ΜΙΛΑ ΤΩΡΑ! ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗ ΠΑΡΕΝΟΧΛΗΣΗ… ΥΠΕΡΑΝΩ ΠΑΣΗΣ ΥΠΟΨΙΑΣ

σεξουαλική παρενόχλησηΓνωρίζω την ιστορία της Ε. από το καλοκαίρι, λίγες μέρες αφότου συνέβη. Μου την αφηγήθηκαν η μητέρα της και ο πατέρας της, που ανήκουν στο φιλικό μου περιβάλλον. Περίμενα να περάσει ένα εύλογο χρονικό διάστημα, ώστε το κορίτσι να ηρεμήσει και να καταλαγιάσουν μέσα του τα συναισθήματα που της προκάλεσε η σεξουαλική παρενόχληση την οποία δέχτηκε από άτομο του στενού της οικογενειακού περιβάλλοντος και έπειτα ρώτησα τους γονείς της αν θέλουν να μιλήσουν στο Τaλκ, ώστε να ευαισθητοποιήσουν άλλους γονείς προκειμένου να προληφθούν ανάλογες καταστάσεις. Εκείνοι με παρέπεμψαν απευθείας στη γενναία, δεκατετράχρονη σήμερα, κόρη τους, που θέλησε να μιλήσει η ίδια για ό,τι της συνέβη, απευθυνόμενη τόσο στους συνομηλίκους της όσο και στους κηδεμόνες τους και να συμβάλει στην αντιμετώπιση της σεξουαλικής παρενόχλησης και βίας, περνώντας δύο βασικά μηνύματα:

  • Ότι συνήθως οι κακοποιητές βρίσκονται πολύ κοντά στα ανήλικα θύματά τους και είναι υπεράνω πάσης υποψίας και
  • ότι τα θύματα πρέπει να μιλάνε αμέσως σε άτομα που εμπιστεύονται, χωρίς τύψεις, χωρίς φόβο, χωρίς ντροπή.

Το κορίτσι, μάλιστα, δεν είχε κανένα πρόβλημα να μιλήσει επώνυμα – συζητάει ανοιχτά την εμπειρία της–, αλλά λόγω της ανηλικότητάς της και την εμπλοκή μελών της οικογένειάς της προτιμήσαμε τη χρήση του αρχικού του ονόματός της.

