ΜΕΤΑΒΑΣΕΙΣ Ή ΑΛΛΙΩΣ ΩΜΗ ΒΙΑ

προσαρμογήΑυτή την περίοδο εκατοντάδες οικογένειες περνάνε μια περίοδο προσαρμογής και μετάβασης του παιδιού από την ασφάλεια του σπιτιού, στην “ασφάλεια” του παιδικού σταθμού.
Αγωνίες, σκέψεις, κλάματα.
Μαμάδες και μπαμπάδες αναρωτιούνται αν έκαναν σωστή επιλογή.
Αν το παιδί τους είναι πράγματι έτοιμο για το σχολείο.
Κατηγορούν ίσως τον εαυτό τους ακόμα και για λάθος επιλογή, κυρίως όταν τα κλάματα την ώρα του αποχωρισμού γίνονται ασταμάτητα.

Γιαγιάδες και παππούδες επιστρατεύονται για να υποστηρίξουν το εγχείρημα, άλλες φορές ενθαρρυντικά και άλλες, μην αντέχοντας και αυτοί το άγχος του αποχωρισμού, σπέρνουν στην επικοινωνία λέξεις που προκαλούν μεγαλύτερη σύγχυση, όπως “μικρό είναι άστο στο σπίτι και φέτος”, “πώς αντέχεις να το ακούς να κλαίει”, “γονείς είστε εσείς που το αφήνετε να περνάει τέτοια διαδικασία;”.

Γιατί όμως; Αν πράγματι η λέξη “ασφάλεια” θα ήταν αυτή που αναζητά ένας γονιός όταν πάει το παιδί του πρώτη φορά στον παιδικό σταθμό, τότε γιατί γεμίζει με “ανασφάλεια” την περίοδο αυτής της μετάβασης;

Θυμάμαι ότι κάποτε σκέφτηκα ότι η περίοδος της προσαρμογής είναι σαν ένας χωρισμός πολύ ερωτευμένου ζευγαριού. Φαντάσου λέει δυο, που είναι πάντα μαζί. Μαζί τρώνε, κοιμούνται, κάνουν μπάνιο, γελάνε, θυμώνουν, κλαίνε. Εικοσιτέσσερις ώρες μαζί. Και ξαφνικά, ο ένας αρχίζει να κάνει κάτι μόνος του. Εντελώς μόνος του. Και μάλιστα ανάμεσα σε άλλους που δεν είναι αυτός που μέχρι τότε μαζί του έτρωγε, κοιμόταν, έκανε μπάνιο, γέλαγε, θύμωνε και έκλαιγε. Εντελώς μόνος του ανάμεσα σε άλλους αγνώστους. Που και αυτοί θρηνούν ή όχι τον χωρισμό.
Πρέπει να είναι φρικτό…
Ένας χωρισμός που αν κλάψω τίποτα δεν αλλάζει, που αν ζητήσω τον άλλον δεν έρχεται, που αν θέλω να είμαι μόνος μου να θρηνήσω δεν με αφήνουν.
Και όταν είμαι 2 ή 3 χρονών, αυτό το συναίσθημα γιγαντώνεται.
Αλλά μπορείς αλήθεια να το καταλάβεις;
Εσύ δεν είσαι 2 ή 3 χρονών.
Εσύ σκέφτεσαι σαν ενήλικας.
Έχεις ξεχάσει.

Όταν είμαι 2 ή 3 χρονών έτσι μάλλον νιώθω. Ότι κάτι έγινε και με πήραν από σένα. Κάτι για το οποίο εγώ μάλλον φταίω. Κάτι που έκανα ήταν η αιτία να σε αποχωριστώ. Και γεμίζω ανασφάλεια και κλαίω. Σε θέλω πίσω. Δεν θέλω αυτή την αλλαγή. Ακούς; Θέλω την ασφάλεια που μου έδινε το μαζί. Και τώρα εσύ δεν είσαι μαζί για να μου την δώσεις.
Είναι εδώ κάτι άγνωστες κυρίες που δεν είσαι εσύ.

