ΤΑΛΙΜΠΑΝ, ΕΤΩΝ ΕΠΤΑ

Θα ’ναι, δεν θα ’ναι επτά χρονών. Αδύνατο, με νευρώδες σώμα, ψηλά ζυγωματικά, μυτερό πιγούνι, γαλάζια μάτια, κοντοκουρεμένα ξανθά μαλλιά και styling βγαλμένο από περιοδικό. Καλεσμένο στο ίδιο παιδικό πάρτι που με οδήγησαν ένα απόγευμα Σαββάτου οι «επαγγελματικές υποχρεώσεις» του μπαμπά. Κάθομαι σε μια ροτόντα, άγνωστη μεταξύ αγνώστων, παραχωρώντας τη ματιά μου στα παιδιά και τη διπλανή κενή θέση σ’ έναν άνδρα που φτάνει στο πάρτι με τον τρίχρονο γιο του. Για πρώτη φορά η προσοχή μου δεν απορροφάται από τις συζητήσεις των μαμάδων, αλλά από τον μικροσκοπικό Ταλιμπάν, πρωταγωνιστή σε ταινία ακατάλληλη για όλους.

Πλάνο πρώτο: ο λιλιπούτειος «τσαμπουκάς» αρπάζει από τα μαλλιά ένα κοριτσάκι και το σέρνει σαν «λάφυρο» ανάμεσα στα παιδιά γελώντας δυνατά. Η μικρή τρέχει κλαίγοντας στην αγκαλιά της μαμάς της. Η μαμά δεν αντιδρά. Της «στρώνει» λίγο τα μαλλιά και το τσαλακωμένο φουστανάκι στέλνοντάς την ξανά στο στόμα του μικρού λύκου. Πλάνο δεύτερο: ο πεντάχρονος «νταής» αρπάζει ένα γλαστράκι κι αρχίζει να χτυπάει δυνατά στο κεφάλι ένα μικρότερο αγοράκι. Gros plan στο κλαμένο μουτράκι του, μια αγκαλιά από τη μαμά, ένα «δεν πειράζει» από τον μπαμπά και ξανά πίσω στο άνισο παιχνίδι. Πλάνο τρίτο και φαρμακερό: ο πεντάχρονος «μάγκας» αρπάζει από την μπλούζα τον τρίχρονο γιο του άνδρα που κάθεται δίπλα μου αποκαλώντας τον «μαλάκα». Ο μικρός μοιάζει να πνίγεται, ο μπαμπάς σηκώνεται από τη θέση του και σε ήρεμο τόνο κατευθύνεται στο τραπέζι των γονιών, του «The Good Son»: «Με συγχωρείτε για την ενόχληση», λέει απευθυνόμενος στη μητέρα: «Προσέξτε λίγο τον γιο σας γιατί χτυπάει τα παιδιά και μόλις αποκάλεσε τον γιο μου… μαλάκα». Εκείνη, αντί για μία συγγνώμη  ‒έστω και ψεύτικη‒ του σερβίρει το μπλαζέ ύφος της και την αμίμητη απάντηση: «Ο σύζυγός μου είναι γιατρός και ο γιος μας δεν λέει ποτέ τέτοιες λέξεις!» Η ανταπάντηση από την πλευρά του άνδρα έρχεται τώρα σε ενικό, απογυμνωμένη από πληθυντικούς ευγενείας και απόπειρες συνέτισης: «Κι όμως! Ο γιος σου λέει τέτοιες λέξεις! Και καλά θα κάνεις να τον μαζέψεις».

Ο άντρας επιστρέφει στο τραπέζι μας και το πάρτι συνεχίζεται με ακόμη περισσότερες μπουνιές, κλοτσιές και δαγκωματιές από την πλευρά του πεντάχρονου. Τώρα, η προσοχή μου είναι στραμμένη ολοκληρωτικά στους γονείς του, με έμφαση στη μαμά που, με ύφος γελάδας και μυαλό βοδιού, επιμένει να παρακάμπτει χαζογελώντας τη χυδαία συμπεριφορά του παιδιού της. Μια συμπεριφορά που ο μικρός διδάχτηκε αποκλειστικά από την αδιαφορία εκείνης και που είναι θέμα χρόνου να μετατρέψει ένα παιδικό πάρτι σε πραγματικό ρινγκ. Λίγα λεπτά αργότερα, μία μπουνιά ακόμη στο σωματάκι του τρίχρονου παιδιού είναι αρκετή για να κάνει το ποτήρι της υπομονής να ξεχειλίσει. Ο άνδρας δίπλα μου πετάγεται από τη θέση του, ισοπεδώνει με βήματα βαριά όλα τα στεγανά του στιλ «δεν πρέπει ποτέ να ανακατευόμαστε στους καβγάδες των παιδιών μας», δρασκελίζει τις ψυχαναγκαστικές αρλούμπες του τύπου «αν δεν φάει ξύλο, δεν θα μάθει», γυρίζει την πλάτη σε επίπλαστα αποφθέγματα που επινοήθηκαν για να κρατούν «φρόνιμα» τα παιδιά μας και αρπάζει τον μικρό θύτη από το χέρι λέγοντάς του: «Αν ξαναχτυπήσεις τον γιο μου, θα σε τσακίσω!»

