ΤΑ ΜΑΓΙΚΑ ΒΟΤΣΑΛΑ ΚΑΙ Η ΠΡΩΤΗ ΗΜΕΡΑ ΣΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ

Θυμάμαι την πρώτη ημέρα στο σχολείο. Θυμάμαι το προαύλιο, το αντικειμενικά μικρό προαύλιο, που στα παιδικά μου μάτια έμοιαζε τόσο μεγάλο, απέραντο! Κρατούσα το χέρι της μητέρας μου σφιχτά και προσπαθούσα να καταλάβω πού έπρεπε να πάω. Δεν ήθελα να της το αφήσω και την ίδια στιγμή αισθανόμουν μια αγωνία ανακατεμένη με την ανυπομονησία να μπω σε έναν νέο κόσμο, αυτόν του «μεγάλου σχολείου». Θυμάμαι την τάξη με τον μαυροπίνακα, θυμάμαι τη μυρωδιά της δασκάλας, μύριζε αγιόκλημα (ήταν πρόσφατη η μυρωδιά στα παιδικά μου ρουθούνια, γιατί έτσι μοσχοβολούσε το μπαλκόνι στο νησί και εγώ μόλις είχα επιστρέψει). Όταν τελικά άφησα το χέρι της μητέρας μου, κάθισα στο θρανίο που μου υπέδειξε η δασκάλα, δίπλα σε ένα κορίτσι με πολύ μακριές πλεξίδες. Χαμογέλασα αυθόρμητα στο κοριτσάκι και εκείνο χαμογέλασε σε μένα. Ύστερα από λίγο, με μια αυθόρμητη κίνηση, της έπιασα την κοτσίδα και της είπα: «Να σε ζωγραφίσω;» και προσποιούμενη πως η κοτσίδα είναι πινέλο, της έβαψα στα ψέματα το μάγουλο. Γελάσαμε πολύ κι οι δυο. Μόλις χτύπησε το κουδούνι παίξαμε κυνηγητό και σκοινάκι με δυο ακόμα κοριτσάκια. Και κάπως έτσι, με όλες μου τις αισθήσεις, βούτηξα στον κόσμο της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης.

Πρωτάκι επί κορονοϊού

Πλησιάζουν οι μέρες που θα είμαι εγώ πια η μαμά που θα κρατά το μικρό χεράκι της κόρης της και θα τη συνοδέψει την πρώτη ημέρα στο σχολείο.  Μια υπέροχη εμπειρία, που εμπεριέχει, όμως, ένα αγκάθι, ή μάλλον πολλά, σαν αυτά του μικροσκοπικού και την ίδια στιγμή απέραντου ιού που έχει παραλύσει και διχάσει ολόκληρη τη Γη. Πώς θα είναι, άραγε, η πρώτη ημέρα στο σχολείο, αλλά και η κάθε μέρα, μέχρι να βρεθεί μια λύση, για τη μικρή μου στο σχολείο της; Θα φοράει μάσκα; Ως πότε θα τη φοράει, κι αν θα τη φοράει πώς θα είναι εφικτές οι πρώτες επαφές με τα άλλα παιδάκια. Ποιες επαφές; Τα αγγίγματα απαγορεύονται, ενώ η «συγκατοίκηση» στο θρανίο δεν θα υφίσταται. Ποια παιχνίδια θα επιτρέπονται στο προαύλιο; Και η δασκάλα; Θα είναι μια κυρία με μάσκα, που τα παιδιά θα καταφέρουν να δουν το πρόσωπο της να αποκαλύπτεται λιγάκι μόνο για να πάρει μια ανάσα; Πολλές οι ερωτήσεις, μεγάλες οι αγωνίες σε μια περίοδο που η πραγματικότητα ξεπερνά τη φαντασία. Είναι άγριο να μην μπορούμε να ελέγξουμε θέματα που αφορούν τις συνθήκες του μεγαλώματος των παιδιών μας, συνθήκες που έτσι και αλλιώς εμπεριέχουν την αγωνιά της αλλαγής. Σκέφτομαι ξανά και ξανά αυτές τις νέες συνθήκες και προσπαθώ να βρω μια συνταγή να ανακουφίσει την αγωνία μου.

