Η συναισθηματική μάθηση

μάθησηΑπό τον προϊστορικό σαμάνο που παρατήρησε ότι οι βράχοι είναι αμετακίνητοι, ενώ τα σύννεφα και ο ήλιος εμφανίζονται και εξαφανίζονται, άρα έχουν «ψυχή», έως τους προσωκρατικούς φιλοσόφους της αμφισβήτησης των Θεών, μέχρι τον Σωκράτη της αειγνωσίας και των άπιαστων οικουμενικών αληθειών και βέβαια μέχρι τον σύγχρονο επιστήμονα, η πορεία της ανθρωπότητας προς τη γνώση παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον, χωρίς να είναι σε καμία περίπτωση γραμμική και προοδευτική. Άραγε τι είναι η μάθηση; Πώς γνωρίζουμε πράγματα;

H μάθηση κατανοείται σήμερα πρωτίστως ως μια πνευματική υπόθεση και η σωματική πλευρά, που εκδηλώνεται μέσω του παιχνιδιού, δεν περιλαμβάνεται παρά μόνο ελάχιστα. Στην πραγματικότητα, όμως, ισχύει το αντίθετο. Ο άνθρωπος, πέραν από πνεύμα, είναι και οι συγκινήσεις του. Η επεξεργασία των συγκινήσεων γίνεται από τον αρχέγονό μας εγκέφαλο, που είναι γνωστός ως μεταιχμιακό σύστημα ή συναισθηματικός εγκέφαλος. Η συν-κίνηση είναι η πηγή που τροφοδοτεί με ενέργεια τον κόσμο. Τίποτα από όσα ακούμε, αγγίζουμε, βλέπουμε δεν μπορούμε να μάθουμε αν δεν μας κινήσει την περιέργεια, αν δεν μας συγκινήσει. Αυτή η συγκίνηση προκύπτει στις αντίστοιχες αισθητηριακές περιοχές του εγκεφαλικού φλοιού και περνά από το φίλτρο του συναισθηματικού συστήματος. Αμέσως μετά αυτή η πληροφορία, χρωματισμένη με την αντίστοιχη συναισθηματική χροιά, (ενδιαφέρουσα, βαρετή κ.ά.) περνά στις περιοχές συσχετισμού του εγκεφαλικού φλοιού, όπου κατασκευάζονται οι νοητικές διεργασίες, όπως εκείνες της λογικής και της σκέψης.

Παρατηρούμε δηλαδή ότι το συναίσθημα προηγείται. Μια βλάβη, για παράδειγμα, στον «αρχαίο», συναισθηματικό μας εγκέφαλο είναι μοιραία για τον άνθρωπο, αντίθετα μια βλάβη στους μετωπιαίους λοβούς μπορεί απλώς να μειώσει τις ικανότητες ενός ατόμου.

Η περιέργεια που ικανοποιείται μέσω της γνώσης έχει ως εγκεφαλική βάση τον βιολογικό κήπο της ευχαρίστησης, η οποία με τη σειρά της ενισχύει την άποψη ότι η απόκτηση της ίδιας της γνώσης έχει καθοριστική σημασία για τη ζωή, προκαλώντας αισθήματα ευεξίας και ικανοποίησης. Η πρωτογενής αυτή περιέργεια των παιδιών ενεργοποιείται μέσω της αναζήτησης του καινούργιου και του διαφορετικού. Τα παιδιά αντιδρούν, άλλα λιγότερο και άλλα περισσότερο θετικά, σε κάτι που συμβαίνει στο περιβάλλον τους το οποίο είναι νέο, παράξενο, μυστηριώδες ή ασύνηθες. Μήπως αυτός είναι και ο λόγος που οι περισσότερες αναμνήσεις που έχουμε από τα σχολικά μας χρόνια ήταν «οι χαζομάρες» που κάναμε κατά τη διάρκεια του μαθήματος στην τάξη, όπου έσπαγαν κάπως τη μονοτονία του;

