ΣΧΟΛΙΚΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΟΡΙΑ: Η ΓΟΝΕΪΚΗ ΣΤΑΣΗ ΚΑΙ Η ΖΩΝΗ ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑΣ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ

όριαΤο «όριο» είναι μια λέξη που θα ακούσετε σχεδόν αμέσως αφού γίνετε γονείς. Αρχικά από άλλους γονείς, πιο έμπειρους, που θα προσπαθήσουν να σας «διδάξουν» γονεϊκότητα, είτε τους το ζητήσετε είτε όχι, και έπειτα από τους/τις παιδαγωγούς που θα αναλάβουν το παιδί σας μόλις εισέλθει στη σχολική ζωή και βέβαια στη συνέχεια αυτής. Αν, μάλιστα, επισκέπτεστε κάποιον ειδικό ψυχικής υγείας, μόλις γίνετε μπαμπάς ή μαμά, τα «όρια» θα αλλάξουν έννοια στις συνεδρίες σας. Πλέον δεν θα πρέπει να τα βάζετε μόνο σε άλλους ενήλικους ή στον εαυτό σας, αλλά και στα παιδιά σας.

Πράγματι, τα όρια στο οικογενειακό πλαίσιο είναι όχι απλώς χρήσιμα, αλλά απολύτως απαραίτητα. Πράγματι, όσες φορές δεν μπαίνουν όρια, και μάλιστα σαφή, στα παιδιά, τα προβλήματα συμπεριφοράς ή/και σχολικών επιδόσεων εμφανίζονται εν ριπή οφθαλμού, λαμβάνοντας ποικίλες μορφές.

Πώς, όμως καταφέρνουμε να εντοπίσουμε και να επιβάλουμε στα παιδιά μας τα σωστά όρια, ώστε να τα πλαισιώσουμε, χωρίς να τα καταστρέψουμε; Και στο σχολείο; Τι γίνεται εκεί; Πώς παρεμβαίνουμε στο διάβασμα και στη συμπεριφορά τους, χωρίς να χαρακτηριστούμε –και να γίνουμε– υπέρ το δέον και βλαπτικά παρεμβατικοί; Πώς βοηθάμε το παιδί μας ουσιαστικά χωρίς να το καταπιέσουμε τόσο, ώστε η καλή μας πρόθεση να μας γυρίσει μπούμερανγκ και να τραυματίσει όχι μόνο εμάς, αλλά και εκείνο;

Πώς εφαρμόζονται τα όρια στη μελέτη στο σπίτι;

Όπως γράφει ο ψυχίατρος-παιδοψυχίατρος Αθανάσιος Αλεξανδρίδης στο βιβλίο του Πάμε σχολείο;, υπάρχουν μέσα μας και μεταξύ μας πολλαπλά όρια και η καλή χρήση τους βοηθάει στην ατομική και συλλογική οργάνωσή μας. Όμως, τα όρια δεν είναι μόνο χρονικά, δεν είναι μόνο τα γνωστά τοις πάσι deadlines, που ναι μεν ισχύουν, αλλά για λίγες μόνο καταστάσεις. Και εμπεριέχουν και αυτό το τρομακτικό dead…

Και συνεχίζει ο Αλεξανδρίδης: «Πρέπει να ξέρουμε πού πραγματικά βρίσκεται η γραμμή την οποία δεν πρέπει να περάσουμε και πού οι γραμμές τις οποίες μπορούμε να περάσουμε». Αν θέσουμε τα όρια μόνο σε βάση χρονική, όπως άθελά μας συνηθίσουμε, τότε το παιδί θα κινηθεί πάνω σε αυτή και ή θα την τηρήσει ή θα την καταπατήσει (π.χ. Τέλειωσε τα μαθήματά σου και μετά θα παίξεις –χωρίς να προσδιορίσουμε την ουσία αυτού του «τελείωσε»). Αν, όμως, το όριο τεθεί πάνω στην απόδοσή του, στην ποιότητα της δουλειάς του, τότε και το ίδιο το παιδί θα οδηγηθεί ευκολότερα στην αυτο-οργάνωση και οι φροντιστές θα καταλάβουμε, βάσει αποτελεσμάτων, πότε και πώς μπορούμε να παρέμβουμε και συνδράμουμε στην οργάνωση της μελέτης του παιδιού μας.

