Μπορεί ένα πολυαγαπημένο βιβλίο να γίνει πολυαγαπημένη θεατρική παράσταση; Η απάντηση δεν είναι πάντα θετική, αλλά στην περίπτωση του Θησαυρού της Βαγίας το ΝΑΙ βγαίνει αβίαστα από το στόμα των θεατών που παρακολούθησαν την παράσταση στο θέατρο Αλάμπρα. Κάθε Κυριακή στις 12:00, γονείς και παιδιά γεμίζουν την αίθουσα, όπου η Αθανασία Καλογιάννη σκηνοθετεί την αγαπημένη ιστορία της Ζωρζ Σαρή, με εξαμελή θίασο, πρωτότυπη μουσική σύνθεση και ζωντανή ερμηνεία της Ζωής Τηγανούρια. Τη θεατρική διασκευή υπογράφει η Μαρία Σούμπερτ, την οποία συναντήσαμε και μιλήσαμε για το εγχείρημά της.
- Μαρία, καταρχάς συστήσου στο κοινό του Τaλκ.
Γεια σας. Είμαι η Μαρία. Κανονικά εδώ σταματάω, γιατί είμαι πολύ κακή στο να συστήνομαι. Επειδή όμως θέλουμε να μιλήσουμε για τον Θησαυρό της Βαγίας, θα κάνω μια προσπάθεια. Είμαι θεατρολόγος και δραματοθεραπεύτρια και τα τελευταία χρόνια είμαι επίσης υποψήφια διδάκτορας στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών ΕΚΠΑ, με αντικείμενο τη δραματοθεραπευτική παράσταση. Είμαι ενεργή στο χώρο των εκδόσεων από το 1998 περίπου, γράφοντας βιβλία λογοτεχνίας και παιδικά παραμύθια. Ο Θησαυρός της Βαγίας είναι η δεύτερη φορά που γράφω το θεατρικό κείμενο για παράσταση, με πρώτη μου απόπειρα το Invitation to a party-not another fairytale (2009, Θέατρο του Ήλιου, Black dots). Δεν νομίζω πως υπάρχει κάτι άλλο που θα είχε τώρα ενδιαφέρον να πω…
- Θυμάσαι την πρώτη επαφή σου με τον Θησαυρό της Βαγίας; Ήταν το βιβλίο; Ήταν η σειρά; Τι είχες κρατήσει από την παιδική σου ηλικία από το κείμενο αυτό;
Η πρώτη επαφή με το Θησαυρό της Βαγίας ήταν φυσικά το βιβλίο, αν και δεν θυμάμαι σε ποια ηλικία. Πιστεύω πως πρέπει να το διάβασα κάποια στιγμή στις τελευταίες τάξεις του Δημοτικού. Τη σειρά δεν θυμάμαι αν την είχα δει. Μέχρι να ξαναδιαβάσω όμως το βιβλίο με αφορμή την παράσταση, οι μνήμες ήταν ελάχιστες –κυρίως είχα έντονη την ανάμνηση του καλοκαιριού και του παιχνιδιού του κρυμμένου θησαυρού. Όπως όλα τα καλά βιβλία μου είχε αφήσει μια αίσθηση: την αίσθηση του καλοκαιριού, της θαλασσινής αύρας και της ξενοιασιάς.
- Πώς πήρες την απόφαση να καταπιαστείς με τη θεατρική διασκευή του Θησαυρού και πώς δούλεψες; Παρέμεινες πιστή στο κείμενο της Σαρή; Άλλαξες πράγματα; Συνεργάστηκες εξαρχής με τη σκηνοθέτιδα, την Αθανασία Καλογιάννη, ή απλώς της παρέδωσες το κείμενό σου; Και τελικά πώς χώρεσε ένα ολόκληρο καλοκαίρι σε μια θεατρική παράσταση;
Η πρόταση συνεργασίας έγινε από την Αθανασία, με την οποία γνωριζόμαστε από τα χρόνια που ήμασταν φοιτήτριες στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών. Παρ’ ότι είχαμε συνεργαστεί -και περάσει εξαιρετικά- στις ερασιτεχνικές παραστάσεις που στήναμε τα καλοκαίρια στο Παλιό Πανεπιστήμιο, δεν είχε τύχει να συνεργαστούμε επαγγελματικά. Έτυχε τότε και τον Δεκέμβρη του 2019, αν δεν κάνω λάθος, μου πρότεινε να συνεργαστούμε και να διαβάσω ξανά το βιβλίο για να δω αν μπορώ να το φανταστώ σκηνικά. Το δούλεψα εκείνη την περίοδο και ήταν να ξεκινήσουν οι πρόβες, αλλά δυστυχώς μας έκλεισε ο κορονοϊός και η καραντίνα και χρειάστηκε να περάσουν δύο χρόνια για να μπορέσει να ανέβει Ο Θησαυρός της Βαγίας.