Ένα sleepover στη θεία και στον θείο
Η Ε. είχε τελειώσει την Α’ Γυμνασίου και απολάμβανε τις διακοπές της, φιλοξενούμενη από τη γιαγιά της στον τόπο καταγωγής της μητέρας της. Μια μέρα δέχτηκε πρόσκληση από τη θεία της, την αδερφή της μητέρας της, και τον άντρα της (δεν έχουν παιδιά μαζί), να κοιμηθεί ένα βράδυ στο σπίτι τους και το πρωί να πάνε παρέα για μπάνιο. Η Ε. δέχτηκε ενθουσιασμένη. Είχε πολύ καιρό να τους δει, λόγω καραντίνας! Τρεις μέρες μετά είχε ήδη κανονίσει mini διακοπές σε ξενοδοχείο μαζί τους και με τη ενήλικη αδελφή της, το αγόρι της και τον ανιψιό του θείου της, αλλά γιατί όχι και ένα sleepover, με φαγητό, ταινία και πισίνα την επόμενη;
Ο θείος της πήγε να την πάρει με τη μηχανή του, σχολίασε το πόσο μεγάλωσε και ομόρφυνε, ενώ της ζήτησε να κρατηθεί πολύ καλά επάνω του και να τον αγκαλιάσει γερά, γιατί «είχε την έννοια να μην πέσει». Η Ε., εντελώς απονήρευτη, τον άκουσε. Πολύ τον πήγαινε αυτόν τον θείο. Αν και πενήντα τριών ετών, ήταν μοντέρνος και κουλ και ευχάριστος, με αέρα πολύ νεανικό. Είχε την αίσθηση ότι οι γονείς της δεν τον πολυπήγαιναν, άλλο στιλ ανθρώπου, αλλά δεν το είχε φιλοσοφήσει ιδιαίτερα. Άλλωστε, ζούσαν σε άλλη πόλη, βρίσκονταν σπάνια και είχαν να ιδωθούν σχεδόν δυο χρόνια, από τότε που ήταν ακόμα μαθήτρια δημοτικού, εξαιτίας της πανδημίας.
Στην αρχή, η βραδιά κύλησε αναμενόμενα. Παρήγγειλαν φαγητό, είδαν ταινία, κουβέντιασαν και γύρω στα μεσάνυχτα, η θεία αποχώρισε για ύπνο. Ο θείος ζήτησε από την Ε. να μείνει να του κάνει λίγη παρέα και να τα πουν, μια και είχε τόσο καιρό να τη δει και του είχε λείψει. Η Ε. δέχτηκε με χαρά και μάλιστα τον άφησε να την πλησιάσει και να την αγκαλιάσει. Κι εκείνης της είχε λείψει. Όταν, όμως, άρχισε να τη χαϊδεύει, αρχικά στην κοιλιά και έπειτα στα γεννητικά όργανα, η Ε. πάγωσε. Αρχικά, δεν κατάλαβε τι συνέβαινε. Τον άκουγε να της λέει πως ήταν πια σε ηλικία «κατάλληλη» και πως ονειρευόταν για καιρό αυτή τη στιγμή, ενώ ταυτόχρονα της ζητούσε να χαλαρώσει. Λίγη ώρα μετά, η Ε. σαν να ξύπνησε, τον απώθησε, άρπαξε το κινητό της και κλείστηκε στο μπάνιο, χωρίς, όμως, να έχει συνειδητοποιήσει ακόμα τι ακριβώς είχε προηγηθεί. Παγωμένη και σε σύγχυση, έκανε τις συνηθισμένες προετοιμασίες της πριν από τον ύπνο. Ο θείος έφτασε απ’ έξω, άρχισε να χτυπάει την πόρτα, ψιθυρίζοντάς της ότι δεν έπρεπε να ενοχληθεί και –κυρίως–ρωτώντας την αν ενημέρωσε κάποιον τηλεφωνικά. Φυσικά, δεν έπρεπε να πει σε κανέναν τι είχε συμβεί. Ας έμενε μεταξύ τους.
Η Ε. βγήκε, έκατσε μακριά του, ακούγοντάς τον να μιλάει για παρεξήγηση και πάνω απ’ όλα για σιωπή και έπειτα πήγε στο κρεβάτι της. Κοιμήθηκε άσχημα, αναστατωμένη, και συνέχισε να είναι αναστατωμένη και το πρωί, όταν σηκώθηκε να ετοιμαστεί για την πισίνα. Η θεία της παρούσα, αλλά ο θείος να σχολιάζει το όμορφο σώμα της με το μαγιό. Η Ε., μπερδεμένη, άρχισε να σκέφτεται μήπως φταίει, μήπως τον είχε προκαλέσει. Στην πισίνα, πάντως, κατάφερε να απομακρύνεται κάθε φορά που εκείνος την πλησίαζε να «παίξουν» στο νερό.

Πού και πώς να μιλήσω;
Η Ε. επέστρεψε στο σπίτι της γιαγιάς της, με ενοχές, αρχίζοντας, όμως, να βάζει τα συναισθήματά της σε τάξη και να καταλαβαίνει ότι πρέπει να αντιδράσει. Πού να μιλήσει, όμως; Στη γιαγιά και να τη στενοχωρήσει, μεγάλη γυναίκα; Μήπως να τηλεφωνούσε στους γονείς της; Όχι, βρίσκονταν μακριά και δεν ήξερε αν θα κρατούσαν την ψυχραιμία τους. Αρχικά, λοιπόν, τηλεφώνησε στον άλλο θείο της, στον αγαπημένο αδερφό του μπαμπά της, χωρίς να του αποκαλύψει κάτι, έτσι, για να νιώσει την ασφάλεια πως δεν είναι όλοι οι θείοι τέρατα.
Το επόμενο βράδυ, η Ε. μίλησε επιτέλους για ό,τι συνέβη πρώτα σε δυο φίλες και σε έναν φίλο της, που εμπιστευόταν, μέσω ηλεκτρονικών μηνυμάτων. Και οι τρεις ήταν κάθετοι. «ΜΙΛΑ ΤΩΡΑ». Μάλιστα, η μια της φίλη τής είπε: «Αν δεν μιλήσεις εσύ, θα ενημερώσω ΕΓΩ τους γονείς σου». Ευτυχώς, η αδελφή της με το αγόρι της θα έφταναν την επόμενη ημέρα για να πάνε όλοι μαζί εκδρομή. Πάνω στη συζήτηση, τα παιδιά σκέφτηκαν ότι θα ήταν καλύτερο η αποκάλυψη να γίνει ξαφνικά, με τον θείο παρόντα, ώστε να μη μπορέσει να τη διαψεύσει. Όπερ και εγένετο.