Το ιδανικό θα ήταν, ήδη από την πρώτη δημοτικού, το παιδί να προετοιμάζεται μόνο του για το σχολείο. Εκεί το όριο εντοπίζεται στο αν είναι έτοιμο να εκθέσει τη δουλειά του στον εκπαιδευτικό και στους συμμαθητές του. Όμως, ιδιαίτερα στην αρχή της σχολικής ζωής τους, η κατάκτηση της γνώσης από τους μαθητές δεν γίνεται με γραμμική πορεία, επομένως η κάθε μέρα ή το κάθε μάθημα θα είναι διαφορετικό. Για τον λόγο αυτό, δεν είναι εφικτό για τον γονιό να εκτιμά πού ακριβώς στέκεται το παιδί του, μια και αυτό παρουσιάζει πολλά πισογυρίσματα μέχρι να βρει τον δρόμο του και τη θέση του στην τάξη. Ίσως, λοιπόν, χρειάζεται μια επίβλεψη στην αρχή. Χωρίς βιαστικά συμπεράσματα.

Στο σημείο αυτό χρειάζεται μια επισήμανση: Θεωρητικά θέτουμε τα όρια και έχουμε απαιτήσεις από το παιδί μας για το καλό του, για το συμφέρον του. Ναι. Αλλά όχι μόνο για αυτό. Σκεφτείτε το: Στη μεταξύ μας επικοινωνία, το όριο είναι ο δικός μας εγωισμός και η δημιουργία μιας συνθήκης που θα είναι ευνοϊκή κυρίως για εμάς. Ποιος γονιός δεν θέλει ένα παιδί «καλό μαθητή», μελετηρό, αποδοτικό, εύστροφο, ταχύ; Ποιος γονιός δεν επιδιώκει, και μάλιστα σε πρώτο πληθυντικό, να παινευτεί και να προβάλει τα εκπαιδευτικά επιτεύγματα του παιδιού του, ακόμα κι όταν αυτό θα είναι σχεδόν ενήλικος. Ξέρετε, τότε που «βγάλαμε δεκαεννιά και οχτώ», που «πήραμε το Proficiency», που «διαβάζουμε ώρες για το φροντιστήριο», αλλά ευτυχώς γιατί τελικά «μπήκαμε στη Νομική/στο Πολυτεχνείο/στην Ιατρική»…

Το θέμα είναι τι κόστος έχει αυτή η γονεϊκή στάση για το ίδιο το παιδί. Μπορεί να μην έχει κανένα ή πολύ μικρό. Όμως, ανάλογα με τον χαρακτήρα, με την ιδιοσυγκρασία του, μπορεί να έχει και κόστος μεγάλο. Σκεφτόμαστε, άραγε, πού βρίσκεται το παιδί μας σε σχέση με το δικό μας «θέλω» για εκείνο; Μπαίνουμε στα παπούτσια του; Χρησιμοποιούμε την ενσυναίσθηση; Αναγνωρίζουμε την αυτοτέλειά του;  Ή μήπως καμιά φορά καταπατάμε ακόμα και το όριο που δεν θα έπρεπε ποτέ να ξεπεραστεί, αυτό της δικής του ανθρώπινης αξιοπρέπειας; Αν το κάνουμε αυτό, γρήγορα ή πιο αργά –στην εφηβεία–, με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο, θα το πληρώσουμε –είτε με ενεργητική επιθετικότητα εναντίον μας είτε με σωματοποίηση ψυχολογικών προβλημάτων από πλευράς του παιδιού, κοινώς με ασθένειες, που μεταφράζονται ως παθητική επιθετικότητα.

Η ζώνη αξιοπρέπειας του παιδιού

«Τι είναι και πώς είναι το παιδί μας;» Δυστυχώς, λέει ο Αλεξανδρίδης, και με βρίσκει απόλυτα σύμφωνη εκ πικρής πείρας, λίγοι γονείς κάθονται να σκεφτούν την παραπάνω ερώτηση. Τουλάχιστον έγκαιρα. Σκέφτονται το δίχως άλλο τις μαθητικές επιδόσεις του και τη συμμόρφωσή του στους διάφορους κανόνες, αλλά όχι, για παράδειγμα, το αν είναι δυναμικό ή επιθετικό. Η ζώνη αξιοπρέπειας του παιδιού, την οποία πιθανότατα πρώτη φορά απαντάτε ως έννοια στο κείμενο αυτό, πρέπει να χαρτογραφείται από τους ίδιους τους γονείς, με μεταξύ τους ειλικρινείς συζητήσεις και με ειλικρινείς συζητήσεις με το παιδί τους. Και αφού χαρτογραφηθεί, δεν πρέπει να καταπατηθεί με τίποτα και από κανέναν. Φυσικά, πρέπει πριν από όλα να χαρτογραφηθεί η ζώνη αξιοπρέπειας της οικογένειας. Μέσα σε ένα ξεκάθαρα οριοθετημένο πλαίσιο, ένα επιθετικό, για παράδειγμα, παιδί, δηλαδή ένα παιδί που αντιδρά γρήγορα σε απαγορεύσεις και ματαιώσεις, θα οδηγηθεί σύντομα να ανακαλύψει άλλους, ηπιότερους και πιο αποδεκτούς, τρόπους συναλλαγών και συνδιαλλαγών.