Η κατάργηση του βιωματικού παιχνιδιού ως μέσου μάθησης

Η μάθηση, λοιπόν, είναι κάτι φυσικό. Όμως, όπως ξέρουμε, το παιχνίδι –βασικό όχημα εξερεύνησης και πειραματισμού των παιδιών– καταργείται σχεδόν βίαια από την πρώτη κιόλας τάξη του δημοτικού. Δηλαδή, θεωρείται περισσότερο φυσιολογικό τα παιδιά να κλείνονται μέσα σε τετράγωνα κουτιά, φτωχά σε αισθητηριακά ερεθίσματα, από το να βγαίνουν έξω σε ένα βουνό. Θεωρείται περισσότερο φυσιολογικό να μάθουν τα μεγέθη από εικόνες, μέσω βιβλίων του εμπορίου, από το να επεξεργαστούν διαφόρων σχημάτων πέτρες στο φυσικό τους περιβάλλον. Το πλαίσιο, η επαφή με την κοινότητα και εν γένει η επαφή με τον πραγματικό κόσμο καταργούνται με αποτέλεσμα η ίδια η μάθηση να γίνεται κάτι ξένο από το βίωμα.

Θα μας πείτε τώρα –και σωστά– ότι οι άνθρωποι μέσω του πολιτισμού τους έχουν αναπτύξει σύμβολα, τα οποία απαιτούν πιο σύνθετους μηχανισμούς μάθησης και αφηρημένη σκέψη. Πώς θα μαθευτούν όλα αυτά; Μαγικά;

Η πρώτη πηγή γνώσεων του παιδιού είναι ο βιωμένος κόσμος και όλα όσα υπάρχουν μέσα σε αυτόν. Πολλοί νευροεπιστήμονες επισημαίνουν πόσο αρνητικό μπορεί να είναι για τον εγκέφαλο ενός παιδιού ενός ή δύο ετών το κλείσιμό του σε ένα δωμάτιο, είτε παιδικού σταθμού είτε σπιτιού. Τα σχολεία μας θα έπρεπε να είναι μέσα στη φύση, όπου τα παιδιά θα μπορούν να αλληλεπιδράσουν μεταξύ τους, να ακούσουν, να αγγίξουν, να μυρίσουν πράγματα αδιάκοπα. Με την κάλυψη αυτών των βαθιά ανθρώπινων αναγκών του συναισθηματικού εγκέφαλου, θα μπορούσαμε αργότερα να χτίσουμε το οικοδόμημα των ιδεών και της αφηρημένης σκέψης απρόσκοπτα, αφού θα ακολουθούσαμε την επιθυμία των παιδιών για περαιτέρω πληροφοριακή γνώση, σε κάτι όμως που προηγουμένως είχαν γνωρίσει μέσω των άμεσων εμπειριών τους, ακόμη κι αν αυτό ήταν μια αφηρημένη ιδέα.

Μάθηση και συναίσθημα

Η διαδικασία της μάθησης εξελίχθηκε μέσω των αισθήσεων, με την αύξηση της πολυπλοκότητας και του μεγέθους του εγκεφάλου μας, από το «σκέφτομαι το συγκεκριμένο αισθητηριακό», για παράδειγμα το συγκεκριμένο δέντρο που βλέπω, στο «σκέφτομαι το αφηρημένο», δηλαδή την έννοια «δέντρο» που έχω στο μυαλό μου και περιλαμβάνει όλα τα συγκεκριμένα δέντρα που υπάρχουν.

Αυτή ήταν η αργή εξελικτική διαδικασία που ξεκίνησε τουλάχιστον 1,5 εκατομμύριο χρόνια πριν, όπου η παλιά «συναισθηματική γλώσσα» σταδιακά παντρεύτηκε με τη νέα και ωραία «αφηρημένη γλώσσα», οδηγώντας μας στη γνώση μέσω ομαδοποιήσεων και κατηγοριοποιήσεων, όπως την αντιλαμβανόμαστε σήμερα. Στο νοησιαρχικό σχολείο το παιδί έρχεται αντιμέτωπο, από πολύ μικρή ηλικία και σχεδόν αποκλειστικά, με την εκμάθηση ιδεών και εννοιών απομακρυσμένων από εκείνα τα αισθητηριακά ερεθίσματα που ενεργοποιούν τους αρχέγονους αυτούς κώδικες του εγκεφάλου. Το αποτέλεσμα; Γνωστό. Περιστρεφόμενα παιδιά, αποσυνδεμένα από την αναζήτησή νοήματος.

