Με πολύτιμο εργαλείο τη γνώση της κλινικής ψυχολογίας, αλλά ταυτόχρονα με απλό και εύληπτο λόγο, οι ιστορίες που παρουσιάζει η δρ Άννα Κανδαράκη στο βιβλίο της Τα χρώματα που εσείς μου μάθατε, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ψυχογιός, επιδιώκουν να κάνουν μια γενναία βουτιά στην περίπλοκη και πολύχρωμη ανθρώπινη ψυχή. Και το καταφέρνουν. Μας αγγίζουν, μας προβληματίζουν, μας συγκινούν, μας βοηθούν και, στον βαθμό που κάτι τέτοιο είναι δυνατό μέσα από την ανάγνωση ενός βιβλίου, μας θεραπεύουν. Τα χρώματα είναι ένα δώρο προς τον εαυτό μας, αλλά και ένα εν δυνάμει δώρο προς κάθε αγαπημένο μας πρόσωπο. Συνάντησα τη συγγραφέα και μιλήσαμε, με αφορμή το βιβλίο της, για όλα όσα είναι πιθανόν να μας δυσκολεύουν τις εορταστικές ημέρες και για τους τρόπους διαχείρισής τους. Φυσικά, η συζήτηση δεν έμεινε μόνο εκεί…
Αγαπητή Άννα, χαρά μας που σε φιλοξενούμε στις σελίδες μας, με αφορμή το βιβλίο σου Τα χρώματα που εσείς μου μάθατε. Θα ήθελα, καταρχάς, να μας πεις δυο λόγια για την πολύχρωμη ανθρώπινη ψυχή, όπως την έχεις αντιληφθεί και την παρουσιάζεις μέσα από τη δουλειά σου.
Σ’ ευχαριστώ πολύ, η χαρά είναι δική μου. Η ανθρώπινη ψυχή, όσα χρόνια και αν τη σπουδάζω, και αν τη διαβάζω και αν τη συναντώ καθημερινά, πάντα με εκπλήσσει, πάντα με γοητεύει πόσο ανεξάντλητη είναι. Ακριβώς γι’ αυτό, επέλεξα να την περιγράψω με χρώματα και όχι με αριθμούς. Γιατί είναι ατέλειωτη και μοναδική. Όπως κάθε χρώμα είναι μοναδικό, κανένα μπλε δεν είναι ίδιο με το άλλο και κανένας πίνακας δεν μπορεί να είναι ίδιος με τον διπλανό του.
Ατέλειωτες αποχρώσεις έχουμε μέσα μας και σε όλες τις ιστορίες που φέρνω, υπάρχει ξαφνικά και ένα εντελώς διαφορετικό χρώμα από αυτό που εισπράττουμε στην αρχή. Με συγκινεί αυτός ο πλούτος, γι’ αυτό το βρίσκω πολύ άδικο όταν πέφτουμε στην παγίδα να την περιορίζουμε με νούμερα: τα παιδιά μας με βαθμούς, «ο γιος μου είναι του 18 και η κόρη μου του 16», τη γυναίκα μας με σωματικές διαστάσεις και ηλικίες, τον άντρα μας με έναν τραπεζικό λογαριασμό. Είμαστε πολύ περισσότερο από αυτό.
Μια και πλησιάζουν Χριστούγεννα, οι ερωτήσεις μου θα έχουν εορταστικό χαρακτήρα. Τις γιορτινές μέρες, βλέπουμε γονείς σε παροξυσμό, για να είναι όλα «τέλεια» για τα παιδιά τους. Παρά το γεγονός ότι είναι οι ίδιοι ιδιαίτερα κουρασμένοι και θέλουν να χαλαρώσουν, «θυσιάζονται» αναζητώντας ιδανικούς εορτασμούς, που στη συντριπτική πλειονότητά τους καταλήγουν σε φιάσκο. Από πού πηγάζει αυτή η συμπεριφορά τους και πού μπορεί να οδηγήσει;
Έχουμε μάθει να γυρίζουν όλα γύρω από τα παιδιά, χωρίς να υπολογίζουμε καθόλου τον εαυτό μας. Χωρίς να καταλαβαίνουμε ότι το ένα συνδέεται με το άλλο. Ξεχνάμε ότι όπως για εμάς το σημαντικότερο είναι τα παιδιά μας, αντίστοιχα για εκείνα το σημαντικό είμαστε εμείς. Με τον τρόπο που συμπεριφερόμαστε σε εμάς, αντίστοιχα εκπαιδεύουμε τα παιδιά μας να συμπεριφέρονται στον εαυτό τους.
