ΔΥΣΚΟΛΑ, ΠΟΛΥ ΔΥΣΚΟΛΑ! ΔΥΣΚΟΛΑ;

Έτρεχε αλαφιασμένος… πανικόβλητος. Κοίταζε έντρομος γύρω του να βρει έναν τρόπο διαφυγής, κάπου να πιαστεί, να κρυφτεί, να δώσει στον εαυτό του έστω μιαν αμυδρή ελπίδα… Έψαχνε απεγνωσμένα και τα μάτια του δάκρυζαν και πονούσαν από την προσπάθεια καθώς ο ήλιος έλαμπε καυτός πάνω από το κεφάλι του, κι η καρδιά του τυμπάνιζε μέσα στο στήθος του, αλλά δεν σταματούσε να τρέχει, για όνομα του Θεού! Ήταν βασικό να μη σταματήσει να τρέχει, να μη μειώσει τον ρυθμό του στο ελάχιστο!
Το Θηρίο λιγόστευε την απόσταση μεταξύ τους με μεγάλα σταθερά βήματα. Άλλωστε ήταν μάταιο: πώς θα μπορούσε ποτέ να τα βγάλει πέρα με μια τόσο πελώρια Τίγρη; Δεν θυμόταν ποτέ στη ζωή του να έχει δει τέτοιο πλάσμα… και είχε δει πολλά. Αλίμονο, πώς είχε μπλέξει έτσι; Λαχάνιαζε όλο και πιο πολύ, τα σωθικά του έκαιγαν από την προσπάθεια να τρέξει πιο γρήγορα, κι έψαχνε πάντα έναν τρόπο να γλιτώσει.
Τώρα πια αγκομαχούσε και μπροστά του είχε να αντιμετωπίσει τον Γκρεμό. Τον Γκρεμό που υπήρχε σε όλα τα παλιά παραμύθια και τους θρύλους των παππούδων του. Τον Γκρεμό που έλεγαν πως μόνον ένας κατάφερε να τον ξεπεράσει μια φορά που γκρεμίστηκε. Αλλά αυτός ήταν ήρωας στις αρχαίες ιστορίες.
Αλλά δεν είχε άλλη λύση. Φτάνοντας στο χείλος του, είδε από κάτω ένα φυτό, άγριο, σκονισμένο, με φύλλα μυτερά κι αγκάθια, να προεξέχει σαν τη μόνη του ελπίδα… ή την καταδίκη του. Τσακίστηκε και μάτωσε τα χέρια του και γδάρθηκε αλλά κατέβηκε ως εκεί και πιάστηκε από τη στερνή του ελπίδα.
Δύσκολα… πολύ δύσκολα…
Μια ανάσα, μια στιγμιαία ανακούφιση, λίγη ξεκούραση… αλλά το επισφαλές κατάλυμά του άρχισε να τον προδίδει: αργά αργά το αυτό, μην αντέχοντας το βάρος του, πήρε να ξεριζώνεται. Ξεριζωνόταν αργά, αλλά σταθερά… βασανιστικά… κι από κάτω…
Από κάτω ακουγόταν βουερός, ορμητικός σαν βροντή, σαν φωτιά που κατρακύλησε από τα ουράνια, ο Ποταμός. Και τι δεν ειπώθηκε και τι δεν τραγουδήθηκε γι’ αυτό το ποτάμι. Πως ήταν Θεός που κύλησε μ’ αυτήν τη μορφή από τα σκοτάδια. Πως ήταν φίδι, δρακόφιδο που απλωνόταν στα πέρατα του κόσμου και για να τραφεί ήθελε ανθρώπινες σάρκες. Πως ήταν νεράιδα που ο αγαπημένος της – αμυαλος θνητός!– την πλήγωσε και γίνηκεν αυτή ένα με τον καημό της. Ενώθηκε με τα δάκρυα της ψυχής της κι ο θυμός της κι η απελπισία της ξεχύθηκαν στα ορμητικά νερά κι ορκίστηκε πως παλικάρι δεν θ’ άφηνε να ξαναφύγει ζωντανό απ’ την υγρή αγκαλιά της.
