Κάθε Μεγάλη Εβδομάδα θα μπαίνω σε ένα αυτοκίνητο για να διασχίσω την Αθήνα από τη μία άκρη στην άλλη. Δύο φορές την ημέρα. Στον δρόμο θα βλέπω τις ανθισμένες πασχαλιές, θα ακούω τις λυπημένες καμπάνες, θα σιχαίνομαι τον γελαστό ήλιο και θα νιώθω την άδεια μου κοιλιά να πονάει σε κάθε λακκούβα – πιστέψτε με είναι πάρα πολλές.
Κάθε Μεγάλη Εβδομάδα θα φοράω την πράσινη φόρμα μιας χρήσης, θα πιάνω κότσο τα μαλλιά, θα πλένω σχολαστικά τα χέρια και θα πασαλείβομαι με αντισηπτικό για να σταθώ απολυμασμένη δίπλα σε ό,τι πιο αγνό μου έχει συμβεί. Θα επαναλαμβάνω τη λέξη «γάλα» ν φορές ημερησίως και θα αγοράζω πλαστικά σακουλάκια αποθήκευσης που μπαίνουν στην κατάψυξη.
Κάθε Ανάσταση θα είμαι εγώ εκείνη που θα παίρνει τηλέφωνο μια άγνωστη, για να μου κρατάει συντροφιά η φωνή της που απαντά: «σταθερό είναι το μωρό». Και κάθε Πάσχα θα φαντάζομαι άδεια τη θερμοκοιτίδα που αφήσαμε φεύγοντας. Ύστερα θα γυρίζω και θα κοιτάζω εκείνη. Με τις ώρες. Για να χορταίνει η ψυχή μου Άνοιξη.
Δεν μπορώ να φανταστώ πόσες τέτοιες Μεγάλες Εβδομάδες θα χρειαστεί να ζήσω. Με πόσες άλλες βασανιστικές λεπτομέρειες και κατάδικές μου σκέψεις που δεν θα θελήσω να μοιραστώ ποτέ με κανέναν. Αλλά είμαι βέβαιη ότι χρειάζεται. Χρειάζεται να περπατήσω αυτόν τον δρόμο με τις εκατοντάδες λακκούβες που με πονάνε, ξανά και ξανά, και να πέσω μέσα τους, αν θέλω να σηκωθώ τινάζοντας τα μπατζάκια μου. Χρειάζεται να το κοιτάζω όλο αυτό στα μάτια και να του επιτρέπω να υπάρξει, αν θέλω να υπάρξω κι εγώ. Να το βιώνω μέχρι να σβήσει, αν θέλω να προκύψει κάτι νέο στη θέση του.
Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο 31ebdomades, ένα site αφιερωμένο στην προωρότητα.