Και τα πράγματα γίνονται χειρότερα όταν κανείς δεν φρόντισε να μου δώσει να καταλάβω ότι οι αποχωρισμοί στη ζωή χρειάζονται. Για να δω τι καταφέρνω μόνος, για να αντέξω, για να μπορέσω να ξαναείμαι μαζί σου πιο δυνατός.
Αλλά γιατί δεν μου δώσατε να το καταλάβω λίγο πιο ομαλά; Γιατί τόσο βία σε αυτή την αλλαγή; Δεν ξέρετε ότι είμαι μόνο 2 ή 3 χρονών και δεν μπορώ να διαχειριστώ εύκολα το “χωρίς”;

Αν πράγματι η λέξη “ασφάλεια” θα ήταν αυτή που αναζητά ένας γονιός όταν πάει το παιδί του πρώτη φορά στον παιδικό σταθμό, αυτή η ασφάλεια για να έρθει χρειάζεται χρόνος.
Και χρειάζεται ένας ομαλός αποχωρισμός. Λίγος χρόνος δηλαδή, που οι δυο πλευρές θα προσαρμοστούν στην καινούργια συνθήκη.

Προσαρμογή: Μια ιδιότητα ενός οργανισμού, μια συμπεριφορά της οποίας η κατοχή ευνοεί το άτομο στον αγώνα για επιβίωση. Έτσι λέει η Wikipedia.

Αγώνας για επιβίωση σε ένα καινούργιο σύστημα, σε μια καινούργια συνθήκη.

Τώρα, αν προσπαθείς να “επιβιώσεις” και σου δώσουν χρόνο, μάλλον θα τα καταφέρεις. Αν όμως προσαρμογή σημαίνει να σε τραβάνε από τους γονείς σου, να μένεις ξαφνικά μόνος ανάμεσα σε αγνώστους, να κλαις και μαζί σου να κλαίνε κι άλλοι, να περιμένεις βιώνοντας ένα χρονικό χάος μια και η αίσθηση του χρόνου δεν είναι κάτι που έχεις κατακτήσει, τότε όχι μόνο “αγώνας για επιβίωση” δεν λέγεται αυτό και προσαρμογή, αλλά ίσως θα μπορούσε και να χαρακτηριστεί “ωμή βία” ή “καταδίκη χωρίς αιτία” ή απλά “βίαιος αποχωρισμός χωρίς ουσία”.

Και μετά βιώνεις την εκπαίδευση ως φυλακή. Όχι ότι δεν έχει αυτή τη μορφή και δομή, αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία που δεν χωράει σε αυτή εδώ, τη δική μας ιστορία.

Και υπάρχουν τα μοντέλα. Κάποιοι ερεύνησαν, έκαναν τις σκέψεις τους πράξη και μας τα έδειξαν. Να πούμε ότι δεν ξέρουμε; Ξέρουμε. Ας μην το ονομάσουμε Μοντέλο Βερολίνου αν δεν μας αρέσει. Ας το πούμε απλά “Σε καταλαβαίνω” ή όπως θέλει ο κάθε ένας. Σάμπως αυτό έχει σημασία;