Μετά τη δική μου ανάγνωση του έργου, συζητήσαμε ενδελεχώς πώς το φαντάζεται εκείνη, και προσπάθησα να ενσωματωθεί στο κείμενό που εν τέλει παρέδωσα και η δική της οπτική. Φυσικά, για να μπορέσει να ανέβει στη σκηνή έγινε μια διασκευή –όσο το δυνατόν πιο πιστή στο κείμενο της Σαρή, με απόλυτο σεβασμό στο πρωτότυπο. Χρειάστηκε να μειώσουμε τον αριθμό των ηρώων, αλλά και να συμπυκνώσουμε τα κεντρικά γεγονότα της πλοκής για να αποκτήσει σκηνική ροή. Προσπάθησα να συμπυκνώσω γεγονότα και νοήματα –γιατί η λογοτεχνική αφήγηση έχει την πολυτέλεια να είναι πιο «ανοιχτή» χωρίς να χάνει ρυθμό, ενώ στο θέατρο τα πράγματα χρειάζεται να είναι πιο συγκεκριμένα και αυστηρά δομημένα, χωρίς χώρο για μεγάλες περιγραφές.
Ακολούθησε, φυσικά, η πρώτη ανάγνωση στο σπίτι της Αθανασίας, όπου μοιραστήκαμε ρόλους μεταξύ μας όσοι ήμασταν παρόντες –και αφού γελάσαμε δεόντως σε κάποια σημεία, προβληματιστήκαμε σε άλλα και κουνήσαμε αρνητικά το κεφάλι σε τρίτα, έγινε η τελική διόρθωση, στην οποία βασίζεται τώρα η παράσταση. Βέβαια, η ίδια η ροή του λόγου και ο ρυθμός μπορεί να αλλάξουν κάποια πράγματα ακόμα και μετά από αυτό. Πιστεύω πως ένα θεατρικό κείμενο είναι αποτέλεσμα πολλών παραγόντων –εδώ βασιστήκαμε στο πρωτότυπο έργο της Ζωρζ Σαρή, συζητήσαμε δυνατότητες, ανάγκες και περιορισμούς στη σκηνική πράξη και από εκεί δημιουργήθηκε το τελικό αποτέλεσμα.
- Ο θησαυρός της Βαγίας γράφτηκε σχεδόν 55 χρόνια πριν. Θεωρείς ότι παραμένει επίκαιρο και ελκυστικό για τα παιδιά ή η διαχρονική επιτυχία του, τόσο ως βιβλίου, και λίαν προσφάτως ως graphic novel, αλλά και ως παράστασης οφείλεται περισσότερο στη νοσταλγία όσων το διάβασαν ως παιδιά και θέλουν να το μεταλαμπαδεύσουν, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, στα δικά τους παιδιά;
Θεωρώ πως ένα καλό λογοτεχνικό κείμενο δεν έχει ηλικία. Και Ο Θησαυρός της Βαγίας το προσφέρει αυτό –είναι άλλωστε και ο λόγος που θα μείνει και στην ιστορία της ελληνικής παιδικής λογοτεχνίας. Πρόκειται για ένα έργο που μιλάει για την παιδικότητα και την παιδική ηλικία –και αυτό δεν αλλάζει, είναι κομμάτι της αναπτυξιακής μας πορείας ως ανθρώπων, όσο κι αν έχει αλλάξει ο τρόπος ζωής μας. Μιλάει για το καλοκαίρι, για το παιχνίδι, για την ανάγκη του ανήκειν και την ανάγκη των παιδιών να «κάνουν» κάτι καλό. Αυτά είναι στοιχεία που άσχετα με το πού και το πώς μεγαλώνει ένα παιδί πάντα υπάρχουν μέσα του –ακόμα και στις πιο δύσκολες κοινωνικές, οικονομικές, πολιτικές συνθήκες. Και, αν μη τι άλλο, μπορεί η νοσταλγία των ενηλίκων να φέρει τα παιδιά στο θέατρο, αλλά οι αντιδράσεις τους την ώρα και μετά το πέρας της παράστασης είναι εντελώς δικές τους, ειλικρινείς και αυθεντικές.
