ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ ΒΗΜΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ( ; )

Ημέρα της ΜητέραςΣτον έκτο όροφο του μεγάλου ιδιωτικού μαιευτηρίου επικρατούσε ευλαβική ησυχία που είχαν δικαίωμα να την διαταράξουν μόνο τα μικρά ανθρωπάκια που μόλις είχαν καταφθάσει και για τα οποία ο χώρος είχε κατακλυστεί με λουλούδια και μπαλόνια που στέκονταν αφοσιωμένα, κατάχαμα, έξω από τις κλειστές πόρτες των δωματίων. Κάποιοι άυπνοι νέοι μπαμπάδες έκοβαν βόλτες φουριόζοι πάνω κάτω στους διαδρόμους μιλώντας στα κινητά, επαναλαμβάνοντας περήφανα πολλές φορές “ευχαριστούμε” ενώ οι φρεσκογεννημένες γυναίκες του ορόφου έκαναν δειλά, μικρά, ίσως οδυνηρά πρώτα βήματα ως μητέρες πλέον. Δεν ξέρω γιατί αυτή η πρώτη φορά που θα σηκωθείς να περπατήσεις μετά την γέννα χαράσσεται πάντα τόσο επώδυνα στην μνήμη.

Στο δωμάτιό μου μπήκαν δύο νοσοκόμοι που έσερναν ένα φορείο για να με παραλάβουν.

Κατά το “δεύτε τελευταίον ασπασμόν”, οι δικοί μου με φίλησαν και μου ευχήθηκαν καλή επιτυχία.

“Σε περιμένω!” φώναξε ο Α. και τον είδα να χάνεται πίσω από την πόρτα του ασανσέρ που έκλεισε απότομα.

Το χειρουργείο μύριζε αμύγδαλα και μου θύμισε εκείνον τον άθλο του Ηρακλή Πουαρό που εξιχνίασε ένα έγκλημα χάρη στην χαρακτηριστική μυρωδιά του υδροκυανίου που ήταν όμοια με αυτή του αμύγδαλου. Όσο περίμενα στον παγωμένο χώρο άκουγα μηχανήματα να εκπέμπουν τους ήχους της ζωής που έχει αφεθεί σε έμπειρα χέρια, έχει μουδιάσει, έχει αποκοιμηθεί, έχει ανοίξει στα δύο για να καταφθάσει μια άλλη, εξίσου σπουδαία εδώ κάτω, σε αυτά τα αποστειρωμένα έγκατα, και αρκετά συχνά άκουγα νεογέννητα πεισματικά κλάματα που τα συνόδευαν ενθαρρυντικά λόγια όπως “να τος ο γιος σου Μαρία, κατέφθασε, δες τον” και μετά μια ζαλισμένη φωνή να ψελλίζει ακατάληπτες ευχαριστίες μέσα σε δάκρυα και γέλια – άτιμο πράμα αυτό το συγκεκριμένο “αμύγδαλο” που δίνουν σε αυτά τα μέρη, τελικά.

Με έβαλαν σε ένα κλειστό χειρουργείο που δεν επικοινωνούσε με τα γύρω – όπως έβλεπα να γίνεται με τις υπόλοιπες περιπτώσεις. Η αναισθησιολόγος όσο πίεζε το μαγικό υγρό στην φλέβα μου, μου χάιδευε το μέτωπο με συμπόνια. Ένα φως άναψε όσο χανόμουν και άκουσα την λέξη “ξεκινάμε”.

Αυτό ήταν. Μόλις έσβησε εκείνο το φως και οι γιατροί, οι νοσηλευτές και οι μαίες θα ξέπλεναν τα χέρια τους από το αίμα μου, σε ένα μικρό ασημένιο μπολ δίπλα στο κρεβάτι μου, θα είχε τοποθετηθεί με προσοχή η μόλις 33 χρονών μήτρα μου. Μια αυτοκαταστροφική μήτρα, ένα παραμορφωμένο από την αδενομύωση όργανο, εκείνη που με είχε φέρει άλλες δύο φορές σε αυτό το δωμάτιο για να υποδεχτώ τα παιδιά μου που τα φρόντισε εννέα μήνες και τα διαμόρφωσε στην εντέλεια και μία τρίτη, τώρα, για να αποχωριστώ αυτή την ίδια, μαζί με τα “εξαρτήματά” της, όπως έγραφε η ταμπέλα που κρεμόταν στα πόδια του κρεβατιού μου όταν με έφεραν πίσω, ζαλισμένη και εξουθενωμένη στο δωμάτιο.