Ίσως η πιο μεγάλη παγίδα, στην οποία αναφέρομαι έντονα στο βιβλίο, είναι «η γονεϊκή θυσία». Μόνο που η γονεϊκότητα δεν μπορεί να ταυτίζεται με τη θυσία. Η θυσία εμπεριέχει το χρέος. Εγώ θυσιάζομαι και εσύ αύριο μου οφείλεις. Άλλο, όμως, θυσιάζομαι και άλλο προσφέρω. Ίσως έχει σημασία να μάθουμε να μας φροντίζουμε, για να μπορέσουν τα παιδιά να καταγράψουν τη σημασία τού να φροντίζουν και εκείνα τον εαυτό τους. Όχι να περιμένουν από άλλους, τους μελλοντικούς συντρόφους ή φίλους, να τα φροντίζουν ή όχι να μάθουν μονάχα να φροντίζουν και να μη φροντίζονται.
Δεν μπορείς να είσαι δοτικός γονιός, αν νιώθεις στερημένος σύντροφος, γράφεις, και με βρίσκεις απολύτως σύμφωνη. Σε συνέχεια της προηγούμενης ερώτησης, λοιπόν, τι συστήνεις στα ζευγάρια με παιδιά για τις γιορτές;
Να μη χάνουν τη δυάδα τους. Να μην ξεχνούν το συντροφικό τους κομμάτι, όπως και το σώμα τους. Να μην το κουκουλώνουν, να μην το θυμούνται μόνο στον πόνο αλλά να το απολαμβάνουν και να το φροντίζουν. Να χαιρόμαστε τη θηλυκότητά μας οι γυναίκες, τον ερωτισμό μας οι γονείς. Η γονεϊκότητα είναι ρόλος όχι ταυτότητα. Πόση προσοχή χρειάζεται να μην παραμείνουμε σε «νεκρούς γάμους», κρύβοντας τη δική μας ανασφάλεια στον γονεϊκό μας ρόλο, ότι «παραμένουμε για τα παιδιά», καταδικάζοντας τα σ’ ένα νεκρό περιβάλλον και κυρίως εκπαιδεύοντάς τα, μη συνειδητά, να ταυτίζουν την αγάπη και τον έρωτα με τη σιωπή, την ένταση και την απόσταση. Ο τρόπος που συνδέεται το συντροφικό ζευγάρι σήμερα θα καθορίσει τον τρόπο που θα συσχετιστούν τα παιδιά αύριο, στην ενήλικη ζωή τους.
Υπάρχουν άνθρωποι, πολλοί εξ αυτών και γονείς, που δεν αγαπούν τα Χριστούγεννα. Αν και, προφανώς, η στάση τους αυτή πηγάζει από πολλά και διαφορετικά βιώματα, πώς θα μπορούσες να την αιτιολογήσεις σε αδρές γραμμές;
Πολύ σωστά το λες ότι δεν πρέπει να κάνουμε γενικεύσεις, ειδικά σε ζητήματα ψυχής. Μπορεί να υπάρχει απώλεια, να υπάρχουν σκοτεινές εικόνες, να τα έχουμε καταγράψει με απουσία και όχι με παρουσία, με πένθος και όχι με γιορτή. Έχει σημασία να μην υποχρεώσουμε τον εαυτό μας σε μια «ψεύτικη χαρά», μόνο και μόνο επειδή «πρέπει να νιώθεις χαρούμενος» και να φορτώσουμε τον εαυτό μας και με ενοχές. Το συναίσθημα δεν υπακούει σε εντολές και νουθετήσεις. Νομίζουμε ότι είμαστε η εξαίρεση, αλλά δεν είναι έτσι. Είναι πολλοί που νιώθουν μοναξιά, μονάχα που κρύβονται και το κουκουλώνουν. Ας επιτρέψουμε στον εαυτό μας να δυσκολεύεται ακόμα και τα Χριστούγεννα. Η δυσκολία δεν γνωρίζει αναγκαστικά εποχές, γιορτές και αργίες.
