ΠΑΣΧΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ Ή ΑΛΛΙΩΣ ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟΝ ΧΡΟΝΟ

ΠάσχαΠέρασε ένας χρόνος από την ημέρα εκείνη που εγώ και η μικρή μου στρογγυλοκάτσαμε στο μεγάλο τραπέζι της κουζίνας, πήραμε τα πινέλα μας, τις νερομπογιές μας, τα φρεσκοβρασμένα μας αβγά και ξεκινήσαμε να σχεδιάζουμε πάνω τους φάτσες που φορούν χειρουργικές μάσκες (επηρεασμένες από το τότε trend της πανδημίας). Μα πότε πέρασε ένας χρόνος από το προηγούμενο Πάσχα, πώς κύλησε έτσι ο χρόνος, πώς ξεγλίστρησαν οι ζωές μας από την απέραντη δεξαμενή του;

Ο άχρονος χρόνος

Συναντώντας καθημερινά ανθρώπους, είτε διαδικτυακά είτε στο γραφείο μου, με απόσταση 4 μέτρων, αντισηπτικά και μάσκες, συναντώ και τη δυσκολία τους να διαχειριστούν τον χρόνο. Για κάποιους η δυσκολία αυτή ήταν μεγάλη και πριν από την πανδημία, αλλά τους τελευταίους μήνες έχει εκτοξευθεί. Από μόνη της, η έννοια του χρόνου είναι ιδιαίτερα δύσκολο γίνει αντιληπτή και κατανοητή. Φυσικά, δεν αναφέρομαι μόνο στον χρόνο ως ώρα που ορίζουν τα ρολόγια, αλλά κυρίως στον χρόνο όπως τον βιώνουν οι άνθρωποι, στον χρόνο που είναι τόσο σχετικός και εύπλαστος για τον καθένα μας, ανάλογα με την ηλικία, αλλά και την κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε, σε επίπεδο κυρίως σχέσεων, υγείας και εργασίας.
Κοντοστέκομαι καθώς πληκτρολογώ, ακούω τα πουλιά να κελαηδούν, βλέπω τα μπουμπούκια των λουλουδιών να κάνουν το ντεμπούτο τους προβάλλοντας στα κλαδιά της ροδιάς, χαζεύω τα αγριολούλουδα της Άνοιξης, που κάθε μέρα ξεπετάγονται άναρχα, μα μαγικά στις ζαρντινιέρες των μπαλκονιών της πόλης. Κλείνω τα μάτια και ξαφνικά βρίσκομαι στο πατρικό μου χωριό, ο χρόνος γίνεται άχρονος κι εγώ γίνομαι παιδί.
Βλέπω τον παππού μου, ψηλό, ψαρομάλλη, χαμογελαστό, με χέρια ροζιασμένα από τα καμώματα της γης. Οι αισθήσεις μου ξυπνούν στο τότε και τον ακούω να μου λέει «Αννούλα, σε περιμένουν τα παιδιά να στολίσετε τον επιτάφιο». Αισθάνομαι στα χέρια μου τα τρυφερά αγριολούλουδα, σχεδόν κάνω την κίνηση, με τη βελόνα να διαπερνά το τρυφερό τους κέντρο και να σχηματίζονται έτσι πολύχρωμες, μοσχομυριστές γιρλάντες.
Ο παππούς μου ήταν κάθε χρόνο εκείνος που κουβαλούσε στον ώμο του τον επιτάφιο και έμενε ως αργά στην εκκλησία. Εγώ κάθε χρόνο έμενα όσο πιο αργά το επέτρεπε η ηλικία μου και οι αντοχές μου. Το επόμενο πρωί, πάντα ξυπνούσα με λουλούδια κάτω από το μαξιλάρι μου· τα έβαζε εκεί ευλαβικά για 16 χρόνια, για να είμαι ευλογημένη και προστατευμένη, και μόνο έναν χρόνο πριν πεθάνει κατάφερα να τον πιάσω «επ’ αυτοφώρω», την ώρα που με ευλογούσε. Για 16 χρόνια το πρωινό του Μεγάλου Σαββάτου μου μοσχοβολούσε γαρδένια και πασχαλιά. Όταν πέθανε ο παππούς μου, το Πάσχα δίχως εκείνον έμοιαζε άοσμο, άχρωμο, δίχως νόημα. Θαρρείς κι ο χρόνος είχε σταματήσει…
Πέρασαν αρκετά χρόνια για να αισθανθώ ξανά αυτή την ευωδιά, αυτή τη συγκινητική αίσθηση. Ήταν το πρώτο Πάσχα με την κόρη μου, σε ένα άλλο πια χωριό, το δικό της πατρικό χωριό, το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής, που σαν μαγεμένη από μια αόρατη δύναμη έβαλα το μωρό μου στον μάρσιπο και ακολούθησα τη διαδρομή του επιταφίου. Στο τέλος, προσκυνώντας το μοσχοβολιστό χειροποίητο ξύλινο κουβούκλιο «έκλεψα» μια χουφτίτσα λουλουδιών… Από εκείνη τη στιγμή, ξεκίνησε η δική μας πασχαλινή ιεροτελεστία και ως σήμερα έχουν προστεθεί πολλές ακόμα, όπως αυτή των πασχαλινών αβγών.