Ο βασανιστικός μεσημεριανός ύπνος

Καθώς έγραφα, ήρθε στο μυαλό μου μια ανάμνηση: Όταν ήμουν στο νησί, τα μεσημέρια η γιαγιά μου με έβαζε για ύπνο κι εγώ αυτό το μισούσα, πρώτον γιατί δεν ήθελα να κοιμηθώ και δεύτερον γιατί ανυπομονούσα να πάω να βρω τους φίλους μου. Διαμαρτυρόμουν λοιπόν, κάθε ‒μα κάθε‒ μέρα και κάθε μέρα η γιαγιά με αντιμετώπιζε με τον ίδιο τρόπο: «Αννάκι μου, έτσι έχουν τα πράγματα, πάρε το απόφαση, τα μεσημέρια θα κοιμάσαι γιατί το σώμα σου  κάνει πολλά από το πρωί. Να, κι εμείς κοιμόμαστε. Θα κλείνεις τα μάτια σου και θα ξεκουράζεσαι. Όταν ξυπνάμε, ξέρεις πως σε περιμένει η πλατεία, το παγωτό και οι φίλοι σου». Ήταν βασανιστικά αυτά τα μεσημέρια, με έπαιρνε ο ύπνος, αλλά είχα σχεδόν πάντα την αγωνία του παιχνιδιού… Μέχρι το μεσημέρι εκείνο που σηκώθηκα κρυφά, βγήκα από το δωμάτιό μου και άκουσα το βαθύ ροχαλητό του παππού και το αστείο, μακρόσυρτο της γιαγιάς, ξέρετε αυτό με τις μεγάλες παύσεις που γελάς, αλλά σε φοβίζει και λίγο. Περπάτησα στις μύτες των ποδιών μου και βγήκα στη μεγάλη βεράντα, τη στολισμένη με της φύσης τους θησαυρούς, η μισή με μπουκαμβίλιες και αγιόκλημα κι η άλλη μισή με το απέραντο γαλάζιο, πήγα στο αρχηγείο-σπιτάκι (μου το είχε διαμορφώσει ο παππούς στο κούφωμα μιας σκάλας, που πια δεν υπάρχει), έβγαλα από το ντουλαπάκι της κουζίνας μου ένα από τα κατσαρολάκια που μου είχε δώσει η γιαγιά και πήρα στα χέρια μου, με μεγάλη σοβαρότητα, τρία βότσαλα. Με την ίδια σοβαρότητα έβαλα με τη σειρά το κάθε βότσαλο στο κατσαρολάκι λέγοντας: «Αυτό είναι για να καταφέρω να κάνω υπομονή, αυτό για να περνάνε γρήγορα τα μεσημέρια και αυτό για να μην ροχαλίζει τόσο δυνατά η γιαγιά». Ήμουν έξι χρόνων και θα πήγαινα πρώτη δημοτικού. Τώρα που το σκέφτομαι είχα και λίγη αγωνία για το μεγάλο σχολείο που με περίμενε επιστρέφοντας στην Αθήνα. Αυτό το τελετουργικό κάπως λειτούργησε μέσα μου και από εκείνη την ημέρα έβαζα τις τρεις πετρούλες κάτω από το μαξιλάρι μου όταν επέστρεφα από την πρωινή θάλασσα και τα μεσημέρια ήταν «παιχνιδάκι». Ήμουν έξι και ακροβατούσα ανάμεσα στη φαντασία και στην πραγματικότητα, με ένα υπέροχο όμως δίχτυ κάτω από τα πόδια μου, αυτό της ενήλικης σιγουριάς, υπευθυνότητας και ασφάλειας.