- Σε ποιες ηλικίες απευθύνεται κατά τη γνώμη σου η θεατρική διασκευή του Θησαυρού; Και τι θα ήθελες εσύ να εισπράξει ένα παιδί του 2023, που μεγαλώνει τόσο διαφορετικά από τα παιδιά της ιστορίας;
Θα έλεγα πως απευθύνεται σε παιδιά από πέντε χρονών και πάνω και φτάνει μέχρι και τις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου. Επειδή το ίδιο το έργο, ως περιεχόμενο, απευθύνεται σε ένα ευρύ φάσμα ηλικιών, προσπαθήσαμε και η παράσταση να μην το περιορίσει αυτό. Τα παιδιά σήμερα μεγαλώνουν πιο περιορισμένα, με λιγότερες ελευθερίες –μπορεί με περισσότερες συμπεριφορικές ελευθερίες, αλλά λιγότερες στην καθημερινότητά τους. Οπότε σίγουρα τους προσφέρει μια διέξοδο, μια δυνατότητα να φανταστούν τον εαυτό τους διαφορετικά, σε μια συνθήκη χωρίς οθόνες, όπου τον κύριο λόγο παίζει η δύναμη της ομάδας. Και εντελώς μεταξύ μας, εν μέσω χειμώνα και σχολικής περιόδου, τους δίνει τη δυνατότητα να φανταστούν πώς θα ήθελαν να περάσουν στις επόμενες διακοπές τους.
- Πες μας για τη μουσική που έγραψε και παίζει επί σκηνής η Ζωή Τηγανούρια. Πόσο καθορίζει το τελικό αποτέλεσμα;
Η ζωντανή μουσική ως κομμάτι της θεατρικής παράστασης «γεμίζει» και εξελίσσει την παράσταση με τρόπους που η ηχογραφημένη μουσική δεν μπορεί να κάνει. Εκτός από τον διάλογο που μπορεί να δημιουργήσει με τους ηθοποιούς και τα ηχητικά τοπία που γίνονται σχεδόν «συμπρωταγωνιστές», συμπαρασύρει και το κοινό στον ρυθμό της με τρόπο τελείως διαφορετικό απ’ ότι η ηχογραφημένη. Όταν μάλιστα η μουσική αυτή έρχεται από το ακορντεόν της Ζωής Τηγανούρια, το αποτέλεσμα είναι ξεσηκωτικό, συγκινητικό, έντονο, χαλαρωτικό –όπως το οδηγεί η ίδια κάθε φορά.
- 3D mapping… Χρησιμοποιείται ολοένα και συχνότερα στο θέατρο, άλλες φορές επιτυχημένα και άλλες όχι. Θεωρείς ότι είναι ένα ισχυρό όπλο στη σκηνοθετική φαρέτρα ή μια ευκολία που κάνει τη δουλειά του σκηνοθέτη ευκολότερη, προκειμένου να γοητευτεί μέρος του κοινού που έχει, κατά μία έννοια, εθιστεί στην οθόνη;
Η Αθανασία Καλογιάννη χρησιμοποιεί 3D mapping, αλλά και απλή προβολή, στις παραστάσεις της. Είναι ένας τρόπος να εμπλουτιστεί η σκηνική εικόνα, και το αν θα λειτουργήσει ως όπλο ή ευκολία νομίζω πως φαίνεται από το τελικό αποτέλεσμα. Δεν θεωρώ πως είναι αρκετό για να γοητεύσει, γιατί αν είναι υπερβολικό θα χαθεί η σκηνική στιγμή (αφού το βλέμμα θα είναι στο σκηνικό), ενώ αν είναι αδιάφορο θα την ατονίσει. Είναι επομένως ένα στοιχείο που πρέπει να ζυγιστεί με μεγάλη προσοχή για το πώς θα εφαρμοστεί στην πράξη –πού χρειάζεται, πού λειτουργεί απλά ως σκηνικό, ως φόντο κ.τ.λ. Είναι στην ουσία ένα σκηνικό εργαλείο. Στον Θησαυρό της Βαγίας ήταν ένα μέσο για να «φέρει» το καλοκαίρι μέσα στο χειμώνα, την Αίγινα στην καρδιά της Αθήνας. Η τεχνολογία άλλωστε είναι πλέον κομμάτι της ζωής μας και φυσικά έχει μπει και στη θεατρική πρακτική –άλλοτε περισσότερο, άλλοτε λιγότερο.
