ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΤΕΡΑΤΩΝ

Επιτέλους, το έργο του κλασικού συγγραφέα και εικονογράφου Μόρις Σέντακ μεταφράζεται στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Παπαδόπουλος, που μας έχουν «κακομάθει» σε κλασικά αναγνώσματα που δεν χάνουν την αξία τους μέσα στον χρόνο και θα συντροφεύουν γενιές παιδιών για πολλά χρόνια ακόμα. Η αρχή έγινε με το εμβληματικό παραμύθι Η χώρα των τεράτων (Where the Wild Things Are), ένα βιβλίο-σταθμό για τα εκδοτικά δεδομένα παγκοσμίως. Κυκλοφόρησε πρώτη φορά το 1963 και έχει πουλήσει πάνω από 25 εκατομμύρια αντίτυπα, έχει διασκευαστεί για ταινίες, όπερα κ.ά., και έχει μεταφραστεί σε περισσότερες από 30 γλώσσες.
Όταν ο Μαξ φοράει τη στολή του λύκου κι αρχίζει τις σκανταλιές, η μητέρα του τον μαλώνει. «ΤΕΡΑΣ!», του φωνάζει και τον στέλνει νηστικό στο δωμάτιο του. Τότε ο Μαξ ανταπαντάει «ΘΑ ΣΕ ΦΑΩ!» και θυμωμένος θα ξεκινήσει ένα ταξίδι για μια φανταστική χώρα που κατοικείται από τέρατα. Αυτά θα τον ανακηρύξουν βασιλιά τους και θα αρχίσουν μαζί του τον κακό χαμό! Όμως, σύντομα, ο Μαξ θα βαρεθεί και θα πεθυμήσει το σπίτι του και τη μητρική αγκαλιά. Και το ταξίδι της επιστροφής θα ξεκινήσει… Τι θα βρει, άραγε, ο Μαξ όταν επιστρέψει στο σπίτι; Το κείμενο του Σέντακ ανέλαβε να αποδώσει στη γλώσσα μας ο μεταφραστής και συγγραφέας Γιάννης Παλαβός, με τον οποίον συζητάμε για βιβλία, παιδιά, γονείς, τέρατα,  σκανταλιές, φως και σκοτάδι, φαντασία, εκτροπές και μεταμέλειες…

Γιάννη, σε καλωσορίζουμε στην παρέα μας. Πότε διάβασες για πρώτη φορά το κείμενο του Sendak και πώς ένιωσες; Ταυτίστηκες καθόλου με τον Μαξ; Σου θύμισε τον εαυτό σου ως θυμωμένο παιδί έπειτα από τιμωρία;
Πρωτοδιάβασα τη Χώρα των τεράτων πριν από έξι χρόνια, έπειτα από προτροπή φίλου. Ομολογώ ότι ως τότε δεν είχα υπόψη μου ούτε το βιβλίο ούτε τον Σέντακ. Ήμασταν έξω. Γύρισα σπίτι και, από περιέργεια, έψαξα για το βιβλίο στο διαδίκτυο. Βρήκα κάπου μόνο του το κείμενο, χωρίς την εικονογράφηση. Ενθουσιάστηκα: «Αυτό είναι πολύ σοβαρό», σκέφτηκα, «είναι ποίημα!». Ταυτίστηκα με τον Μαξ, όχι όμως τόσο λόγω παιδικών αναμνήσεων: ταυτίστηκα ως ενήλικος. Διότι, όπως π.χ. Ο Φύλακας στη σίκαλη, που ενώ μιλά για τον ψυχισμό ενός εφήβου, αποτυπώνει τα διλήμματα ενός τριαντάρη και ευρύτερα ενός ενήλικου, η Χώρα των τεράτων μιλά για τον θυμό που μας διαποτίζει όλους ανεξαρτήτως ηλικίας και, κυρίως, για την άφωτη πλευρά της μέσα σελήνης, αναπόσπαστο κομμάτι μας είτε είμαστε παιδιά είτε ενήλικες. Αφήστε που όσο περνούν τα χρόνια έχω όλο και περισσότερες αμφιβολίες για το αν όντως ενηλικιώνεται ποτέ κανείς… Για να το πω κι αλλιώς: ο Ιόλας, όταν κάποτε τον ρώτησαν γιατί συλλέγει έργα τέχνης, είχε απαντήσει υπέροχα. «Θέλω», είπε, «να φτιάξω μια παιδική χαρά για μεγάλους». Έτσι βλέπω τη Χώρα των τεράτων, μόνο που στις σκοτεινές της κούνιες λικνίζονται πλάι πλάι παιδιά και ενήλικοι.

