Όλοι οι γονείς έχουν προβληματιστεί ή και ενοχληθεί από τη συμπεριφορά του παιδιού τους. Ξεσπάσματα θυμού, εκρήξεις ζήλιας, παράλογες απαιτήσεις, εξηγήσεις που προσπαθούν να δώσουν, είναι μόνο λίγα από όσα έχουν να αντιμετωπίσουν. Υπάρχει όμως μεγάλη απόσταση ανάμεσα στα προαναφερθέντα και στο συμπέρασμα «Το παιδί μου έχει προβληματική συμπεριφορά». Ειδικότερα τα πιο μικρά παιδιά, που δεν έχουν ακόμα ευχέρεια λόγου, αλλά και οι έφηβοι, προσπαθούν να επικοινωνήσουν μέσω των συμπεριφορών τους και να μας εξηγήσουν πράγματα που νιώθουν ότι δεν καταλαβαίνουμε αλλιώς. Οπότε πριν κρίνουμε ας σκεφτούμε…
Μια συμπεριφορά ορίζεται ως προβληματική όταν ενοχλεί αρχικά το ίδιο το παιδί και δευτερευόντως το περιβάλλον του, προκαλώντας αναστάτωση και δυσάρεστα συναισθήματα. Βασικά εξαρτάται από τη διάρκεια εμφάνισης της συμπεριφοράς, τη συχνότητα και την ένταση. Σημαντικοί, επίσης, παράγοντες είναι η ηλικία και το φύλο του παιδιού, αρνητικές εμπειρίες που μπορεί να το έχουν επηρεάσει και τι είναι αυτό που προσπαθεί το παιδί να επιτύχει. Από αυτά εξαρτάται το πόσο ανεκτικοί θα είμαστε ή όχι σε μια τέτοια συμπεριφορά και το ποιες στρατηγικές θα ακολουθήσουμε για την εξομάλυνση αυτών των καταστάσεων.
Δεν υπάρχουν μύγες που τσιμπάνε τα παιδιά (και τους ανθρώπους γενικότερα), υπάρχουν πάντα αιτίες που οδηγούν σε κάποια συμπεριφορά. Οι συνηθέστεροι αιτιολογικοί παράγοντες που προκαλούν προβληματική συμπεριφορά σε ένα παιδί είναι οι παθολογικοί, κοινωνικοί-οικογενειακοί και οι σχολικοί. Κάποιος σωματικός πόνος ή ενόχληση ή αίσθηση πείνας και η κούραση μπορούν να κάνουν ένα παιδί να αντιδρά με άσχημο τρόπο καθώς δεν είναι κάτι που μπορεί πάντα να εξηγήσει είτε στον εαυτό του είτε στο περιβάλλον του, οπότε είναι τα πρώτα που ελέγχουμε.
Η ποιότητα της σχέσης με τους γονείς είναι παράγοντας καθοριστικός. Γονείς υπερβολικά αυστηροί ή αδιάφοροι ή γονείς που νοσούν από κάποια σοβαρή ασθένεια προκαλούν αρνητικά συναισθήματα σε ένα παιδί, που τα εκφράζει τόσο άσχημα όσο τα αντιλαμβάνεται. Τραυματικές εμπειρίες, ειδικότερα της πρώτης δεκαετίας της ζωής του, αν δεν δουλευτούν, μπορεί να προκαλούν προβληματικές συμπεριφορές όχι μόνο στην παιδική ηλικία αλλά σε όλη του την ζωή, καθώς οι μετέπειτα συνδέσεις βασίζονται σ’ αυτές.
Εκτός από το οικογενειακό περιβάλλον, το σχολικό περιβάλλον μπορεί επίσης να προκαλεί δυσάρεστα συναισθήματα. Ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα ανώτερο των δυνάμεων του παιδιού για το αναπτυξιακό στάδιο που βρίσκεται μπορεί να το κάνει να νιώσει ματαίωση, καταπόνηση και απόρριψη. Ένα κομμάτι που πρέπει να προσέξουμε ιδιαιτέρως είναι αυτό του ανταγωνισμού. Η σύγκριση του παιδιού με κάποιο άλλο ή το να έχει είτε το σχολικό είτε το οικογενειακό περιβάλλον περισσότερες απαιτήσεις από αυτό, θα το οδηγήσει τελικά σε αισθήματα κατωτερότητας και ανεπάρκειας. Κανείς μας δεν θα μπορούσε να έχει όμορφη συμπεριφορά, νιώθοντας τόσο άσχημα.