“Πονάς;” η ερώτηση που έσπαγε κάπως την απόλυτη ησυχία γύρω μου.

Τόσο έντονη αντίθεση με όλες τις άλλες φορές που είχα βρεθεί ξαπλωμένη σε αυτόν τον χώρο με ολόγυρά μου συγγενείς! Θυμάμαι τότε, όταν μόλις είχα γεννήσει, να τους παρακαλάω να κάνουν λίγη ησυχία για να ηρεμήσω και τώρα να εύχομαι από μέσα μου να μιλήσει κάποιος για να σπάσει αυτή την ζοφερή σιωπή που μύριζε θλίψη, οίκτο και αμύγδαλα.

Η μαία που μπήκε φουριόζα για να με περιποιηθεί ήταν ο αναστεναγμός της ανακούφισης που χρειάζονταν όλοι εκείνη την στιγμή.

“Τι το κοιτάτε καλέ έτσι το κορίτσι, σηκώστε του λίγο τα μαξιλάρια, δεν το βλέπετε που δεν βολεύεται; Έλα καμάρι μου, σήκωσέ μου την μεσούλα, έτσι το καλό μου το κορίτσι, έτσι πουλάκι μου, έτσι κορούλα μου”, έλεγε και ξέσπασα σε κλάματα μέσα στην λευκή αποστειρωμένη αγκαλιά της. Μου έβαλε ένα βρεγμένο πανί στο μέτωπο για να με ηρεμήσει και έκανε “σσσσ, σώπα κορίτσι μου, σώπα, θα περάσει παιδί μου, θα περάσει”.

“Θέλω ένα αμυγδαλωτό”, μουρμούρισα με κλειστά μάτια και την ένιωσα να τραντάζεται το στήθος της από τα γέλια.

“Πώς σου ήρθε τώρα αυτό;” έκανε όσο μου τακτοποιούσε τον καθετήρα κάτω από τα σεντόνια.

Χάθηκε με φούρια όπως είχε έρθει και ξαναβυθίστηκε το δωμάτιο στην σιωπή.

Έπρεπε κάτι να πω αλλά δεν είχα λόγια.

Ήμουν εγώ εκείνη που μπορούσα να κάνω θρύψαλα την σιγή αλλά πού κουράγιο και διάθεση;

Αδιαθέτησα για πρώτη φορά όταν ήμουν δώδεκα χρονών. Ένα Σάββατο βράδυ αργά, στο σπίτι της γιαγιάς. Δεν είχε σερβιέτες, τι να τις έκανε; Μου έβαλε βαμβάκι τυλιγμένο με χαρτί και έφτιαξε έναν χαλβά για να έχω πάντα γλυκιά περίοδο και να μην πονάω. Εκ του αποτελέσματος βγάζω το συμπέρασμα ότι δεν πρέπει να της είχε πετύχει εκείνος ο χαλβάς.

“Τώρα έγινες γυναίκα”, άκουγα κάποιους από όσους στέκονταν τώρα γύρω μου σιωπηλοί να μου λένε εκείνο το βράδυ.

“Τώρα έγινες γυναίκα”.

“Τώρα πια δεν είμαι γυναίκα;”, ψέλλισα με κλειστά ακόμη τα μάτια μου και ένιωσα την μάνα μου να με αγκαλιάζει σαν να ήθελε να με προστατεύσει, σαν να ήθελε να το περνάει εκείνη όλο αυτό αντί για εμένα.

 Όταν είπα στους φίλους ότι θα χρειαστεί να κάνω υστερεκτομή, αρχικά με συμπόνεσαν για την ταλαιπωρία και την ατυχία και μετά με παρηγόρησαν λέγοντάς μου “τουλάχιστον πρόλαβες να κάνεις τα παιδιά σου”. Έτσι ξεμάκραιναν ανακουφισμένοι ότι μου είχαν πει την σωστή παρηγοριά που εμπεριείχε τον υπέρτατο σκοπό της ασθενικής μήτρας μου, την τεκνοποίηση. Δεν την χρειαζόμουν πλέον. Λήξις συζητήσεως.

Ήθελα να κάνω κι άλλο παιδί”, μουρμούρισα ξανά με κλειστά μάτια αλλά έκανε πως δεν με άκουσε κανείς.

Ναι, ήθελα.