Πώς λειτούργησες ως μεταφραστής; Το κείμενο δεν είναι μεγάλο, αλλά σίγουρα θέλει δουλειά ώστε να αποδοθεί όσο το δυνατόν πιο άρτια και ταιριαστά στη γλώσσα μας. Πόσο σε βοήθησε και η συγγραφική σου ιδιότητα και τα στοιχεία μαγικού ρεαλισμού που έχεις χρησιμοποιήσει κι εσύ σε ορισμένα από τα διηγήματά σου;
Μπορεί το κείμενο να είναι όλο κι όλο 336 λέξεις, όμως αυτό δεν καθιστά αυτομάτως εύκολη τη μετάφρασή του. Μπορεί να ισχύει και το αντίθετο: όταν μεταφράζεις ένα πολυσέλιδο βιβλίο, όλο και κάτι θα πειράξεις εδώ, όλο και κάτι θα «μαγειρέψεις» εκεί, ώστε, μεσοσταθμικά, το αποτέλεσμα να αποδίδει το ύφος, το πνεύμα και, κυρίως, το αίσθημα του πρωτοτύπου. Όταν όμως έχεις να σμιλέψεις μόνο 336 λέξεις, τα περιθώρια ελιγμών είναι λιγοστά. Κι όταν η γλώσσα είναι στοιχειώδης και η μετάφραση πρέπει να διαθέτει απλότητα, ρυθμό και προφορικότητα, κι επιπλέον να διαθέτει χαρακτήρα παραμυθιού με υφολογικά γνωρίσματα που το εγγράφουν κοντά στη δική μας παράδοση ώστε να ηχεί οικείο σ’ ένα μικρό παιδί, ο βαθμός δυσκολίας ανεβαίνει. Πόσο μάλλον όταν πρόκειται για ένα εμβληματικό έργο. Γι’ αυτό αφιέρωσα κάμποσο χρόνο και κόπο σ’ αυτές τις λίγες λέξεις. Όπως και να ’χει, κάθε μετάφραση είναι ερμηνεία και, πέρα από το κείμενο, μεταφράζει και τον μεταφραστή της. Από μεριάς μου, το γεγονός ότι έχω γράψει διηγήματα που ενσωματώνουν το παράδοξο μάλλον δεν βάρυνε ιδιαίτερα. Σημαντικότερο ρόλο έπαιξε ο ενθουσιασμός μου για το κείμενο και την προσωπικότητα του Σέντακ, για την οποία έμαθα στην πορεία. Και, όπως πάντα, ο χρόνος και ο μόχθος που επενδύθηκαν.