Το μοντέλο “Σε καταλαβαίνω”, λοιπόν, δίνει χρόνο στους γονείς και στα παιδιά μέσα στον παιδικό σταθμό να βιώσουν ΜΑΖΙ τον αποχωρισμό. Να πάρουν χρόνο και χώρο να αρχίσουν να προσαρμόζονται στην καινούργια συνθήκη και στο καινούργιο πλαίσιο. Να γνωρίσουν άλλους και να γνωριστούν και πάλι μεταξύ τους. Να αναζητήσουν τον άλλον και να τον βρούν, να νιώσουν ότι ΜΑΖΙ τα καταφέρνουν. Να κλάψουν ΜΑΖΙ για τον αποχωρισμό και να περιμένουν και πάλι τη στιγμή που θα βρεθούν.
Σιγά σιγά. Στον χρόνο τους.
Οι γονείς θα είναι μέσα στην τάξη, θα είναι εκεί. Θα νιώσουν σίγουροι και “ασφαλείς” ότι έκαναν τη σωστή επιλογή, ότι το παιδί τους θα το αγαπήσουν κι άλλοι, ότι θα τα καταφέρει, ότι βοήθησαν να μεγαλώσει.
Δεν θα νιώθουν πεταμένοι ξαφνικά έξω. Δεν θα περιμένουν από τη μια στιγμή στην άλλη επάνω από ένα τηλέφωνο. Δεν θα νιώθουν ότι άφησαν το παιδί τους πίσω να ουρλιάζει και να σπαράζει.
Γιατί αυτό νιώθουν όταν εμείς οι παιδαγωγοί τραβάμε τα παιδιά από τα χέρια τους, όταν δεν θέλουμε τους γονείς μέσα στην τάξη, όταν δεν αφήνουμε χρόνο και χώρο για την προσαρμογή.

Και αν είμαι παιδί δεν μπορώ να το αντέξω και αργώ να προσαρμοστώ και ο δικός μου “αγώνας για επιβίωση” μάλλον έχει αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που περιμένετε.
Και αν είμαι γονιός δεν μπορώ να το αντέξω γιατί ο δικός μου “αγώνας προς επιβίωση” λέει ότι το παιδί μου με χρειάζεται. Και δεν με αφήνετε να το βοηθήσω. Και σας ακούω ότι “έτσι γίνεται” αλλά εγώ πιστεύω ότι όχι, δεν γίνεται έτσι και αγχώνομαι περισσότερο.
Και αν είμαι παιδαγωγός, δεν μπορώ να το αντέξω όσο έμπειρος και να είμαι, γιατί αν κλαίνε δέκα ή είκοσι παιδιά μαζί δεν μπορώ να βοηθήσω κανένα, νιώθω ανεπαρκής, δεν μπορώ να σπάσω σε είκοσι κομμάτια όσο και να θέλω και ο δικός μου “αγώνας προς επιβίωση” με κάνει να θέλω να ουρλιάξω και να φύγω. Αλλά με πληρώνετε και με εγκλωβίζετε να πρέπει να επιβιώσω…

Ας αναθεωρήσουμε λοιπόν κάποια στιγμή αυτό που ονομάζουμε “προσαρμογή” με αυτό τον βίαιο τρόπο όσοι έχουμε πάρει την απόφαση, εμείς οι παιδαγωγοί, να τον εφαρμόζουμε.
Τα παιδιά είναι άνθρωποι. Όπως εσύ.
Μόνο που εσύ έχεις πάρει την απόφαση ότι θα τα τραβάς από τους γονείς τους, ότι θα θεωρείς φυσιολογικό ότι πρέπει να κλαίνε, ότι “θα περάσει”, ότι “έτσι γίνεται”.
Τα παιδιά είναι άνθρωποι. Όπως εσύ.

Μόνο που εσύ πρέπει να αποφασίσεις ότι ο άνθρωπος, όπως εσύ, θέλει χρόνο στις αλλαγές. Ίσως Αγάπη. Ίσως Κατανόηση.
Και σίγουρα ο άνθρωπος όπως εσύ θέλει να μην τον τραβάνε από τα χέρια και να του παίρνουν ξαφνικά από μπροστά του ότι πιο πολύτιμο έχει.

Αν είσαι άνθρωπος μάλλον θα καταλάβεις.

Η Κατερίνα Ανωγιαννάκη είναι παιδαγωγός, εμψυχώτρια παιδαγωγικής θεάτρου. Επιστημονική Συνεργάτης του Εργαστηρίου Συστημικής Ψυχολογίας και Παιδαγωγικής Ροδάκινο
https://teamrodakino.wordpress.com/

Leave a Reply