Ναι, ήθελα!

Ένα αγόρι. Να το ονόμαζα Μάρκελλο, ή Σεβαστιανό ή Κορνήλιο. Να γινόταν σχεδιαστής μόδας ή ποιητής ή εκκεντρικός αρτίστας.

Ένα κορίτσι. Να την ονόμαζα Γετρούδη, Παυλίνα ή Σαπφώ, να γύριζε όλο τον κόσμο με ένα back pack να καρδιοχτυπώ που ταξιδεύει με μποφόρ, να με έπαιρνε τηλέφωνο από το Νεπάλ και να την συμβουλεύω να τρώει προσεχτικά μην αρρωστήσει.

Δεν θα έκανα άλλο παιδί, το ξέρω. Με ξέρω. Ίσως ο οργανισμός μου με ξέρει καλύτερα από εμένα και φοβούμενος ότι μπορεί να άλλαζα γνώμη να πήρε την κατάσταση στα χέρια του.

Ποιος ξέρει τελικά;

Δυο γερές μαίες ήρθαν για να με σηκώσουν. Για αυτή την πρώτη βόλτα.

Άνοιξα τα μάτια μου, μετά από ώρες.

“Τραβήξτε λίγο την κουρτίνα σας παρακαλώ, να μπει φως”, ζήτησα εξουθενωμένα.

Ανακάθισα στο κρεβάτι. Κοίταξα γύρω.

 “Ούτε ένα μπαλόνι δεν μου έφεραν”, σάρκασα.

“Και γι αυτό στεναχωριέσαι καλέ; Θα σου φέρουμε εμείς. Είσαι έτοιμη; Φύγαμε.” είπαν και με στερέωσαν στα μουδιασμένα ακόμη πόδια μου.

Ένα μικρό βήμα στην αρχή, ακόμη ένα, άντε κι ακόμη ένα, μπράβο κορίτσι μου, είσαι γενναία, έτσι μπράβο, άντε ένα ακόμη, ναι, υπέροχα, η πόρτα ανοίγει, βγαίνουμε στον διάδρομο, οι δικοί μου χειροκροτούν, η μάνα μου κλαίει, η προϊσταμένη σχηματίζει το σήμα της νίκης με τα δάχτυλά της από μακριά, οι φουριόζοι νέοι μαμπάδες κοντοστέκουν και κοιτάζουν τον ανεξήγητο πανηγυρισμό, τα διάφανα τάπερ με τα ροδάκια περνάνε από δίπλα μου, περνάνε από μέσα μου, με διαπερνούν και βγαίνουν από την άλλη, δεν στέκονται, δεν έχουν από πού να πιαστούν και γλιστράνε χωρίς να βρίσκουν κάτι να κρατηθούν από πάνω μου, με προσπερνάνε και απομακρύνονται προς τους δημιουργούς τους, προς εκείνες που αιμορραγούν ζωή και από τα στήθη τους ρέει γάλα.

Στέκομαι για λίγο ακίνητη, νομίζω θα κλάψω, θα με λυπηθώ. Δεν ρέει πια σταγόνα αίμα ανάμεσα στα πόδια μου.

“Να τα και τα μπαλόνια”, μια από τις δύο μαίες αρπάζει ένα “ορφανό” μπουκέτο μπλε μπαλόνια σαν αερόστατο και μου το περνάει στο χέρι.

 “Ξαλάφρωσες εσύ”, μου λέει συνωμοτικά και μου κλείνει το μάτι.

Το μυαλό μου για μια στιγμή μένει κι αυτό ακίνητο και απότομα στρίβει από την άλλη πλευρά.

“Ξαλάφρωσα”, επαναλαμβάνω και περνούν από τα μάτια μου εικόνες με παγωμένα ντους στο λάστιχο της αυλής, μπουγέλα στην αυλή του σχολείου που τα ρούχα στέγνωναν επάνω μου για ώρες, βουτιές από τα βράχια της Ύδρας Οκτώβρη μήνα, βραδινά μπάνια στα κρυστάλλινα νερά του Πηλίου.

“Θα πάθουν τα μητρικά σου”, η φωνή της γιαγιάς από το βάθος να χάνεται, να σβήνει. Άραγε σε ποια από όλες αυτές τις αταξίες να έπαθαν τελικά τα μητρικά μου;

Και έπειτα όλες τις φορές που ξεροστάλιαζα στην αμμουδιά να λιώνω από την ζέστη όσο χάζευα με λαχτάρα απο μακριά τους άλλους να κολυμπούν και εγώ να υπομένω το μαρτύριο της κολλημένης άμμου στα μπούτια μου ενώ η στυγερή περίοδος έσταζε στην σερβιέτα μέσα από το στεγνό μαγιό μου.

