Ούτε λίγο ούτε πολύ, πού τον έχανες πού τον έβρισκες, περπατούσε μονάχος και τριγύριζε στις ερημιές κι έψαχνε και καμιά φορά σιγομουρμούριζε ή σιγοτραγουδούσε. Οι περισσότεροι –αυτοί που δεν τον ήξεραν– τον πέρναγαν για αργό στο μυαλό, και μάλιστα έλεγαν κι ακόμα χειρότερα όταν δεν ήταν μπροστά. Τόσα ήξεραν… Αλλά όσοι ήταν από τον τόπο και γνώριζαν τις παλιές ιστορίες, τον υπερασπίζονταν. Και ήταν και κάτι γριούλες, που κανείς δεν ήξερε ακριβώς την ηλικία τους, που μουρμούριζαν κάτι παλιές ιστορίες για ένα νεραϊδόσογο και πως τα μάτια του είχαν το χρώμα της προγιαγιάς… Πού να βγάλεις άκρη με όλα τούτα.
Αλλά εκείνος δεν ενδιαφερόταν για όλα τούτα. Πηγαινοερχόταν στη δουλειά του –εργάτης σε ένα μεγάλο τυπογραφείο ήταν– στην πόλη και δεν ασχολιόταν με όσα έλεγαν γι’ αυτόν. Άλλωστε, τα είχε συνηθίσει όλα αυτά. Κανέναν δεν ενοχλούσε και κανένας δεν μπορούσε να τον ενοχλήσει. Έτρωγε μια φορά το βράδυ στο μεγάλο καφενείο του χωριού –τα μεσημέρια τσιμπούσε συνήθως σε ένα μαγερειό κοντά στη δουλειά του– και στον ελεύθερο χρόνο του φρόντιζε το μικρό περιβόλι του έξω από το σπίτι του που ήταν το τελευταίο στο χωριό… είχε πάντα τα δικά του λαχανικά και τα έφερνε συχνά στον καφετζή σαν αντάλλαγμα για κάποιο από τα φαγητά που έτρωγε.
Δεν είχε ανάγκη πολλά… Και δεν είχε παντρευτεί, παρόλο που κόντεψε κάποτε… Ατυχία είπανε… η νύφη τελικά επέλεξε άλλον υποψήφιο.
Πάντως, όταν είχε καλό καιρό, έπαιρνε ένα μπαστούνι, που μόνος του είχε σκαλίσει από τη βέργα μιας οξιάς, όχι για να στηρίζεται, αφού ήταν πολύ νέος ακόμα, αλλά ποιος ξέρει… ίσως για να διώχνει κανένα σκυλί… και ξεμάκραινε. Ανέβαινε προς τα πάνω, προς το παλιό ξωκλήσι του Αϊ-Λια που άνοιγε πια μοναχά μια φορά τον χρόνο, όταν γιόρταζε, εκεί πήγαινε και καθόταν κι αγνάντευε ή περπατούσε. Περπατούσε… περπατούσε…. κι έψαχνε. Σαν τι να έψαχνε τάχατες;
Στο σπίτι του, που ήταν και μικρό και παλιό, τα βιβλία είχαν την τιμητική τους. Παντού βιβλία. Σε ράφια, σε βιβλιοθήκες, στα πατώματα. Τι είχαν μέσα αυτά τα βιβλία κανείς δεν το γνώριζε, αφού σπάνια κάποιος τον επισκεπτόταν, εκτός από μερικές φορές το καλοκαίρι. Τότε κάθονταν έξω, στην αυλή, κάτω από τη μεγάλη κληματαριά.
Ένα βράδυ, μεσοκαλόκαιρο ήταν, είχε φεγγάρι στη γέμιση, και τα ζώα ήταν λίγο ανήσυχα, ακούστηκε ένα παράξενο τραγούδι και ο ήχος μιας φλογέρας. Όσοι έτυχε να το ακούσουν συζητούσαν μετά με δέος για την ομορφιά αυτού του ακούσματος. Δεν ήξεραν τι ήταν. Ούτε είχαν ακούσει ποτέ κάτι παρόμοιο για να μπορούν να συγκρίνουν και να καταλάβουν. Αλλά όλοι ήταν σίγουροι από πού προερχόταν η μουσική: ήταν από το δικό του το σπίτι. Κι ας έστεκε σκοτεινό εκείνο το βράδυ.
Δεν τους εξήγησε ποτέ, δεν απάντησε σε καμιά από τις ερωτήσεις, χωρίς να τους αποφεύγει ή να θυμώνει που τον κούραζαν με τέτοιον τρόπο… Αλλά δεν απάντησε ποτέ και σε κανέναν τι ήταν αυτό που ακούστηκε εκείνο το βράδυ και αν προερχόταν πραγματικά από το σπίτι του.
Ύστερα από αυτό οι επισκέψεις του στο βουνό πύκνωσαν. Δεν τον ενδιέφερε πια αν είχε βροχή, αν είχε χιόνι. Μόνο χανόταν με τις ώρες, τριγυρίζοντας και ψάχνοντας… ποιος ξέρει τι.
Στο χωριό είπαν πως είχε παρανοήσει και στο πέρασμά του σιγομουρμούριζαν όλοι. Το καημένο το παλικάρι. Το ’φαγε η μοναξιά…
Ύστερα, μια μέρα, κουβάλησε από το βουνό στο σπίτι του μια πέτρα. Μια πέτρα μεγάλη ίσα με ένα κεφάλι αλόγου και την ακούμπησε έξω από την πόρτα του πάνω σε έναν παλιό πάγκο. Από κει και πέρα πήρε να σκαλίζει. Σκάλιζε και χτύπαγε και σμίλευε την πέτρα ακούραστα… ξεχνούσε να φάει, να πιει, να πάει από το καφενείο… χάθηκε. Μια μέρα ξέχασε να πάει ακόμα και στη δουλειά του. Όταν τον ρωτούσαν τι φτιάχνει με την πέτρα έλεγε μουρμουριστά κι ακατάληπτα σχεδόν: «Είναι κρυμμένο… είναι η ψυχή της πέτρας… είναι η ψυχή… κρυμμένο… η δική μου… στην πέτρα μέσα…»
Κι έτσι τον παράτησαν στην ησυχία του.
Κι έφτασε μια μέρα που κάποιοι τον θυμήθηκαν και τον αναζήτησαν γιατί είχε μέρες να φανεί. Κι όταν έφτασαν μέχρι το σπίτι του, τον βρήκαν να κάθεται στην αυλή του με το κεφάλι ακουμπισμένο μες στα χέρια του, επάνω στον πάγκο, τα εργαλεία σκόρπια, σαν να κοιμόταν… μα δεν κοιμόταν… τα μάτια του ήταν ορθάνοιχτα. Μα δεν έβλεπαν. Το στόμα του χαμογελούσε, μα σαν του μίλησαν δεν απάντησε… Μόνο σήκωσε λίγο το βλέμμα, έκανε μια κίνηση αδιόρατη με το χέρι του κι έδειξε.
Πάνω στον πάγκο η πέτρα είχε αποκαλύψει το μυστικό της, την ψυχή της…
Ένα πέτρινο γεράκι με ορθάνοιχτα φτερά.
Νεραϊδόπαρμα… είπαν οι γριές.
Και τον άφησαν ήσυχο.
Η αφηγήτρια Σάσα Βούλγαρη αφηγείται παραμύθια για μικρούς και για μεγάλους και διδάσκει για την Τέχνη της Αφήγησης εδώ και 20 χρόνια. Αυτό το παραμύθι το έφτιαξε για τους αναγνώστες του Τaλκ.