Στο Περί Ύψους, ένα από τα ωραιότερα ποιήματα του Νίκου Εγγονόπουλου, Ιταλός πυροτεχνουργός «ασχολείται νυχθημερόν με τα άπειρα πειράματά του και την παρασκευή των διαφόρων προϊόντων του επιτηδεύματός του: βαρελότα, χαλκούνια και άλλα μαϊτάπια». Μέσα στο εργαστήρι του, παρά τα επικίνδυνα υλικά, τίποτα κακό δεν συμβαίνει, «γιατί υπάρχει ένα μυστικό». «Η σύζυγος που γρηγορεί» και τον κρατά στη ζωή. «Μου αρέσει τρομερά αυτό το ποίημα», λέει στο Τaλκ ο Αλέξης Κυριτσόπουλος ο οποίος, εμπνεόμενος από το Περί Ύψους, έφτιαξε ένα πολύ όμορφο βιβλιαράκι για παιδιά, που κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Ίκαρος και το Μουσείο Μπενάκη. «Βρίσκω», συνεχίζει, «πως αυτό το ποίημα είναι το μανιφέστο του Εγγονόπουλου: ‘‘Τα ποιήματά μου δεν είναι πασχαλινά χαλκούνια και οι πίνακές μου καταπλήσσοντος κάλλους νυχτερινά υπέρλαμπρα μετέωρα του αττικού ουρανού;’’ Αυτά που γράφει είναι πυροτεχνήματα. Δεν είναι ‘‘τι θέλει να πει ο ποιητής’’. Η διάθεση που δημιουργεί έχει σημασία». Με αυτά στον νου του, ο Αλέξης Κυριτσόπουλος έστησε μια παιδική σειρά για τους ποιητές της Γενιάς του ’30 που δεν θυμίζει σε τίποτα τα γνωστά «σχολικά» –και γειωτικά– «τι θέλει να πει ο ποιητής» και «πόσες παρομοιώσεις χρησιμοποιεί». Για τον Εγγονόπουλο έφτιαξε Βεγγαλικά. Έγραψε για έναν ποιητή που ήθελε να στέλνει αστέρια στον ουρανό. «Όλα ξεκίνησαν», μας εξηγεί ο συγγραφέας και εικαστικός, «όταν μου ζήτησαν από το Μουσείο Μπενάκη μιαν ιδέα για κάτι που να έχει ως επίκεντρο τους ποιητές της Γενιάς του ’30 και να απευθύνεται σε παιδιά. Βιβλία φτιάχνω, βιβλία σκέφτηκα και άρχισα να ξαναδιαβάζω π.χ. Σεφέρη. Μου φάνηκε μελαγχολικός και πως μια τέτοια διάθεση δεν ταιριάζει σε παιδιά. Διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας, όμως, άρχισα να βρίσκω ίχνη αισιοδοξίας, κάτι που πρώτος απ’ όλους εγώ έχω ανάγκη: αυτό το ‘‘να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα’’. Έτσι έβγαλα μιαν άκρη».
ΙΣΤΟΡΙΕΣ… ΛΟΓΩ ΠΟΙΗΣΗΣ
27 Ιουνίου, 2013/
Δεν υπάρχουν Σχόλια/
Στο Λίγο Ακόμα, το πρώτο βιβλίο της σειράς που είναι εμπνευσμένο από τον Σεφέρη, λέει: «Δεν διάλεξα ποιήματα. Ζωγράφισα τις εικόνες που λάμπανε ανάμεσα στα ποιήματα και βρήκα ένα δικό μου –δικό τους– μονοπάτι στο φως». «Ήθελα να δω», εξηγεί, «τι αγαπούσε, τι ήθελε, τι σκεφτόταν… Σαν να θέλεις να τον κάνεις φίλο σου». Στον Εγγονόπουλο διάλεξε ποίημα. Στον Καββαδία: «Δεν ήθελα να εικονογραφήσω, αλλά να ζωγραφίσω ήρωές του, να φτιάξω κάτι σαν πινακοθήκη με κουρσάρους».