«Wild things». Στην ταινία του 2009 είχε αποδοθεί στα ελληνικά ως «μαγικά πλάσματα». Εσύ προτίμησες το (πιο τρομακτικό, λιγότερο πιασάρικο, αλλά μάλλον πιο κοντινό σ’ αυτό που έλεγε ο Σέντακ) «τέρατα». Πώς έκανες αυτή την επιλογή; Είχε να κάνει και με τον μικρό διάλογο που είχε ο Μαξ με τη μητέρα του; Και τι συμβολίζουν τα τέρατα για σένα;
Η απόδοση του όρου «wild things», μαζί με την απόδοση της περίφημης ιαχής «Let the wild rumpus start!», είναι η κρισιμότερη απόφαση που καλείται να πάρει ο μεταφραστής του έργου. Το βιβλίο έχει μεταφραστεί σε δεκάδες γλώσσες και, κάνοντας την έρευνά μου όταν το μετέφραζα, διαπίστωσα ότι οι δυο όροι έχουν αποδοθεί ποικιλοτρόπως. Η απόδοση «μαγικά πλάσματα» που χρησιμοποιήθηκε για την ταινία του 2009 είναι, προφανώς, άσχετη με τις προθέσεις του Σέντακ, αλλά πρόκειται για μια συγγνωστή επιλογή που έγινε από την εταιρεία διανομής της ταινίας: οι διανομείς είχαν στα χέρια τους μια χολιγουντιανή ταινία και ήθελαν να φτάσει σε όσους περισσότερους θεατές μπορούσε να φτάσει. Συνεπώς, δεν θα διακινδύνευαν έναν τίτλο με σκοτεινότερες αποχρώσεις. Όμως, όταν μεταφράζουμε το βιβλίο οφείλουμε να είμαστε πιστότεροι στο πνεύμα του. Δοκίμασα διάφορες αποδόσεις για το «wild things», λαμβάνοντας υπόψη και τις λύσεις άλλων μεταφραστών στο εξωτερικό, καθώς και ορισμένες ανεπίσημες ελληνικές μεταφράσεις που εντόπισα στο διαδίκτυο, κάποιες από έμπειρους μεταφραστές. Άλλες εκδοχές για το «wild things» θα ήταν π.χ. «αγρίμια», «θηρία» ή «άγρια θηρία». Πέρα, όμως, από τα προβλήματα που παρουσίαζαν οι λύσεις αυτές σε επίπεδο σύνταξης –«Η χώρα των αγριμιών»; Δεν μ’ αρέσει αυτή η δύσχρηστη και δύσηχη γενική–, το βασικό πρόβλημα είναι ότι δεν αποδίδουν επαρκώς τον σκοτεινό πυρήνα του ταξιδιού του Μαξ στην τερατώδη του πλευρά. Διάλεξα τον όρο «τέρατα», λοιπόν, γιατί η χώρα την οποία επισκέπτεται ο Μαξ είναι το υπόγειο του εαυτού του, το ασυνείδητο, εκεί όπου φωλιάζουν τα μέσα τέρατα. Τα οποία τα αντιμετωπίζει γενναία και, προσωρινά τουλάχιστον, τα δαμάζει.

Τι πιστεύεις ότι κάνει ένα βιβλίο του 1963 να παραμένει ολόφρεσκο σχεδόν 60 χρόνια μετά την πρώτη του έκδοση; Ας μην ξεχνάμε ότι έχει χαρακτηριστεί «το καλύτερο παιδικό βιβλίο όλων των εποχών» από το Time.
Δεν γνωρίζω καλά την παιδική λογοτεχνία, συνεπώς δεν μπορώ να αποτιμήσω το βιβλίο σε σχέση με το σώμα κειμένων του είδους του, χώρια που χαρακτηρισμούς όπως «η καλύτερη ταινία όλων των εποχών» ή «ο καλύτερος δίσκος της δεκαετίας» δεν πρέπει να τους παίρνει κανείς πολύ στα σοβαρά. Αυτό που καταλαβαίνω, ωστόσο, είναι ότι η Χώρα των τεράτων, όπως κάθε κλασικό έργο, συλλαμβάνει, απλά και με διαύγεια, ορισμένες στοιχειώδεις αλήθειες, μεταπλασμένες σε γοητευτική αφήγηση. Κι ακόμα, όπως συνήθως συμβαίνει με τα σημαντικά έργα, η Χώρα λειτουργεί σε δύο επίπεδα: από τη μια αφηγείται μια απλή ιστορία για ένα παιδί που αφήνεται στη σκοτεινή του πλευρά, που εξοικειώνεται μαζί της, που τη διαχειρίζεται και βγαίνει σοφότερο απ’ αυτή την εσωτερική πορεία, κι από την άλλη στον πυρήνα της το αίνιγμα παραμένει, καθώς μπορεί να διαβάσει κανείς το ταξίδι του Μαξ κι αλλιώς – ως την ιστορία ενός παιδιού που ενδίδει στο Κακό και τελικά αυτό του συγχωρείται. Με άλλα λόγια, η ηθική αμφισημία, θελκτικά δοσμένη, της ιστορίας του Μαξ, μιας ιστορίας που σχολιάζει κάτι τόσο βασικό όσο η σκοτεινή μας όψη, πάντα θα προσφέρει υλικό για σκέψη σε μικρούς και μεγάλους.