“Πόσο έχει σήμερα ο μήνας;”, ρώτησα

Οι μαίες κοιτάχτηκαν, έκαναν έναν πρόχειρο υπολογισμό, δεκαπέντε. Δεκαπέντε Μαΐου.

“Πότε μπορώ να πάω για μπάνιο στην θάλασσα;”,ρώτησα ανυπόμονα.

“Εεεε..”,έκαναν και ήξερα πως πλέον η απάντηση λίγη σημασία είχε.

 “Θα γίνω χειμερινή κολυμβήτρια”, είπα.

“Μπορώ;”, τις ρώτησα και εκείνες γέλασαν ενθαρρυντικά

“Φυσικά και μπορείς! Άκου λέει!”, προτρέποντάς με να συνεχίσω τα ζαλισμένα μου βήματα.

 Όταν επιστρέψαμε στο δωμάτιο τα δάκρυά μου είχαν στεγνώσει.

Τα μπλε μπαλόνια δεμένα στον καρπό μου δήλωναν ξεγνοιασιά και νίκη.

“Θα γίνω χειμερινή κολυβήτρια”, δήλωσα σε όλους και έπεσα σε αγκαλιές που λίγη σημασία έδωσαν στην παρόρμησή μου. Αυτή ήταν η στιγμή που μπορούσα να φωνάξω ότι πρόκειται να γίνω και αστροναύτης και όλοι να συμφωνήσουν μαζί μου.

“Αλήθεια το λέω, θα γίνω”, είπα όσο η φωνή της γιαγιάς μου ακουγόταν πια τόσο αχνά μέσα στο κεφάλι μου “μα, θα πάθουν τα μητρικά σου”.

 “Δεν έχω πια μητρικά!” πικρή διαπίστωση όσο η άλλη μαία, η πρώτη, εκείνη που με άφησε να κλάψω στην λευκή αγκαλιά της ερχόταν προς το μέρος μου με ένα κουτί αμυγδαλωτά.

“Είσαι τυχερή! Μας τα κέρασε ένα ζευγάρι που έκαναν δίδυμα και φεύγουν σήμερα! Έλα, όλα δικά σου”, άπλωσε τα αφράτα χέρια της και μου τα προσέφερε με αγάπη και στοργή.

Τελικά, ακόμη δεν έχω καταφέρει να γίνω χειμερινή κολυμβήτρια.

Μάλιστα, το πρώτο καλοκαίρι μετά την επέμβαση με το ζόρι έκανα δέκα μπάνια. Χωρίς λόγο, απλά έτυχε.

Η ζωή συνέχισε να κυλάει όπως πριν.

Τον κενό χώρο που άφησε η μήτρα και τα εξαρτήματά της τον κατέλαβε επιτυχώς εξ’ολοκλήρου το έντερο, όπως διαπίστωσε ο γιατρός μου στο υπερηχογράφημα μετά την επέμβαση, και τον κενό χώρο που άφησε η περίοδος, η αντισύλληψη, το προεμμηνορυσιακό σύνδρομο και οι ωορρηξίες τον κατέλαβαν η γραφή, το μαγείρεμα, το παιχνίδι με τα πιτσιρίκια μου, το σεξ όλες τις μέρες του μήνα χωρίς το άγχος των υπολογισμών (ανεξάρτητα αν, φυσικά, δεν γίνεται λόγω κούρασης) και η άσβεστη επιθυμία να γίνω χειμερινή κολυμβήτρια!

Έχω αγοράσει τον εξοπλισμό, διαθέτω τα φόντα, μου μένει να βρω το κουράγιο να κάνω το πρώτο βήμα προς την παγωμένη θάλασσα.

Κάτι μου λέει ότι αυτό, το πρώτο βήμα προς την παγωμένη θάλασσα, θα είναι το ίδιο δειλό και φοβισμένο όπως το πρώτο βήμα μετά από την γέννα και ίσως καταλήξει τόσο απελευθερωτικό και πεισματάρικο όσο το πρώτο βήμα μετά από την υστερεκτομή.

One Response

  1. Υiouli Pa 10 Μαΐου, 2020

Leave a Reply