Όσο για το παιδικό κλάμα; Καταρχάς, το κλάμα δείχνει κάτι. Απελπισία, βάσανο, θλίψη, λέει ο Αλεξανδρίδης. Είναι το πιο παλιό και το πιο ισχυρό μέσο που έχουμε στη διάθεσή μας για να καλέσουμε και για να επηρεάσουμε τον άλλον. Το κλάμα είναι ικανότητα έκφρασης συναισθημάτων, συχνά παρεξηγημένη και μη αποδεκτή στον ενήλικο κόσμο. Και βέβαια το κλάμα είναι ένα όριο. Το οποίο πρέπει να το ακούμε και να το σεβόμαστε και να προσπαθούμε να μην το μετατρέπουμε σε κάτι ιδιωτικό. Επομένως, πάντοτε το αξιολογούμε και το λαμβάνουμε υπόψη μας στα συμβόλαια ορίων που «υπογράφουμε» με τα παιδιά μας.

Τι γίνεται με τις εξωσχολικές δραστηριότητες;

Παρόλο που οι εξωσχολικές δραστηριότητες είναι κάτι εντελώς διακριτό και διαφορετικό από τις αντίστοιχες σχολικές, είναι και για αυτές απαραίτητη η σύναψη ενός «συμβολαίου» μεταξύ γονέα και παιδιού. Οι εξωσχολικές δραστηριότητες, σε αντίθεση με τις σχολικές, επιτρέπουν περισσότερες τροποποιήσεις του εν λόγω συμβολαίου, ανάλογα π.χ. με το πόσο ικανοποιητικά θα μελετάει το παιδί τα αγγλικά του, με το πόσο χαρούμενο ή κουρασμένο θα βγαίνει μετά τις τρεις φορές την εβδομάδα προπόνησης, με τον ζήλο θα δείχνει για τα μαθήματα πιάνου… Αν, όμως, λέει ο Αλεξανδρίδης, «δεν υπάρχει η επιθυμητή και συμφωνημένη απόδοση, τα μαθήματα θα ανασταλούν για ένα ορισμένο διάστημα ή θα διακοπούν οριστικά». Και συμπληρώνει ότι «οι γονείς θα πρέπει να έχετε το θάρρος και τη δύναμη να σταματήσετε μια τέτοια δραστηριότητα, ακόμη κι αν τη θεωρείτε πολύ σημαντική».

Η απάντηση στο «γιατί;» που πιθανόν γεννάει αυτή η άποψη είναι απλή. Διότι αν τα παιδιά μας αισθανθούν ότι επιθυμούμε για εκείνα κάτι πάρα πολύ, τότε θα βρουν ένα πεδίο αντίδρασης προς εμάς, για παράδειγμα με θυμούς και δυσανεξίες, που το πιθανότερο είναι ότι πηγάζουν από άλλα θέματα που τα απασχολούν.

Κι αν λένε σε όλα τα εξωσχολικά «όχι»; Τότε τι κάνουμε; Καταρχάς, εξετάζουμε μήπως έχουν δίκιο και τα έχουμε παραφορτώσει, μια τάση που υπάρχει κατά κόρον τη σήμερον ημέρα, με τους γονείς να αγχώνονται να «γεμίσουν» το βιογραφικό των παιδιών τους και με τις εξωσχολικές προτάσεις, ακόμα και τις πιο απροσδόκητες, να ξεφυτρώνουν  γύρω μας σαν μανιτάρια. Κι αν και πολλές εξ αυτών είναι και επιμορφωτικές και διασκεδαστικές, δεν παύουν να αποτελούν «υποχρεώσεις» και έτσι υπάρχει η πιθανότητα το παιδί να τις δει ως στέρηση παιχνιδιού και ελεύθερου χρόνου. Κάτι, που κατά μία έννοια είναι.

Έτσι, λοιπόν, είναι απαραίτητο να υπάρχει μια διαβάθμιση σημαντικότητας και στις εξωσχολικές δραστηριότητες, χωρίς όμως το όριο του ενδιαφέροντος του παιδιού να ορίζεται από το όριο ενδιαφέροντος του γονέα. Αν το παιδί μας γουστάρει τρελά ζωγραφική ή παρκούρ ή –ακόμα καλύτερα– μια μη δομημένη δραστηριότητα, αλλά εμείς θεωρούμε ότι είναι πιο σημαντική/ουσιαστική μια επιπλέον ξένη γλώσσα, οφείλουμε να αφουγραστούμε το δικό του «θέλω» και όχι το δικό μας.