Στη συμπεριφορά του παιδιού, αιτιολογικός παράγοντας είναι και η ιδιοσυγκρασία του ίδιου του παιδιού. Ο βαθμός της ανάπτυξης των δεξιοτήτων προσαρμογής στις απαιτήσεις του περιβάλλοντος όπως και στις μεταβολές και το πόσο μπορεί να διαχειριστεί τα συναισθήματα του, παίζουν βασικό ρόλο. Ακόμα, η φύση της διάθεσης του κάθε παιδιού το κάνει να συμπεριφέρεται με τον ανάλογο τρόπο.
Όμως ένα παιδί, επίκτητα ή κληρονομικά, αναπαράγει μοντέλα που συναντά και πριν φτάσουμε στο σημείο να το βγάλουμε προβληματικό, ας αναλογιστούμε τη δική μας συμπεριφορά, όχι μόνο στο επίπεδο ομοιοτήτων και διαφορών αναφορικά με μια κατάσταση αλλά και στο επίπεδο επιρροών. Μπορεί ένας γονέας να μη βρίσει ποτέ ένα φίλο του, αλλά αν χρησιμοποιεί γενικά στην καθημερινότητα του άσχημους χαρακτηρισμούς, το παιδί λαμβάνει το μήνυμα ότι μια τέτοια συμπεριφορά είναι αποδεκτή. Σκεφτείτε τη σύγχυση που προκαλείται όταν το επιπλήττουμε ή του ζητάμε να αλλάξει κάτι που εμείς οι ίδιοι κάνουμε… Τότε δεν είναι το παιδί που παρουσιάζει προβληματική συμπεριφορά…
Αν όμως είναι το παιδί που έχει προβλήματα στη συμπεριφορά του, πρέπει να παρέμβουμε, πρωταρχικά για να ανακουφιστεί εκείνο, αφού ταλαιπωρείται περισσότερο από το περιβάλλον του. Η απόκτηση και η ενίσχυση κοινωνικών δεξιοτήτων και η διαχείριση συναισθημάτων είναι οι δυο πιο βασικές τεχνικές παρέμβασης. Μερικές φορές απλά φτάνει το να πούμε σε ένα παιδί ότι η συμπεριφορά του αυτή δεν είναι αποδεκτή καθώς φέρνει τους άλλους σε δύσκολή θέση και να του εξηγήσουμε πως όλα τα συναισθήματα επιτρέπεται να τα νιώθει όμως δεν μπορεί να τα εκφράζει με όποιο τρόπο θέλει και να το βοηθήσουμε να βρει δημιουργικούς τρόπους έκφρασης.
Μερικές άλλες φορές αυτό δεν είναι αρκετό και χρειάζεται κάτι παραπάνω όπως να συνειδητοποιήσει ότι οι πράξεις του έχουν συνέπειες, οι οποίες πρώτα εκείνο θα πλήξουν. Τα παιχνίδια ρόλων και η ταύτιση με κάποιον ήρωα παραμυθιού με αντίστοιχη συμπεριφορά μπορεί να είναι πολύ βοηθητική. Ακόμα, ο έλεγχος της παρόρμησης θα τα οδηγήσει στο να καταφέρουν να έχουν αυτοέλεγχο σε πράξεις και συναισθήματα. Είναι καλό να γίνει τρόπος ζωής για όλους μας, όταν συμβαίνει κάτι που μπορεί να μας προκαλέσει άσχημες αντιδράσεις, να πάρουμε όσο χρόνο χρειαστεί για να επεξεργαστούμε την κατάσταση, να εκτιμήσουμε τι θα ήταν καλύτερο και μετά να το κάνουμε. Πολύ βοηθητική είναι η εκπαίδευση στην ενσυναίσθηση, το να μπορούμε δηλαδή να μπούμε στη θέση του άλλου και να μπορέσουμε να σκεφτούμε και τα δικά του συναισθήματα.
Το καλύτερο που θα μπορούσαμε να κάνουμε είναι να προλάβουμε μια προβληματική συμπεριφορά, φροντίζοντας να μην υπάρχει κάτι που θα την προκαλέσει. Αν όμως εμφανιστεί, πριν κρίνουμε το παιδί μας, ας εξετάσουμε τη δική μας συμπεριφορά. Στο επόμενο βήμα, ας έχουμε μαζί μας συναισθηματική αγωγή και ενσυναίσθηση και ας αφήσουμε οποιοδήποτε είδος τιμωρίας που δεν θα μας βοηθήσει κάπου. Οι λογικές συνέπειες είναι αρκετές και όσο πιο θετικές είναι οι πράξεις μας τόσο πιο θετικές θα είναι και αυτές.
Η Έλλη Τσομπανίδη είναι νηπιαγωγός.