Οι Δευτέρες είχαν μαζευτεί όλες στο δωματιάκι τους και συζητούσαν χαμηλόφωνα, όπως πάντα σοβαρές.
Μόνο η Καθαρή, αγκαλιά με το ακορντεόν της, γελούσε μάλλον μεθυσμένη. Οι υπόλοιπες την κοιτούσαν απαξιωτικά, ένας Θεός ξέρει πως είχε βγει αυτή τόσο αλλιώτικη.
Η Μεγάλη Δευτέρα ετοιμαζόταν να εισέλθει στην κεντρική σάλα.
Φόρεσε τον μαύρο μακρύ μανδύα της με το χαρακτηριστικό πένθιμο μοβ ζωνάρι στη μέση και το μαύρο μαντήλι στο κεφάλι.
Έριξε μια ματιά στον καθρέφτη, ήταν τόσο χλομή όσο έπρεπε για πρώτη ημέρα της νηστείας των Παθών και αρκετά καχεκτική μια και είχαν προηγηθεί τόσες άλλες από την ζουμπουρλού την Καθαρή που βδομάδα με τη βδομάδα έλιωναν από την εγκράτεια.
Στάθηκε πίσω από την πόρτα, ίσιωσε το κορμί της και πήρε στα χέρια της το μεγάλο μαχαίρι.
“Μεγάλη Δευτέρα, ο Χριστός με την μαχαίρα, λένε κυρά μου”, της είπε η Κυριακή των Βαΐων που στάθηκε στο κατώφλι τους να πάρει μιαν ανάσα και της έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο.
Από το βάθος του δωματίου έβηξε ασθενικά μια άλλη Δευτέρα.
Με το λευκό καλοκαιρινό της φόρεμα καμένο. Με τα μαλλιά της ένα κουβάρι, το πρόσωπο της μουντζουρωμένο και τα μέλη της λιωμένα σε σημεία.
Άλλες Δευτέρες ήταν πεσμένες γύρω της και την φρόντιζαν εννέα μήνες τώρα – αλλά εις μάτην.
Ωχρή και αδύναμη παρέμενε ένα φάντασμα του πρότερου εαυτού της.
Η Μεγάλη Δευτέρα γύρισε και της έριξε ένα βλέμμα βουτηγμένο στην ντροπή.
Έπειτα χαμήλωσε το κεφάλι της.
Άφησε κάτω το μαχαίρι που κρατούσε και με μια κίνηση έβγαλε το μοβ ζωνάρι που είχε δεμένο στη μέση του μανδύα της.
Τις παραμέρισε όλες μαλακά και πλησίασε κοντά στην Άλλη που συνέχιζε να βήχει επίμονα και δίχως να πει λέξη έπιασε τα χέρια της που έκαιγαν ακόμη και έκρυψε το ζωνάρι μες στις χούφτες της.
Μονό όταν δεν μπορούσε να κρατήσει άλλο τα δόντια της σφιγμένα από θλίψη και οργή, ψιθύρισε:
“Πάρ’ το εσύ, Δευτέρα 23 Ιουλίου. Είναι δικό σου τώρα πια.”
Η Άλλη την κοίταξε με έκπληξη, έσφιξε τα απαλά δροσερά της χέρια που την ανακούφιζαν από τον πόνο και κούνησε το κεφάλι της καταφατικά.
Έπειτα φόρεσε στην μέση της το μοβ ζωνάρι του πένθους και κάθισε ξανά ήρεμα στην θέση της.
Η Μεγάλη Δευτέρα βγήκε στην κεντρική σάλα κλείνοντας την πόρτα πίσω της και στο δωματιάκι των Δεύτερων δεν ακουγόταν πια πάρα μονάχα το ρούφηγμα από τις μύτες όσων έτρεχαν από το κλάμα και το φάλτσο ακορντεόν της μεθυσμένης Καθαρής.
Η Μαρία Παπαϊωάννου, πεζογράφος, έζησε μαζί με την οικογένειά της από κοντά την φονική πυρκαγιά στο Μάτι Αττικής. Θέλοντας να κάνει κάτι για να τιμήσει τη μνήμη των θυμάτων που έχασαν τραγικά την ζωή τους, τους πυρόπληκτους και τους εγκαυματίες που παλεύουν ακόμη να σταθούν στα πόδια τους με αξιοπρέπεια και ήθος καθώς και τον τόπο, το ίδιο το Μάτι, στο οποίο έχει ζήσει πανέμορφες στιγμές της ζωής της και το αγαπά, αυτόν το χρόνο που πέρασε έγραψε 13 διηγήματα και ευχαριστεί θερμά το Taλκ που θα δημοσιεύει ένα κάθε ημέρα, μετρώντας αντίστροφα μέχρι την πρώτη μαύρη επέτειο της 23ης Ιουλίου. Για να μην ξεχάσουμε ποτέ. Για να μην ξεχάσει κάνεις. Για το Μάτι.