Τα παιδιά και ο χρόνος

Ο χρονολογικός χρόνος, αν και πάντα ίδιος, μοιάζει να διαρκεί όλο και λιγότερο καθώς μεγαλώνουμε, θαρρείς πως λιγοστεύει μαζί με την αίσθηση πως λιγοστεύουν οι δυνάμεις μας. Συχνά αναρωτιέμαι αν είναι το βιολογικό μας ρολόι που πάλλεται ή μήπως είναι η αίσθηση του περιορισμένου χρόνου που κληρονομούμε από τις προηγούμενες γενιές και απλά υπακούμε υπνωτισμένοι και όλο και πιο σκυθρωποί. Δυστυχώς, αυτή η υπακοή μάς κοστίζει την απομάκρυνσή μας από την ευχαρίστηση της στιγμής, μια και ο ήχος του φόβου του τέλους όσο μεγαλώνουμε γίνεται πιο εκκωφαντικός. Αυτός δεν είναι άλλωστε και ο πυρήνας της δημιουργίας της αγχωτικής ιδέας του θανάτου, που μας συνοδεύει σε όλη μας τη ζωή; Και πώς τον εξορκίζουμε; Βουτώντας στη ζωή, θα πω απλοϊκά. Μα χρειάζονται πολλές συζητήσεις γύρω από αυτό το «βουτώντας».
Κοιτάζω παιδικές μου φωτογραφίες και αναρωτιέμαι πότε ήμουν παιδί. Έπειτα κοιτώ την κόρη μου και παραδίνομαι στα παιδικά της χεράκια, εμπιστεύομαι σε εκείνα την ύπαρξη μου και απολαμβάνω κάθε στιγμή μαζί της, αισθάνομαι να με πλάθει κάνοντας με ξανά μικρή. Τα παιδιά, καθώς ανακαλύπτουν κάθε μέρα και κάτι καινούργιο από τον κόσμο που τα περιβάλλει, δεν έχουν την αίσθηση του χρόνου όπως εμείς οι μεγάλοι· βουτούν στη στιγμή, η οποία έχει –θα τολμούσα να πω– άχρονη διάρκεια. Η κάθε στιγμή για εκείνα έχει βαρύτητα, υπόσταση, χρώματα, αρώματα, συναισθήματα. Δεν πρόκειται απλά για παρόν και μέλλον, πρόκειται για την ίδια τη ζωή στο εδώ και στο τώρα. Το τέλος της κάθε στιγμής, βέβαια, παραμονεύει ως απειλή, όσο όμως καταφέρνει το παιδί να αντέχει αυτό το πέρας τόσο θα καταφέρνει να μεγαλώνει με υγεία και δημιουργικότητα. Το κατά πόσο θα τα καταφέρει εξαρτάται από εμάς και τα δικά μας αντίστοιχα κατορθώματα.