Θεωρείς ότι υπάρχουν τρόποι που πιθανόν θα τους αλλάξουν αυτόν τον αρνητισμό προς τις γιορτές; Και τι μπορούν να κάνουν όταν έχουν μικρά παιδιά και κυριολεκτικά υποφέρουν, είτε γιατί προσποιούνται τους χαρούμενους είτε γιατί έχουν τύψεις που δεν μπορούν να χαρούν; Φυσικά, δεν αναφέρομαι στους υπερβολικούς γονείς, για τους οποίους μιλήσαμε πριν…
Αν το συναίσθημα είναι τόσο βαρύ, δεν θα βγαίνει μόνο στις γιορτές. Θα υπάρχει και τις υπόλοιπες μέρες, και εδώ ακουμπάμε ένα σοβαρό ζήτημα που είναι η ψυχική υγεία και η ψυχική νόσος. Που έχει αυτό το σκληρό: ότι είναι αόρατη. Δεν αφήνει ούτε ένα σημάδι, ούτε μια σκιά στην ακτινογραφία. Εσύ υποφέρεις και κανείς δεν βλέπει και δεν ξέρει τίποτα. Αν μάλιστα είσαι γονιός και κουβαλάς τέτοιο βάρος, το φορτίο γίνεται ακόμα πιο ασήκωτο. Έχει τεράστια σημασία να επιτρέψουμε στον εαυτό μας τη δυσκολία να μη μας φορτώσουμε με ενοχές και να τολμήσουμε ίσως το πιο γενναίο πράγμα: να ζητήσουμε βοήθεια. Ας μη συνεχίσουμε την αλυσίδα, να μεταφέρουμε διαγενεακά ένα «σκοτεινό σπίτι», ας είμαστε εμείς εκείνοι που θα δουλέψουμε, ώστε το δικό μας το σπίτι να είναι πιο φωτεινό από εκείνο που μεγαλώσαμε.
Οικογενειακά τραπέζια και μαζώξεις μέσα στις γιορτές. Παρόλο που προσωπικά τα αγαπώ πολύ και τα επιδιώκω, αντιλαμβάνομαι πως πολλοί συνάνθρωποί μας ζορίζονται πολύ, ώστε να αντεπεξέλθουν. Τι, άραγε, βρίσκεται πίσω από αυτή τους τη δυσκολία συνύπαρξης με την οικογένεια, που μπορεί να οδηγήσει είτε σε άρνηση είτε σε σοβαρή δυσθυμία είτε σε καβγά;
Σε αυτά τα τραπέζια βγαίνουν στην επιφάνεια βαρίδια που έχουμε μάθει, έχουμε εκπαιδευτεί να κουβαλάμε από την παιδική μας ηλικία: η κριτική και η σύγκριση. Έχουμε μάθει να συγκρινόμαστε, να μας κρίνουν, γι’ αυτό και εμείς, αντίστοιχα, να κρίνουμε. Αρχίζουν τα: «Παντρεύτηκες;» , «Χώρισες;» «Πάχυνες», «Ακόμα δεν κάνατε παιδί;» «Μόνο στο πρώτο θα μείνετε; Δεν σκέφτεστε δεύτερο;» Ή, ακόμα χειρότερο, οι ερωτήσεις να μην είναι στον δεύτερο ενικό, μια έστω απευθείας επικοινωνία, αλλά στον τρίτο… «Ακόμα μόνος του είναι;» « Δεν θα παντρευτούν;» «Κι άλλο πάχυνε…» Ατελείωτοι σχολιασμοί, σχόλια, κουτσομπολιά. Ξεχνώντας το πιο σημαντικό: ότι η ευτυχία δεν είναι καθολική, δεν υπάρχει μια συνταγή που ταιριάζει σε όλους, γάμος, παιδιά, «καλή» δουλειά, λεπτή σιλουέτα… Ο κάθε ένας τη δική του ευτυχία τη φτιάχνει με τα δικά του προσωπικά υλικά. Ας του το επιτρέψουμε, χωρίς να κρίνουμε.