Το πάρτι μόλις έχει ξεκινήσει. Ο μικρός λύκος τρέχει κλαίγοντας στην αγκαλιά της μαμάς-γελάδας. Εκείνη χαϊδεύει το «μοσχαράκι» της τρυφερά και, ρακένδυτη από τον μανδύα της επίπλαστης άνεσης που θέλει να λανσάρει εδώ και ώρα, αρχίζει να ουρλιάζει στον άνδρα: «Αν τολμήσεις να ξαναπειράξεις τον γιο μου θα σου κάνω μήνυση. Δεν ντρέπεσαι ολόκληρος άντρας να τα βάζεις με ένα παιδί;» Ο άνδρας την πλησιάζει και, με μια φωνή που καλύπτει τα πάντα, της απαντά: «Τον γιο σου θα τον πειράζω όσες φορές πειράζει τον δικό μου γιο. Το κατάλαβες ή θέλεις να σ’ το επαναλάβω, ξιπασμένη φώκια;» Σιγή. Ο άνδρας, εκπρόσωπος της πιο ακατέργαστης αντίδρασης, εκφραστής του πιο αρχέτυπου δικαίου, επιστρέφει στο τραπέζι. Θέλω να του σφίξω το χέρι δυνατά και να τον συγχαρώ. Όχι, τα παιδιά δεν «είναι παιδιά» όταν χτυπάνε, όταν βρίζουν κι όταν απειλούν. Κι ούτε εμείς οι γονείς πρέπει να είμαστε ήσυχοι όσο το «βλάκας» δεν γίνεται «μαλάκας», όσο οι μώλωπες δεν γίνονται πληγές κι όσο οι δαγκωματιές δεν φτάνουν στο κόκαλο. Η σιωπή μας είναι συνενοχή σ’ ένα παιχνίδι που μπορεί να γίνει πολύ επικίνδυνο όταν η σπρωξιά γίνει μπουνιά, η σφαλιάρα καδρόνι και το βοτσαλάκι κοτρόνα. Όταν συνηθίσεις το τέρας, ή θα σε φάει ή θα γίνεις όμοιος μ’ αυτό, άλλος δρόμος δεν υπάρχει σ’ αυτό το παραμύθι. Από εκείνο το απόγευμα ορκίστηκα πως κάθε φορά που θα βλέπω να θυματοποιούν τα παιδιά μου, θα επεμβαίνω. Δεν με αφορά πλέον το παλιακό απόφθεγμα που μας δίδαξε ότι για να γίνουμε δυνατοί πρέπει να φάμε και τη σφαλιάρα μας, ούτε οι αλαφροΐσκιωτες μαμάδες που χαζογελάνε με τη βία που ασκούν τα παιδιά τους σε άλλα παιδιά επειδή είναι παιδιά. Η ώρα περνά. Ο μικρός Ταλιμπάν μυξοκλαίγεται ακόμη στην αγκαλιά της μαμάς του, τα υπόλοιπα παιδιά τρέχουν πλέον ανενόχλητα γύρω από έναν ξυλοπόδαρο κι εμείς πρέπει να φύγουμε γιατί είναι πλέον αργά. Μαζεύω τα παιδιά, κατευθύνομαι προς την έξοδο, βάζω μπρος το αυτοκίνητο, παίρνω την πρώτη στροφή και ξαφνικά τραβάω χειρόφρενο και επιστρέφω πίσω γιατί ξέχασα το πιο βασικό: να σφίξω δυνατά το χέρι του άγνωστου μπαμπά που καθόταν τόση ώρα δίπλα μου…

4 Σχόλια

  1. Giulius 16 Νοεμβρίου, 2014
  2. ελενη 31 Οκτωβρίου, 2014
  3. Μαρία Σ. 31 Οκτωβρίου, 2014
  4. Loukia 30 Οκτωβρίου, 2014

Leave a Reply