Λίγο τον ένοιαζε τώρα πού ήταν η αλήθεια μέσα σε όλα αυτά. Θα έπεφτε έτσι κι αλλιώς μες στα νερά… αλλά τα μάτια του, τα δακρυσμένα από το άσπλαχνο φως του ήλιου, διέκριναν το σχήμα ενός κορμού… Όχι, κορμός δεν ήταν: ένα πελώριο στόμα κροκόδειλου άνοιγε λίγο πιο κάτω μέσα στο νερό που άφριζε.
Δύσκολα… Πολύ Δύσκολα…
Κοίταξε, απελπισμένα πια, δίπλα του να βρει κάπου ν’ αρπαχτεί καθώς το φυτό σιγά σιγά τον πρόδιδε και οι ρίζες του υποχωρούσαν μια μια από την πίεση του βάρους του. Εκεί, παραδίπλα, σε απόσταση μιας ανάσας, ήταν μια πελώρια κυψέλη. Άγριες οι μέλισσες, κρέμονταν σαν τσαμπί με φρούτα φαρμακερά… οδυνηρά…
Δύσκολα… πολύ δύσκολα…
Η Τίγρης βρυχιόταν εξαγριωμένη πάνω από το κεφάλι του. Το φυτό ήθελε λίγο ακόμα για να υποχωρήσει οριστικά, ο κροκόδειλος κρυβόταν ακόμα υπομονετικά αναμένοντας το θήραμά του, ενώ ο Ποταμός βούιζε με εκκωφαντικό τρόπο. Η φωλιά των μελισσών σείονταν βομβώντας κι εκείνος κρεμόταν… κρεμόταν.
Τώρα;
Δύσκολα… πολύ δύσκολα…
Τότε γύρισε από την άλλη μεριά το βλέμμα του. Δεν είχε κοιτάξει ως τώρα με προσοχή προς τα εκεί, γιατί με την άκρη του ματιού του είχε αντιληφθεί ότι δεν υπήρχε κράτημα ή άλλος τρόπος βοήθειας. Αλλά… εκεί… σε μιαν άκρη, ανάμεσα σε βράχια μυτερά, το είδε.
Ήταν ένα μικρό, ταπεινό φυτό. Ένα αγριολούλουδο, από αυτά που δεν αντιλαμβάνεσαι αμέσως την παρουσία τους, μα κάποτε σε συνεπαίρνουν καθώς λάμπουν με τα πιο απρόσμενα χρώματα.
Ήταν ένα μικρό λουλούδι, κόκκινο, κατακόκκινο, με το πιο λαμπερό κόκκινο χρώμα που βάφτηκε ποτέ σε πέταλα λουλουδιού. Μα τι στο καλό έκανε εκεί αυτό το κατακόκκινο λουλουδάκι; Ήταν πανέμορφο!
Την επόμενη στιγμή ο άντρας γέλαγε με την καρδιά του.
Η Τίγρης ήταν πάντα επάνω από το κεφάλι του.
Το Ποτάμι ορμούσε κι άφριζε και ο Κροκόδειλος ανέμενε υπομονετικά με τα σαγόνια του έτοιμα.
Η κυψέλη μούγκριζε απειλητικά και το φυτό ίσα που τον βαστούσε πια.
Δύσκολα;
Εκείνος κοίταξε το λουλούδι, όμορφο, ήρεμο, κόκκινο λαμπρό, γιορτινό. Και ξέχασε τα πάντα.
Ο χρόνος σταμάτησε. Βύθισε το βλέμμα του σε αυτήν την απέραντη ομορφιά που υμνούσε τη ζωή και το φως.

Leave a Reply