Ένα συμβολικό φυλαχτό 

Κάπως έτσι, νομίζω, αισθάνομαι σήμερα, λίγο πριν από την πρώτη ημέρα στο σχολείο, όπως εκείνα τα μεσημέρια πριν χρησιμοποιήσω τα μαγικά βότσαλα. Τώρα που το καλοσκέφτομαι, έπειτα από τόσα χρόνια, ανυπομονώ να ξυπνήσω από τη συνθήκη αναμονής και να γίνει η ζωή όπως ήταν, να επιστρέψω κι εγώ και το παιδί μου σε όσα έκανα δίχως να φοβάμαι, δίχως να απομονώνομαι, δίχως να αγωνιώ ότι μετά δε θα υπάρχει τίποτα, ότι αυτή η συνθήκη της απομόνωσης και της παύσης δεν θα είναι μόνιμη. Η τεράστια, βέβαια, διαφορά δεν είναι πως τότε η συνθήκη ήταν ένας μεσημεριανός υπνάκος και τώρα μια επιδημία (βασικά είναι τεράστια η διαφορά, αλλά συμβολικά μιλώντας δεν είναι), μια και στην αντίληψη του μικρού παιδιού η στιγμή και ο αιώνας διαρκούν το ίδιο. Η βασική διαφορά είναι πως τώρα εγώ μέσα μου έχω εκείνο το παιδί που κρατά τα μαγικά βότσαλα, αλλά είμαι και η ενήλικη που οφείλει να απλώσει απαλά ένα μαγικό δίχτυ ασφαλείας κάτω από το σκοινί ισορροπίας στο οποίο πειραματίζεται η κόρη μου και εξασκεί όλες της τις δεξιότητες. Είμαι εγώ που οφείλω να της δώσω και τις μαγικές πέτρες και το τσουκαλάκι για να «μαγειρέψει» τα δεδομένα, να κάνει τις ευχές της και να αποκτήσει ένα φυλαχτό, αυτό της ελπίδας.

Αυτά τα τρία βότσαλα, όχι τα ίδια, μα κάθε βότσαλο είναι ίδιο και συνάμα ξεχωριστό, τα κρατώ και τώρα. Θα τα δώσω στη μικρή μου, λοιπόν. Αυτό αποφάσισα πως θα κάνω το βράδυ πριν από την πρώτη μέρα στο σχολείο. Δε χρειάζεται να της δώσω ούτε μάσκα ούτε άλλες οδηγίες, έχει ήδη τις μάσκες της και τα ξέρει όλα αυτά τα της πανδημίας, γιατί απλώνοντάς της το δίχτυ ασφαλείας τής τα εξηγήσαμε και υποδεχτήκαμε την πραγματικότητα με σύνεση, υπομονή και επιμονή, της δώσαμε χώρο να εκφραστεί, προσπαθήσαμε σαν γονείς να απαντήσουμε στις ερωτήσεις της και της μιλήσαμε κι εμείς για όσα σκεφτόμαστε σε σχέση με τη συνθήκη της παγκόσμιας αυτής απειλής .

Θα της προσφέρω, λοιπόν, μόνο αυτά τα τρία βότσαλα το βράδυ σαν πέσει για ύπνο, θα της τα βάλω σαν φυλαχτό πλάι της και το πρωί της πρώτης ημέρας του Δημοτικού θα της κρατήσω σφιχτά το χέρι, θα πάρουμε τις μάσκες μας και θα πάμε στο μεγάλο σχολείο, θα της χαμογελάσω, θα της ευχηθώ καλά ταξίδια στο πέλαγος των γνώσεων και θα τη διαβεβαιώσω πως όλο αυτό θα περάσει και πως, αν κάνουμε υπομονή και δεν παραδινόμαστε στην αγωνία, η ζωή μάς επιφυλάσσει και όμορφες αλλαγές.

Καλή αρχή, λοιπόν. Ας δώσουμε χώρο και φως στα μικρά μας και στις αγωνίες τους κι ας μην μπερδεύουμε τις δικές μας με τις δικές τους. Αν κάνουμε λίγη ησυχία, θα τα ακούσουμε να μας μιλούν για πράγματα που, αν βιαστούμε, ίσως μας φανούν απλά κι έτσι δε θα μπορέσουμε να τους δώσουμε σημασία. Οφείλουμε να σιωπήσουμε και να ακούσουμε τις απορίες τους και τις αγωνίες τους, να τους δώσουμε χώρο σε σχέση με αυτές και να κρατήσουμε τις δικές μας σε έναν τόπο ασφαλή, να ψάξουμε τα δικά μας δίχτυα ασφαλείας και να μη σφετεριζόμαστε τα δικά τους (ούτε τα δίχτυα αλλά ούτε και τα βότσαλα).

Η Σουζάνα Παπαφάγου είναι κλινική ψυχολόγος-οικογενειακή ψυχοθεραπεύτρια.   

Leave a Reply