα έργα που βλέπετε, αλλά κυρίως γιατί. Τέλος, πριν φύγετε από την έκθεση, κάντε τη δραστηριότητα «πριν έρθω πίστευα…/ και τώρα πιστεύω…» για τα έργα του καλλιτέχνη. Τέλος, μπορείτε να συζητήσετε για τα Ανθρωπάκια του Γαΐτη, πώς και δεν είχαν χαρακτηριστικά προσώπου. Θυμηθείτε: δεν υπάρχει λάθος απάντηση αρκεί να είναι τεκμηριωμένη!
Αυτά για τα μεγαλύτερα παιδιά. Στα μικρότερα μπορούμε να ξεχάσουμε τις ταμπέλες και να συζητήσουμε λίγο πιο ελεύθερα. Άλλωστε, τα μικρά παιδιά συλλέγουν πληροφορίες για τον κόσμο με όλες τις αισθήσεις τους και κυρίως την όραση. Η παρατηρητικότητα είναι ένα σημαντικό στοιχείο, που μπορεί να φανεί πολύ χρήσιμο σε ένα μουσειακό πλαίσιο, όπως κι η προσοχή στη λεπτομέρεια. Οι «δέκα ερωτήσεις» είναι πάντα ένα πολύ καλό παιχνίδι, με έναν της παρέας να επιλέγει σιωπηρά έναν πίνακα και τους υπολοίπους να κάνουν ως δέκα απαντήσεις προκειμένου να αναγνωρίσουν την επιλογή. Μπορείτε, επίσης, να επιλέξετε κάποια έργα και να δημιουργήσετε το δικό σας παραμύθι με αυτά, ή να δώσετε εναλλακτικούς τίτλους στα έργα! Διαλέξτε ποιο έργο απ’ όλα θα θέλατε στο δωμάτιο σας και φυσικά αιτιολογήστε την απάντηση σας. Βέβαια, τα παιδιά ανοίγονται πιο εύκολα όταν επιλέγουν τα ίδια να μιλήσουν παρά όταν καλούνται να απαντήσουν σε ερωτήσεις, οπότε μπορείτε να επιλέξετε να τους δώσετε τον χρόνο τους να τριγυρίσουν και να παρατηρήσουν – είναι σχεδόν σίγουρο πως θα έρθουν σε εσάς για να σας μεταφέρουν μια ερώτηση ή μια παρατήρηση.
Σε κάθε περίπτωση, συντονιστείτε με το παιδί –με το κάθε παιδί που συνοδεύετε. Το μουσείο δεν είναι ο κατάλληλος χώρος για κήρυγμα και μετάδοση στείρας γνώσης, είναι όμως ένα ιδανικό περιβάλλον για συζητήσεις, βαριές ή ανάλαφρες, και για μικρά παιχνίδια ανάπτυξης δεξιοτήτων. Πάνω απ’ όλα αντιπροσωπεύει την ευκαιρία να μεγαλώσετε παιδιά που θα εκτιμούν και θα ενδιαφέρονται για την τέχνη και θα την προσεγγίζουν με ανοιχτό μυαλό και κριτική ματιά – και που μεγαλώνοντας η σκέψη μιας επίσκεψης στο μουσείο θα τους ζεσταίνει την καρδιά όπως τότε που ήταν μικρά και διασκέδαζαν συζητώντας με τους γονείς τους σε έναν χώρο πολιτισμού…
Η έκθεση «ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΑΪΤΗΣ. Η ουσία του απρόσωπου» θα συνεχιστεί ως τις 31/10/23 στο Ίδρυμα Εικαστικών Τεχνών & Μουσικής Β&Μ Θεοχαράκη
Η Βασιλική Μαρκάκη είναι μουσειολόγος, μουσειοπαιδαγωγός (interdisciplinary museum educator), συγγραφέας, και υποψήφια διδάκτωρ σε θέματα marketing των πωλητηρίων μουσείων.
Instagram: @museum_facts_n_dreams