Το παιδί έρχεται στον κόσμο προικισμένο με αισθητηριακούς δέκτες και συλλέγει λεπτό προς λεπτό τα δεδομένα του κόσμου που το περιβάλλει, ξεκινώντας από τον κόσμο (σώμα και ψυχή) της μητέρας του. Ξεκινά, λοιπόν, να αποκωδικοποιεί τα ευρήματα του, να τα συσχετίζει με όλα όσα καταγράφει κάθε στιγμή που περνά και να τα φιλτράρει πριν τα αρχειοθετήσει. Το φίλτρο στην αρχή είναι το αυστηρό δίπολο «ευχάριστο-δυσάρεστο». Καθώς το παιδί μεγαλώνει, αυξάνονται και τα φίλτρα του. Η διαδικασία περισυλλογής και δόμησης δεδομένων συνεχίζεται ως το τέλος της ζωής. Όσα στοιχεία καταχωρούμε στη βάση δεδομένων από μικρή ηλικία είναι ο θησαυρός μας, μια και μπορούμε να τα ανασύρουμε ανά πάσα στιγμή και αποτελούν το βασικό μέτρο αξιολόγησης του κάθε βιώματος. Τα στοιχεία αυτά λειτουργούν ως πυξίδα, ώστε να μπορούμε να σχεδιάσουμε τους χάρτες του μέλλοντος, κατανοώντας ταυτόχρονα αυτούς που σχεδιάσαμε στις διαδρομές του παρελθόντος.
Όσο πιο μικρός είναι ο άνθρωπος, τόσο πιο αργός είναι ο ρυθμός συλλογής εμπειριών, γιατί τα παιδιά βιώνουν με όλες τους τις αισθήσεις το παρόν, δίχως το βαρύ γρανάζι της λογικής και του φόβου να ταλαιπωρεί τη μηχανή πλοήγησής τους. Το μικρό παιδί συλλαμβάνει αρχικά τον χρόνο μέσα από τη διαδοχή των ωρών του φαγητού και του ύπνου. Όσο μεγαλώνει, διευρύνονται οι ρουτίνες του και προστίθενται νέες. Θα περάσει μεγάλο χρονικό διάστημα ως το σημείο εκείνο που θα μπορεί να αντιλαμβάνεται τη διαδοχή των ημερών. Όταν θα ξεκινήσει το σχολείο, τότε θα αρχίσει να συλλαμβάνει όλο και πιο καθαρά την εναλλαγή των ημερών και θα περάσουν σχεδόν 6 χρόνια από τη γέννησή του, όταν πια θα ξεκινήσει το δημοτικό, για να του γίνει ξεκάθαρο το νόημα του Σαββατοκύριακου, των ημερών αργίας, του διαστήματος των διακοπών.