Γνώση και συγκίνηση, επομένως, αποτελούν ένα αδιαίρετο, αλληλοσυμπληρωματικό δίπολο, μια αντίληψη ολότελα διαφορετική από την κλασική δυτική σκέψη και το περίφημο «Cogito ego sum» (σκέφτομαι άρα υπάρχω). Ο Descartes (1596-1660) αναφέρεται σε αυτήν ακριβώς την προτεραιότητα της πνευματικής διάστασης ως κεντρικής της ανθρώπινης ύπαρξης, η οποία υψώνεται πάνω από το σωματικό και συναισθηματικό, και ακριβώς μια τέτοια αντίληψη έχει κυριαρχήσει στον δυτικό κόσμο και στα σχολεία μας.

Στις κοινωνίες μας, οι οποίες έχουν γενικά αναπτύξει μια στρεβλή εικόνα για τη φύση, ως ξένη και άγρια, και για τον πολιτισμό, ως κάτι υπεράνω αυτής, υπάρχει ολοφάνερα η τάση να αναποδογυρίσουμε την κατάσταση και να τοποθετήσουμε τη σωματική-συναισθηματική πλευρά της μάθησης ως ένα είδος συμπληρώματος της «ορθής» μάθησης των αφηρημένων ιδεών.

Οι αφηρημένες, όμως, ιδέες που δημιουργεί ο εγκέφαλος δεν μπορεί να είναι κενές συγκινήσεων, αν και αυτό γίνεται σε μεγάλο βαθμό στο σχολείο, με ολέθρια για τη μάθηση αποτελέσματα. Δεν μπορεί να μεταφερθεί γνώση και λέξεις χωρίς το συγκινησιακό τους νόημα. Ακόμη και σε μαθήματα με τεχνικά χαρακτηριστικά, αν ο διδάσκοντας δεν νιώθει και δεν αγαπάει το αντικείμενο που διδάσκει, αλλά το κάνει με έναν τρόπο ασηπτικό και διεκπεραιωτικό, λίγα θα μείνουν στον μαθητή.

Όλα αυτά πλέον δεν αποτελούν απλά εμπειρικά δεδομένα. Οι Βρετανοί ερευνητές του εγκεφάλου Mark Solms και Oliver Turnbull, μαζί με πολλούς ακόμη συναδέλφους τους, τονίζουν ότι «από την άποψη της νευροφυσιολογίας, όλα τα γεγονότα της ζωής στο τέλος “μεταφράζονται” από σωματικά γεγονότα». Έτσι, αυτό που αποκαλούμε λογική σε έναν κανονικό, υγιή εγκέφαλο δεν μπορεί να λειτουργήσει ανεξάρτητα από αυτό που λέμε συναισθήματα.

H σημασία του σώματος –ειδικά στα πρώτα χρόνια της ζωής του παιδιού– στη μάθηση και η αξία της σύνδεσής της με το συναίσθημα, όπου μόνο με παιγνιώδη διάθεση και ενεργό πειραματισμό μπορεί να καρπίσει, γίνεται πλέον φανερή, αλλά και αναγκαία. Στην τάξη το σώμα νεκρώνεται. Η κίνηση και ο διάλογος απαγορεύονται. Το άγχος της επίδοσης υπερισχύει της έμφυτης προδιάθεσης προς τη μάθηση και η εργαλειοποίηση της ατομικής επιτυχίας επί των άλλων υπερτερεί της χαράς της αυτοβελτίωσης για τους άλλους.

Ο Γιώργος Λούκας είναι εκπαιδευτικός. Θα τον βρείτε στο Δημοκρατικό σχολείο του Βουνού “Ataxia School”

Leave a Reply