Ο Μαξ είναι σκανταλιάρης. Μα μετά την πεμπτουσία των σκανταλιών, με την απόδρασή του στη χώρα των τεράτων, αισθάνεται μοναξιά. Άραγε πόσες συγκρούσεις βιώνουμε καθημερινά ως μικροί (και ως μεγάλοι) μεταξύ επανάστασης και ασφάλειας και πόσο μπορεί να μας βοηθήσει ένα συμβολικό παραμύθι να επανορθώσουμε τα λάθη μας;
Υποψιάζομαι ότι δεν έχει μεγάλη διαφορά αν είσαι μικρός ή μεγάλος. Πιθανώς ως παιδί να βιώνεις τις συγκρούσεις δραματικότερα –και πάλι αυτό δεν ισχύει απόλυτα, αφθονούν οι δραματικές προσωπικότητες ανάμεσα στους ενήλικους!–, όμως οι συγκρούσεις είναι σημαντικό μέρος κάθε σταδίου της ζωής. Η λογοτεχνία και ευρύτερα η τέχνη μάς βοηθούν να τις χαρτογραφήσουμε καλύτερα, να τις συνειδητοποιήσουμε και να τις αρθρώσουμε, κι ίσως, μέσα απ’ την επίγνωση, να τις διαχειριστούμε αποτελεσματικότερα. Αλλά ένα συμβολικό παραμύθι δεν μας κάνει από μόνο του καλύτερους. Αυτό προϋποθέτει δουλειά άλλης τάξης. Ο κόσμος είναι γεμάτος ανθρώπους που διαβάζουν βιβλία, επισκέπτονται μουσεία, παρακολουθούν συναυλίες και παθιάζονται με τον κινηματογράφο αλλά παραμένουν συναισθηματικά κουβάρια και από κάθε άποψη λειψοί.Η Χώρα των ΤεράτωνΑς αρχίσει ο κακός χαμός! Αυτή τη σκοτεινή πλευρά, που τόσο ανώδυνα παρουσιάζει ο Sendak, τόσο με το κείμενο όσο και με την εικονογράφησή του, παρά το ειδικό της βάρος, την κρύβουμε όλοι μέσα μας. Είναι τμήμα της ανθρώπινης φύσης. Όμως είμαστε όλοι ικανοί να βρούμε το καράβι της επιστροφής στο φως; Να μεταμορφώσουμε τον φόβο σε χαρά; Και εδώ θα σε ρωτήσω για τη σημασία της καλλιέργειας από μικρή ηλικία της φαντασίας, ως εργαλείου ψυχικής ενδυνάμωσης και διαχείρισης συναισθημάτων.
Για να θυμηθούμε τον στίχο του Σεφέρη, είμαστε όλοι «αγγελικοί και μαύροι». Άνθρωποι μονομερώς και τελεσίδικα βυθισμένοι στο μαύρο είναι συνήθως άνθρωποι που, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, έχουν τραυματιστεί ψυχικά με ανεπούλωτο τρόπο. Άλλος ένας στίχος του Σεφέρη: «Κατά βάθος είμαι ζήτημα φωτός». Νομίζω πως όλοι ενστικτωδώς εκεί τείνουμε, όμως η στρέβλωση σε κρίσιμες περιοχές τού είναι μας δεν το επιτρέπει. Όλοι το ίδιο είμαστε, η υπέρβαση απαιτεί κόπο. Είναι πνευματικός αγώνας με συμπαίκτη και ταυτόχρονα αντίπαλο τον εαυτό. Η φαντασία πράγματι βοηθά, όχι τόσο γιατί μας επιτρέπει να ξεπερνάμε τις στρεβλώσεις μ’ ένα άλμα πάνω τους –κατά βάθος, αυτό το άλμα είναι αδύνατο και, σε κάθε περίπτωση, δεν αποφέρει μακροπρόθεσμα αποτελέσματα–, αλλά γιατί μας επιτρέπει να φανταζόμαστε τον εαυτό μας ως Άλλον. Γιατί μας επιτρέπει να μπαίνουμε στη θέση του Άλλου.

