Αγαπώ τα παραμύθια του Άντερσεν. Από παιδί. Στην επαρχία, όπου μεγάλωσα, κανείς δεν μπήκε στον κόπο να μου απαγορεύσει το διάβασμα βιβλίων με ιστορίες θλιμμένες και κανείς δεν μου πρότεινε βιβλία για την ηλικία μου. Αλλά πάντα μου δώριζαν βιβλία, κάθε λογής βιβλία ― σε γενέθλια, την Πρωτοχρονιά, πριν από τις καλοκαιρινές διακοπές.
Όσες φίλες μου απέκτησαν παιδιά ακολούθησαν πάνω κάτω την ίδια τακτική. Και τα δώρα μου στα δικά τους παιδιά, που είναι και δικά μου, ήταν ανάλογα. Δεν σκέφτηκα ιδιαίτερα όταν δώρισα τον Όλιβερ Τουίστ σε δεκάχρονη κόρη φίλης μου, ούτε όταν αγόρασα τα εικονογραφημένα παραμύθια του Άντερσεν για την ανεψιά μου.
Και φτάσαμε σε μια εποχή που “Το κοριτσάκι με τα σπίρτα” θεωρείται απαγορευτικό και η ανάγνωσή του από πεντάχρονο ανεπίτρεπτη ώστε να συνιστά υπέρβαση και να απαιτείται συμβουλή από ψυχολόγο πριν βυθιστούμε σ’ αυτή. “Για να προστατευθεί και να μη λυπηθεί το παιδί”, είπε κάποιος γονιός, προσθέτοντας απαξιωτικά σχόλια για την προβληματική προσωπικότητα του Άντερσεν, χωρίς να συνειδητοποιεί ποιος είναι στ’ αλήθεια προβληματική προσωπικότητα. Ο καθένας μπορεί να μεγαλώνει όπως θέλει τα παιδιά του, αλλά δεν νομίζω πως έχει δικαίωμα να θεωρητικοποιεί τις απόψεις του χωρίς ουσιαστικά επιχειρήματα και γνώσεις.
Τι να σοκάρει, άραγε, πιο πολύ σ’ αυτή την ιστορία; Η φτώχεια, η αδιαφορία με την οποία αντιμετωπίζουν το κοριτσάκι όσοι το συναντούν στον δρόμο τους, η προσπάθειά του να γαντζωθεί από μια χαρούμενη εικόνα για να ξεχάσει για λίγο το παρόν, ο θάνατος που έρχεται ως λύτρωση; Κάτι απ’ όλα αυτά ή και όλα αυτά.
Η πόλη σήμερα, ο μεγάλος κόσμος, είναι γεμάτος κοριτσάκια και αγοράκια, παιδιά αόρατα, στα οποία δίνουμε λίγα κέρματα και συνεχίζουμε τις δουλειές μας με λιγότερο βάρος, κι όταν το βράδυ κλείνουμε την πόρτα του ζεστού μας σπιτιού τα ξεχνάμε, πριν φάμε και πιούμε ένα ποτήρι κρασί και τα ξανασυναντήσουμε στην οθόνη της τηλεόρασής μας, πρωταγωνιστές σε ιστορίες άγριες και σκοτεινές, σε ειδήσεις και ταινίες, να αναρωτιούνται πώς είναι να ζεις σε σπίτι, να μη δουλεύεις, αλλά να πηγαίνεις σχολείο, να έχεις παιχνίδια, να διαβάζεις βιβλία. Θα δωρίζαμε άραγε σ’ αυτά τα παιδιά της εμπειρίας, μαζί με πολλά ακόμα πράγματα, τα παραμύθια του Άντερσεν;