Υπάρχουν και γιορτινές οικογενειακές συγκεντρώσεις που φέρουν την απουσία αγαπημένων προσώπων, που έχουν φύγει (συνήθως πρόσφατα) από τη ζωή. Μπορούν τα Χριστούγεννα και η Πρωτοχρονιά να ξορκίσουν ένα πένθος που ακόμη δεν έχει μεταβολιστεί; Κι αν ναι, με ποιους τρόπους;
Το πένθος είναι μια προσωπική, σύνθετη και επίπονη διαδικασία, που θέλει τον χρόνο και τον χώρο της. Δεν έχει μαγικά κουμπιά ούτε λύνεται με μια συνάντηση. Θέλει χρόνο να τακτοποιήσει η ψυχή την απουσία, να την εσωτερικεύσει, να την καταλάβει. Μιλάω πολύ στο βιβλίο για την απώλεια και την απουσία. Πόσο σημαντικό είναι να φροντίζουμε τους ανθρώπους μας όταν τους έχουμε για να μπορέσουμε να τους κρατήσουμε μέσα μας ζεστά ακόμα και όταν τους χάσουμε. Το πένθος, το πώς θα βιώσουμε την απώλεια, δεν έχει να κάνει τόσο με τη διαχείριση του θανάτου αλλά με την ποιότητα της σχέσης όσο ήταν ο άνθρωπός μας στη ζωή.
Πίσω από τα μεγαλύτερα «φοβάμαι», κρύβονται τα μεγαλύτερα «θέλω». Με αφορμή αυτή σου τη φράση και την ανάγκη των ανθρώπων για νέα ξεκινήματα κάθε νέα χρονιά, τι θέλεις να μας ευχηθείς για το 2024; Και πώς μπορεί η ευχή σου να γίνει πραγματικότητα;
Δεν πιστεύω τόσο στις ευχές, πιστεύω στις προσωπικές επιλογές, στις προσωπικές επιθυμίες και στην πίστη στον εαυτό. Το αναφέρω και μέσα στο βιβλίο, όταν πνίγουμε τις επιθυμίες μας, ταΐζουμε τους φόβους μας, ας μάθουμε, λοιπόν, να ακούμε τις επιθυμίες μας, να συνδεόμαστε με το συναίσθημά μας, ας δώσουμε χώρο στο σπίτι μας να μιλάμε για ό,τι νιώθουμε, να επικοινωνούμε, να μη φοβόμαστε ακόμα και τα αρνητικά συναισθήματα, να μη φοβόμαστε να μιλήσουμε ακόμα και για επιθυμίες που δεν είναι τόσο βολικές. Να δώσουμε το προνόμιο και στ’ αγόρια μας να κλαίνε και να νιώθουν, και στα κορίτσια μας να ακούγονται και να απολαμβάνουν το σώμα τους και τα αυριανά τους όνειρα. Ας ξεφύγουμε από τα στενά έμφυλα στερεότυπα ότι ο γιος πρέπει να συνεχίζει τις οικογενειακές επιχειρήσεις, να έχει πολλές εμπειρίες και η κόρη να είναι μονάχα νέα, όμορφη και άσπιλη για να κάνει ένα καλό γάμο. Να τους επιτρέψουμε να βρουν τα θέλω τους για να χτίσουν και την ταυτότητα τους, να νιώσουν ασφαλή με ρίζες, αλλά και με δυνατά φτερά να πετάξουν μακριά. «Και η αγάπη σου και μόνο αυτή, όχι οι ενοχές όχι το βάρος όχι ο φόβος ούτε η ανημπόρια… Η αγάπη σου να σε κάνει να θες να γυρίσεις πίσω να με ξαναβρείς… για λίγο. Και να φύγεις και πάλι για το δικό σου μονοπάτι». Αυτή λοιπόν είναι η ευχή μου… Βήμα βήμα να γίνει έτσι η γονεϊκή αγάπη.Διαβάστε: Άννα Κανδαράκη, Τα χρώματα που εσείς μου μάθατε, Εκδόσεις Ψυχογιός