Η φαντασία και η ροπή προς την περιπέτεια συνήθως χάνεται καθώς μεγαλώνουμε. Κι από άτακτα παιδιά μπορεί να…καταντήσουμε, κυριολεκτικά ή μεταφορικά, σοβαροφανείς γονείς που ξεχνούν τι σημαίνει παιδικότητα και τιμωρούν την αταξία. Υπάρχουν τρόποι να γλιτώσουμε αυτή την εξέλιξη ή εκεί μας πάει η ζωή, θέλουμε δεν θέλουμε;
Δεν ξέρω. Καθώς περνούν τα χρόνια, η ζωή μάς στριμώχνει από χίλιες μεριές, και το σώμα και το μυαλό ακολουθούν την ίδια φθίνουσα πορεία. Οπότε από μια άποψη είναι αναπόφευκτο. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν είναι στο χέρι του καθενός να κρατήσει, όσο του το επιτρέπουν οι συνθήκες, το παράθυρο ανοιχτό για να μπαίνει αέρας. Υπάρχουν τρόποι, και πολλοί το πετυχαίνουν. Απλώς θέλει να μην αφήνεσαι.

Τέλος, αν ήσουν ο Μαξ, θα επέστρεφες στη χώρα των τεράτων, αφού χόρταινες και ξεκουραζόσουν και άρχιζε να σε ταλαιπωρεί και πάλι η (συχνά καταπιεστική) οικογενειακή θαλπωρή; Ή αυτή η περιπέτεια θα σε έκανε να δεις αλλιώς την καθημερινότητά σου;
Μα νομίζω πως, όπως και κάθε αναγνώστης, είμαι ο Μαξ – κι αυτή είναι, για να επανέλθω σε μια προηγούμενη ερώτηση, μια από τις αρετές που κάνουν το βιβλίο κλασικό: το γεγονός ότι συλλαμβάνει κάτι από τη φύση του καθενός. Είμαι κι εγώ, λοιπόν, ο Μαξ, και θέλοντας και μη επιστρέφω, όμως φροντίζω να μην παραμένω. Η εκτροπή έχει νόημα μόνο ως εκτροπή. Το να συνδιαλέγεσαι διαρκώς με τα τέρατα είναι εξουθενωτικό, ατελέσφορο και πάνω απ’ όλα επικίνδυνο. Η επαφή μαζί τους είναι απαραίτητη –και αναπόφευκτη–, σκοπός της όμως είναι να μας βοηθήσει να καταλάβουμε τον εαυτό μας ώστε να ζούμε καλύτερα στην εδώ χώρα, όχι στη χώρα των τεράτων.χώρα των τεράτωνΔιαβάστε: Μόρις Σέντακ, Η χώρα των τεράτων, Εκδόσεις Παπαδόπουλος, μετάφραση Γιάννης Παλαβός

Leave a Reply