- Θα ήθελα να μας συστήσεις και την ομάδα των ηθοποιών…
Για την παράσταση αυτή έχουν δουλέψει πολλοί επαγγελματίες και η δέσμευσή τους σε αυτό που κάνουν με εκπλήσσει κάθε φορά που βρίσκομαι στο θέατρο. Οπότε θα σας συστήσω την ομάδα ολόκληρη. Τους ρόλους ενσαρκώνουν οι Ευγενία Βησσαρίου, η Αλεξάνδρα Κολαΐτη, η Μέλανι Μαρχάινε, η Νεφέλη Παπαδερού, ο Κωνσταντίνος Ρόδης και ο Γιάννης Φιλίππου. Η πρωτότυπη μουσική και σύνθεση είναι από τη σολίστα του ακορντεόν Ζωή Τηγανούρια και οι ενορχηστρώσεις και τα ηχητικά εφέ από τον Στέλιο Γενεράλη. Ο Γιάννης Παπαγόπουλος ήταν βοηθός σκηνοθέτη και η Σάντυ Σιέμπου είναι η σκηνογράφος. Ενδυματολόγος η Ευγενία Βησσαρίου και χορογράφος ο Βαγγέλης Πιτσιλός. Και φυσικά στην επικοινωνία η Μάρθα Κοσκινά.
- Ποιες είναι οι αντιδράσεις των μικρών θεατών τόσο κατά τη διάρκεια όσο και μετά το τέλος της παράστασης; Και ποιες των ενηλίκων;
Τα παιδιά που έρχονται στην παράσταση συμμετέχουν με τον τρόπο τους, γελάνε πολύ, ενθουσιάζονται. Υπάρχουν φορές που φαίνεται πότε υπάρχει θεατρική παιδεία και πότε όχι, αλλά η ίδια η παράσταση δείχνει να έχει την ικανότητα να τα κρατήσει προσηλωμένα στη σκηνή και το τι συμβαίνει εκεί. Οι ενήλικοι, με τη σειρά τους, λειτουργούν κυρίως νοσταλγικά, θυμούνται την εποχή που διάβαζαν ή έβλεπαν τον Θησαυρό της Βαγίας, ή επιστρέφουν στα παιδικά τους χρόνια μέσα από το παιχνίδι που συμβαίνει επί σκηνής.
- Τέλος, τι άλλο θα ήθελες να μας πεις για την παράσταση αυτή και δεν σε ρώτησα;
Δεν ξέρω τι άλλο θα ήθελα να προσθέσω, πέραν του ότι στόχος της, εκτός από τη δημιουργία ενός σκηνικού κόσμου, είναι να φέρει τα παιδιά σε επαφή με το έργο της κλασικής λογοτεχνίας (γιατί η Σαρή ανήκει πλέον στους κλασικούς συγγραφείς), ώστε να τους τραβήξει το ενδιαφέρον και να τα στρέψει και προς το βιβλίο. Είναι ένας διαφορετικός τρόπος να τα φέρει σε επαφή με ένα κλασικό έργο τέχνης, να τα κινητοποιήσει να δουν κάτι διαφορετικό, να ψάξουν κάτι διαφορετικό, να διαβάσουν κάτι διαφορετικό. Αρκεί να είμαστε, οι ενήλικοι, δίπλα τους εκείνη τη στιγμή, για να τα βοηθήσουμε να βρουν το δρόμο τους στο ταξίδι αυτό.