Ίσως επειδή δεν απέκτησα παιδιά, ίσως επειδή είμαι εκ φύσεως μελαγχολικός τύπος, ίσως επειδή τα περισσότερα χρόνια μου δούλευα τέτοιες μέρες, δεν τα έχω καταφέρει καλά με τις γιορτές.
Ακόμη μπερδεύομαι αν ο άγιος Βασίλης έρχεται τα Χριστούγεννα ή την Πρωτοχρονιά, αν μπαίνει από την καμινάδα έχει-δεν έχει τζάκι το σπίτι, αν τα μπισκότα με το γάλα τα αφήνουμε στο τραπέζι ή κάπου αλλού, αν στολίζουμε δέντρο ή καραβάκι, αν φτιάχνουμε κουραμπιέδες και μελομακάρονα τα Χριστούγεννα και πρέπει να μας φτάσουν μέχρι την Πρωτοχρονιά. Και φυσικά η απόλυτη σύγχυση με κυριεύει αν τρώμε γαλοπούλα ή κάτι άλλο, που όμως πρέπει να είναι γεμιστό, αλλά με τι; Με κάστανα, με κουκουνάρια, με δαμάσκηνα;
Αυτό το τελευταίο με το φαγητό είναι και το μόνιμο πρόβλημα της μητέρας μου. Κάθε χρόνο, μόλις τελειώνει το πασχαλινό τραπέζι, πέφτει το αμείλικτο και ύποπτο ερώτημα: «Τα Χριστούγεννα θα έρθετε; Να μου το πείτε εγκαίρως για να ξέρω αν θα πάρω γαλοπούλα. Αν δεν έρθετε, εγώ με τον πατέρα σας δεν θα φάμε ‒αν ζούμε βέβαια μέχρι τότε‒ θα πάρουμε κανένα κοτοπουλάκι…» Σημαντική λεπτομέρεια ότι αυτή η συζήτηση γίνεται τα τελευταία τριάντα πέντε χρόνια! Περιττή ότι ο ίδιος διακανονισμός γίνεται και από τα Χριστούγεννα προς το Πάσχα.
Τις περισσότερες φορές, λοιπόν, μπροστά στον φόβο να μην ξανακάνω γιορτές με τους γονείς μου, μαζεύεται η μικρή μας οικογένεια γύρω από το γιορτινό τραπέζι. Είναι όλα φροντισμένα, στολισμένα, ζεστά, ευωδιαστά, γαλήνια. Η μητέρα πάντα ξέρει πότε στρώνει, στολίζει, νοικοκυρεύει, μαγειρεύει. Ο πατέρας ποτέ δεν ξέρει τι ποσότητες να ψωνίσει και πάντα υπάρχει μια υπόγεια μεταξύ τους διένεξη που εκφράζεται με υπονοούμενα αγάπης ενώ δήθεν είναι θυμωμένοι!
Τώρα πια που όλοι μεγαλώσαμε ‒και οι γονείς κι εγώ‒ υπάρχει λόγος σοβαρός που θέλω να είμαστε όλοι μαζί. Όχι γιατί μπορεί κάποιος να «φύγει» μέχρι του χρόνου. Αλλά γιατί θέλω να βλέπω το χριστουγεννιάτικο δέντρο, που δεν είναι ακριβώς δέντρο, αλλά κομμένα κλαδιά από τη βερικοκιά της αυλής. Τα στολίδια που ανανεώνονται από καιρού εις καιρόν, αλλά υπάρχουν και καμιά δεκαριά που αντέχουν από τα χρόνια του σχολείου, από ένα ταξίδι στο Παρίσι, ένα άλλο στη Βιέννη, ένα φυλαγμένο από μπομπονιέρα κάποιου γάμου που δεν μακροημέρευσε, αλλά το πορσελάνινο αγγελάκι που κρατούσε τα κουφέτα βρίσκει ακόμη μια θέση στο κλαδί του οικογενειακού δέντρου.
Και για το τραπέζι, που έχει γλυκά και φαγητά κι ας έχουμε όλοι προβληματάκια υγείας και δεν επιτρέπεται να τα φάμε. Και κάνουμε όλοι πως δεν βλέπουμε ότι ο μπαμπάς έφαγε ένα ακόμη μελομακάρονο, αλλά με τρόπο του θυμίζουμε να πάρει το χάπι για τον διαβήτη του. Και για τη μαμά που είναι πάντα όρθια και σερβίρει και δεν τρώει ποτέ καθιστή για να μη μας λείψει τίποτα…
Και προ πάντων γιατί όταν ρωτάω «μα γιατί κάνετε τόση ετοιμασία και κουράζεστε;» η απάντηση έρχεται από τα βάθη μιας αγάπης στέρεης και λυτρωτικής: «Έτσι, για το καλό»…