Τα Πάσχα της πανδημίας

Η κόρη μου, πρωτάκι φέτος, ξεκίνησε να συνειδητοποιεί τη ροή του χρόνου κάτω από συνθήκες πανδημίας. Το σχολείο της, η εργασία μας, ο κόσμος όλος, κλεισμένα μέσα σε τέσσερεις τοίχους. Μέσα σε αυτούς τους τοίχους κάναμε μεγάλη προσπάθεια, όλη η οικογένεια, να ακολουθήσουμε μια ρουτίνα όσο γίνεται πιο κοντά στο φυσιολογικό. Η μικρή μας κοιμόταν νωρίς, ξυπνούσε νωρίς, τις καθημερινές διάβαζε και παρακολουθούσε μαθήματα και τα Σαββατοκύριακα διασκέδαζε, μέσα σε ασφαλείς περιβάλλοντες χώρους.
Και ενώ πέρυσι δεν είχε ακριβώς καταλάβει την έννοια των διακοπών, φέτος ανυπομονεί, γνωρίζει πως θα σταματήσει για δυο εβδομάδες το σχολείο και περιμένει πώς και πώς να περάσει χρόνο μαζί μας. Δεν έχει συνδέσει ακόμα το χωριό με το Πάσχα, ούτε τις ευωδιές της Άνοιξης με τον ερχομό της Ανάστασης, δεν έχει όλα αυτά τα υλικά όπως τα έχω εγώ στη δική μου αισθητηριακή φαρέτρα. Τώρα πλάθεται η συνειδητή αποτύπωση των εμπειριών της. Ως πιο κοντινή μνήμη πασχαλινών διακοπών έχει τα ανθισμένα λουλούδια στο μπαλκόνι του σπιτιού της πόλης, τα αβγά με τις μάσκες και τις λαμπάδες να ανάβουν μέσα στο σαλόνι με ύμνους από το ραδιόφωνο.
Σφίγγεται η ψυχή μου καθώς το σκέφτομαι, αλλά μετά επανέρχομαι, γιατί ξέρω πως για λίγο καιρό ακόμα όλος ο κόσμος της είμαι εγώ και επομένως αν εγώ βρω τρόπους να της χαρίσω πασχαλινές ευωδιές εκείνη θα κοντοσταθεί και θα τις απολαύσει. Και αν εγώ αφεθώ στο παιδικό θαύμα του «άδραξε την ημέρα», θα κοντοσταθώ και θα απολαύσω μαζί της τις στιγμές, υφαίνοντας νέες εμπειρίες.
Τα πασχαλινά μας αβγά, λοιπόν, πέρυσι φορούσαν μάσκες. Τα φετινά δεν έχω ιδέα τι σχέδια θα έχουν, μια και τώρα που γράφω αυτό εδώ το κείμενο δεν τα έχουμε καν βράσει ακόμα. Ξέρω, όμως, ότι κύλησε ο χρόνος και εμείς είμαστε ακόμα εδώ, κεκλεισμένων των θυρών. Με τη φράση αυτή, έφερα στο μυαλό μου μια υπέροχη αναπαράσταση που παρακολούθησα πριν από δυο χρόνια έξω από τον ναό στο χωριό, αναπαράσταση που κατά τις προηγούμενες δεκαετίες ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της Ανάστασης.

Άρατε πύλας

Ο κληρικός μετά την Ανάσταση επιστρέφει στο ναό, όπου έχουν κλείσει οι πόρτες. Τότε χτυπάει και φωνάζει: “Ἄρατε Πύλας, οἱ ἄρχοντες ὑμῶν, καì ἐπάρθητε, πύλαι αἰώνιοι, καì εἰσελεύσεται ὁ Βασιλεύς τῆς δόξης”,  για να λάβει την απάντηση από κάποιον διάκο ή πιστό που βρίσκεται μέσα στην εκκλησία: “Τίς ἐστιν οὗτος ὁ Βασιλεύς τῆς δόξης;” Ο κληρικός απαντά: “Κύριος τῶν δυνάμεων αὐτός ἐστιν ὁ Βασιλεύς τῆς δόξης”. Τότε ο κληρικός κλοτσάει με δύναμη την πόρτα και εισέρχεται πανηγυρικά μέσα στον ναό.
Και κάπως έτσι θα ολοκληρώσω το κείμενο αυτό. Θα ευχηθώ σε όλους στιγμές γεμάτες θησαυρούς, σαν γιρλάντες από αγριολούλουδα και πόρτες ορθάνοιχτες. Θα ευχηθώ να είμαστε «κύριοι των δυνάμεων μας», να ορίζουμε τον χρόνο μας με πυξίδα όμορφες εμπειρίες, να βουτάμε με τα παιδάκια μας στο άχρονο της αγνής τους χαράς, καθώς ανακαλύπτουν το χρόνο, να είμαστε υγιείς και γεμάτοι υπομονή και να αναστηθούμε- ανασυσταθούμε σύντομα. Καλό Πάσχα σε όλους, καλή μας λευτεριά!

Η Σουζάνα Παπαφάγου είναι κλινική ψυχολόγος-οικογενειακή ψυχοθεραπεύτρια.

Leave a Reply