ΧΑΡΙΣΜΑ ΤΟΥΣ

Το πρώτο χριστουγεννιάτικο δώρο που θυμάμαι είναι ένα μπαλόνι. Κατακόκκινο, τεράστιο, δεμένο σε μια μακριά πράσινη κλωστή. Θυμάμαι το δέος που είχα, όταν το πήρα στο χέρι, και το χτυποκάρδι μου. Το ότι έσπασε μερικά λεπτά αργότερα δεν θυμάμαι να με στενοχώρησε. Ούτε χάθηκε η αγαλλίαση που ένιωσα κρατώντας το. Στο μυαλό μου είναι καταχωρισμένη η χαρά αλλά και απορία μαζί με απογοήτευση: περίμενα μετά το ξαφνικό μπαμ να δω κόκκινο τον αέρα – μάζεψα μετά τα λαστιχένια κουρελάκια του απ’ το πάτωμα και ανακαλώ πεντακάθαρα το ξάφνιασμά μου: ούτε μπορούσα να τα συνταιριάξω, ούτε να καταλάβω πού πήγε ο όγκος του αντικειμένου. Θα πρέπει να ήμουν γύρω στα τρία μου χρόνια.
Για τα επόμενα τέσσερα χρόνια μπερδεμένα χρονολογικά, μα διαυγή ως ανάμνηση, μπορώ να φέρω στο μυαλό μου κι άλλα γιορτινά χαρίσματα. Ένα κόκκινο φουστανάκι κρυμμένο σ’ ένα τεράστιο βάζο γεμάτο καραμέλες. Έναν κύλικα από βαθυπόρφυρο κρύσταλλο που στο φως γινόταν ρουμπινί. Μια παχουλή πολυθρονίτσα από μαλακό ζεστό ύφασμα στο χρώμα του ροδιού, στην οποία στρογγυλοκάθισα με το που την πήρα, νιώθοντας αγκαλιασμένη. Μια μπάλα για το δέντρο μεγάλη σαν γκρέιπφρουτ, διάφανη, και μέσα ένας μικρούτσικος Άγιος Βασίλης. Τη νύχτα της παραμονής της Πρωτοχρονιάς, αφού κοιμήθηκαν όλοι, γλίστρησα κάτω απ’ το δέντρο με τα μάτια καρφωμένα πάνω της, σίγουρη ότι από ένα αόρατο πορτάκι θα βγει ο Άγιος για τη γύρα του, και επιτέλους θα τον δω. Το ότι αποκοιμήθηκα περιμένοντας ουδόλως κλόνισε την πεποίθηση που είχα για καιρό ότι η μυστική του βάση βρίσκεται σ’ αυτήν τη μαγεμένη μπάλα: από κει βγαίνει, κι εκεί επιστρέφει.
Κι ακόμα μια φωνή που μου ψιθυρίζει συνωμοτικά στο αυτί να πάω, λέει, να ψάξω στην εσωτερική τσέπη ενός παλτού στην ντουλάπα των γονιών: εκεί, ανακαλύπτω να βρίσκεται ένα δαχτυλίδι για μένα. Χρυσαφί με μια μεγάλη πέτρα βυσσινί να στέκεται στο κέντρο ενός στέμματος δικτυωτού· ακόμη βλέπω τα δοντάκια του να την κρατούν γερά, ακόμη νιώθω τη γεύση της στη γλώσσα μου, στα ρουθούνια μου η μυρωδιά της ντουλάπας – ξύλο μαζί με πούδρα.
Πολλά χρόνια αργότερα, βλέποντας ένα προς ένα αυτά τα δώρα (φυλαγμένα μαζί με άλλα επιμελώς από τη μητέρα μου ως μάρτυρες μνήμης, εποχών και συναισθημάτων) μου αποκαλύφθηκε η «αντικειμενική» τους εικόνα. Απομίμηση βελούδου το φόρεμα, πλαστικό το ποτήρι, αυτοσχέδια χειροποίητη η πολυθρόνα, λεπτό γυαλί η μπάλα, ψεύτικο το δαχτυλίδι. Και λοιπόν; Η αίγλη τους δεν εξέπεσε στο παραμικρό. Διατηρείται ακέραια, σφιχτοδεμένη με το στοιχείο της έξαψης και της έκπληξης, το αίσθημα του μοναδικού, το ανατρίχιασμα του θαύματος, τα συναισθήματα της χαράς και της πληρότητας, τη βεβαιότητα πως με αγαπούν.
Ας μοιραστούμε με τα παιδιά μας συναισθήματα. Μόνο δικά μας. Δεν θα χρειαστούμε περιτύλιγμα. Δεν θα τα βρούμε σε καμιά βιτρίνα. Δεν θα χρειαστούμε ούτε ευρώ για να τα αποκτήσουμε. Είναι απαραίτητο ωστόσο να ξοδευτούμε. Το αν είναι πολυτελή, σπάνια και «σωστά» δώρα, θα φανεί στα μάτια των παιδιών μας. Και θα το νιώσουμε κι εμείς.

Leave a Reply