Το βιβλίο για τον Ρίτσο τον δυσκόλεψε πιο πολύ από όλα, όπως μας εξομολογείται: «Στον Ρίτσο η περιπέτεια ήταν πιο σκοτεινή. Επειδή είναι ο ποιητής που με υποχρέωσε να δω το πολιτικό τοπίο. Με τον Σεφέρη δεν είχα αυτό το πρόβλημα, παρόλο που και αυτός συνδέεται με πολιτικά γεγονότα». «Ο βαρύς χειμώνας, τα μαύρα σύννεφα, η άνοιξη, όλα στριμώχνονται να χωρέσουν στον χείμαρρο των ποιημάτων του Γιάννη Ρίτσου», γράφει στο βιβλίο. «Ζήτησα την άνοιξη, ωστόσο παραμονεύουν σύννεφα που δεν ξεδίψασαν και που τα τραγούδια δεν ξορκίζουν. Πρώτη μου συντροφιά σ’ αυτήν την αναζήτηση στάθηκε η ανθολογία των ποιημάτων του Γιάννη Ρίτσου από τη Χρύσα Προκοπάκη. Χρειάστηκε όμως να ανατρέξω στο σύνολο του έργου του. Από δίπλα και η βιογραφία του ποιητή από τον Παντελή Πρεβελάκη. Τριγύρισα και σε άλλα βιβλία· μέχρι και στις Μεγάλες προσδοκίες του Ντίκενς». Με αφετηρία όλα αυτά γράφτηκαν Οι περιπέτειες της Ρόζας όπου «τα χιόνια, τα σύννεφα, η άνοιξη, όλα χωρούν κι όλα συμφιλιώνονται, χάρη σ’ ένα κορίτσι που μέσα στην καταιγίδα κυνηγά πεταλούδες» πάλι ψηλά. «Κάθε φορά που ξαναδιαβάζεις ένα βιβλίο είναι σαν να το διαβάζεις πρώτη φορά. Είναι μια ανακάλυψη και αυτό μπορεί να συμβαδίσει με εκείνο που νιώθει ένα παιδί, για το οποίο όλα είναι καινούργια. Δεν είναι το θέμα να δούμε ‘‘το παιδί μέσα μας’’. Ούτε τα βιβλία μου απευθύνονται αποκλειστικά σε παιδιά. Νομίζω πως αυτό κάνει ένας δημιουργός, αυτό είναι τέχνη: το να κοιτάς τα πράγματα σαν να τα βλέπεις για πρώτη φορά. Αυτό τυχαίνει να το λένε παιδικό. Αλλά την ίδια π.χ. διάθεση είχα στη Λυσιστράτη. Όταν ξαναπλησιάζεις κάτι, είναι –πώς να το πω– σαν να γίνεσαι πιο αγαθός. Ίσως αυτό να είναι η παιδική ματιά, αυτό που λένε τα παιδάκια –τα μικρά, όχι τα μεγάλα– ο βασιλιάς είναι γυμνός».
Για τη συνέχεια ετοιμάζει ιστορίες για τον Γιώργο Σαραντάρη και τον Οδυσσέα Ελύτη – αν βρεθεί μια λύση με τους κληρονόμους του τελευταίου, οι οποίοι προτιμούν να εικονογραφηθούν απλώς ποιήματα. «Εγώ δεν θέλω να κάνω εικονογράφηση, θέλω να πω τη γνώμη μου. Αυτό είναι θαυμασμός: συγκινούμαι, θέλω να απαντήσω με ένα έργο τέχνης. Δεν με ενδιαφέρουν τα προσκυνήματα ή κάτι μουσειακό, αλλά το να μιλήσουμε για έργα που ζουν μέσα μας και μας ωθούν στη δημιουργία. Από κει και πέρα, είχα διαβάσει κάποτε μιαν ιστορία όπου κάτι παιδάκια είδαν έναν ανάπηρο, παραξενεύτηκαν και τον ρώτησαν πώς έχασε το πόδι του. Εκείνου του ήρθαν στο μυαλό τα αληθινά γεγονότα, σκηνές από τον πόλεμο. Προτίμησε όμως να πει απλώς ‘‘το έφαγε η αρκούδα’’, μια φράση με την οποία τα παιδιά έμειναν ικανοποιημένα. Ένας οδηγός για τη σειρά με θέμα παιδιά και ποιητές ήταν αυτή η ιστορία».
Έτσι με ιστορίες, σπουδαίους στίχους, ωραία βιβλιαράκια, κοριτσάκια που κυνηγούν πεταλούδες, αγοράκια που αποκτούν χαρταετούς που πάνε «λίγο ψηλότερα», είναι πολύ πιθανό τα παιδιά να αγαπήσουν την ποίηση, η οποία ίσως αργότερα λειτουργήσει μέσα τους σαν εκρηκτικό που ωθεί στη δημιουργία και, ταυτόχρονα, σαν το μυστικό του πυροτεχνουργού, σαν εκείνη η οποία συντροφεύει όταν «πηχτά σύννεφα σκόνης και μια έντονη μυρωδιά μπαρούτης» απλώνεται γύρω.