Και το πιο βασικό, δεν πρέπει να βγάζουμε πάνω στο παιδί τα δικά μας παιδικά απωθημένα: Όχι επειδή εμείς δεν μπορέσαμε, αν και θέλαμε ή νομίζουμε τώρα ότι θέλαμε, να μάθουμε κιθάρα, να υποχρεώσουμε το παιδί μας να μάθει κιθάρα και να της προσδώσουμε μια κοινωνικομαθησιακή σημασία, η οποία δεν ταιριάζει στο παιδί μας. Μπορούμε, φυσικά, να δοκιμάσουμε την κιθάρα, χωρίς καμία προσδοκία, και το παιδί μας μπορεί κάλλιστα να την αγαπήσει. Μπορεί όμως και όχι. Αν επαναδιαπραγματευτούμε το συμβόλαιό μας και τελικά συμπεράνουμε ότι το παιδί μας δεν «τραβάει» στη μουσική ή ότι θέλει κάποιο άλλο όργανο, τότε σταματάμε τα μαθήματα, χωρίς να το γεμίσουμε με τύψεις.

Πολλοί γονείς θα ρωτήσουν εδώ τι κάνουμε με τις ξένες γλώσσες, κυρίως για τα απολύτως απαραίτητα αγγλικά. Όπως όλοι γνωρίζουμε και από τη δική μας εμπειρία ως μαθητών κάποια χρόνια πριν, στην Ελλάδα υπάρχει μια «διαστροφική», όπως τη χαρακτηρίζει ο Αλεξανδρίδης, αγορά παραγωγής πτυχίων. Πρέπει, λοιπόν, όσο δύσκολο και να μας φαίνεται να ξεφύγουμε από το περίφημο «Πότε θα πάρει επιτέλους το Lower;» και, παράλληλα με τα μαθήματα που σίγουρα θα πάρουν στο σχολείο, στο φροντιστήριο, στα ιδιαίτερα, να δώσουμε στα παιδιά μας πολιτιστικά κίνητρα να γνωρίσουν και να αγαπήσουν τον αγγλικό, τον αμερικανικό, τον γαλλικό, τον γερμανικό, τον ισπανικό πολιτισμό. Άλλωστε, χάρη στις νέες τεχνολογίες, οι δυνατότητες πρόσληψης μιας διαφορετικής από τη δική μας κουλτούρα είναι αμέτρητες και συνήθως πολύ πιο ενδιαφέρουσες από ένα στείρο μάθημα λεξιλογίου, γραμματικής και συντακτικού. Τότε και πιο εύκολα θα έρθει το επιθυμητό από εμάς πτυχίο (γιατί δύσκολα θα ξεπεράσει ένας γονιός την κοινωνική κατακραυγή τού να μη μάθει το παιδί του αγγλικά, και τέλος πάντων, ας θεωρήσουμε τουλάχιστον τα αγγλικά σχολική και όχι εξωσχολική δραστηριότητα) και το παιδί μας θα διδαχτεί περισσότερα με λιγότερο διδακτισμό.Αναγνωρίζω ότι όλα όσα γράφω στο παρόν άρθρο, εμπνευσμένα εν πολλοίς από το κεφάλαιο «Όρια: Οι μορφές και οι ποιότητές τους» του βιβλίου του Αθανάσιου Αλεξανδρίδη Πάμε σχολείο (Εκδόσεις Ίκαρος 2021) και από την εμπειρία μου ως παιδιού και γονέα είναι δύσκολο να εφαρμοστούν στην πράξη, ιδιαίτερα στην προβληματική και άκρως ανταγωνιστική κοινωνία μέσα στην οποία μεγαλώσαμε, συνεχίζουμε να ζούμε και καλούμαστε να μεγαλώσουμε τα παιδιά μας. Όμως, θεωρώ πως είναι βοηθητικά. Γιατί μας κάνουν να εξετάσουμε τους εαυτούς μας ως γονείς με κάποια κριτική σκέψη, να επισκεφτούμε ξανά τα παιδικά μας χρόνια και να δούμε λίγο πώς μεγαλώσαμε και κυρίως να μάθουμε να ακούμε από νωρίς τα παιδιά μας. Έτσι, τα όρια που θα θέτουμε στη σχολική τους ζωή, τα απολύτως απαραίτητα για τη σωστή μαθησιακή και ψυχοκοινωνική ανάπτυξη τους όρια, θα είναι, έστω και λίγο, πιο μελετημένα και πιο συνειδητοποιημένα. Και τα παιδιά μας θα τα πάνε καλά!

Leave a Reply