Η αποκάλυψη
Όταν η οικογένεια (η Ε., η αδερφή της, το αγόρι της αδερφής της, η θεία, ο θείος και ο ανιψιός του) έφτασε στο ξενοδοχείο όπου θα παραθέριζαν και κάθισαν για φαγητό, η Ε. ενημέρωσε μέσω μηνυμάτων την αδελφή της για το συμβάν –της έστειλε μάλιστα screenshots από τις συζητήσεις με τους φίλους της και τις παραινέσεις τους– και εκείνη, αν και ιδιαίτερα σοκαρισμένη, ανέλαβε αμέσως δράση. Βούτηξε τη θεία της, την τράβηξε έξω και άρχισε να της μιλάει. Ο θείος άρχισε να καταλαβαίνει και να χάνει την ψυχραιμία του. Αναρωτήθηκε τι άραγε να συνέβη και η Ε. του ανταπάντησε ότι αυτός ειδικά δεν θα έπρεπε να αναρωτιέται. Και τότε, για πρώτη φορά, ξέσπασε σε κλάματα. Σηκώθηκε να βρει τη θεία της και την αδερφή της, ο θείος πήγε να την ακολουθήσει, αλλά το αγόρι της αδερφής της, που είχε καταλάβει ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, του έκοψε τον δρόμο. Τώρα η Ε. ήταν ανακουφισμένη και παγωμένη ήταν πια η θεία της. Η αδερφή της, εντωμεταξύ, είχε ήδη ενημερώσει τη μητέρα τους, που ξεκίνησε οδικώς από άλλη πόλη να παραλάβει το κορίτσι της. Καθώς τα μάζευαν άρον άρον από το ξενοδοχείο, ο θείος δεν αρνήθηκε τα γεγονότα, όμως έδωσε την –by the book των κακοποιητών– δική του εκδοχή: Η Ε. ήταν αυτή που του την είχε πέσει, η Ε. τον προκάλεσε, η Ε. φταίει. Στο πλευρό του ο ανιψιός του, που τη ρωτούσε αν είναι σίγουρη ότι έτσι είχαν τα πράγματα, μήπως δεν θυμόταν καλά, μήπως λέει ψέματα.

Πίσω στην ασφάλεια
Λίγες ώρες αργότερα, η Ε. ήταν ασφαλής στην αγκαλιά των γονιών της, στους οποίους αποκάλυψε, χωρίς φόβο, τα πάντα. Κι εκείνοι την πίστεψαν και τη στήριξαν και την παρότρυναν να μην ντραπεί, να μην κατηγορεί τον εαυτό της και να συνεχίσει τη ζωή της χωρίς κανένα στίγμα. Το επόμενο πρωί, ο κακοποιητής τηλεφωνούσε αχάραγα σε άλλα μέλη της οικογένειας και να ρίχνει τις ευθύνες στο κορίτσι, ότι εκείνη «του κουνήθηκε» και ξεκίνησε τη φάση. Ευτυχώς κατάλαβαν την ενοχή του. Στο κάτω κάτω, ακόμα και γυμνή να εμφανιζόταν μπροστά του, δεν έπαυε να είναι ένα παιδί και εκείνος ένας άντρας πενήντα τριών ετών. Η θεία, πάλι, ζήτησε χρόνο να μείνει μόνη της να σκεφτεί…
Αφού έμειναν λίγες ημέρες, στην γενέθλια πόλη του πατέρα της, ώστε να ηρεμήσουν, οι γονείς και η Ε. επέστρεψαν στην Αθήνα και μίλησαν αμέσως με δικηγόρους ειδικευμένους σε θέματα σεξουαλικής παρενόχλησης και θέλησαν να προχωρήσουν σε μήνυση. Τελικά, αυτό δεν έγινε, γιατί κατάλαβαν ότι δεν θα έβγαζαν εύκολα άκρη, θα άφηναν ένα τραύμα ανοιχτό για χρόνια και το πιθανότερο θα ήταν ότι ο δράστης θα αθωωνόταν, ελλείψει στοιχείων. Όμως, η Ε., που θα ήθελε να τον δει να δικάζεται, έμαθε ότι ο ίδιος έχει ένα παιδί από προηγούμενο γάμο, στην ηλικία της, το οποίο δεν μπορεί να δει, καθώς η πρώην σύζυγός του έχει εγκαταλείψει τη χώρα και υπάρχουν εν ενεργεία περιοριστικά μέτρα εναντίον του. Είναι σίγουρη ότι δεν ήταν η πρώτη ανήλικη στην οποία την έπεσε, «δεν ξυπνάς ένα πρωί στα πενήντα τρία σου και λες “α, ας την πέσω σε ένα δεκατριάχρονο”» και ελπίζει ότι σύντομα θα αποκαλυφθεί ποιος πραγματικά είναι και σε κοινωνικό επίπεδο.
Αυτήν που δεν συγχωρεί η Ε. είναι τη θεία της, που αφού έμεινε για λίγο καιρό σε μια φίλη της, επέστρεψε στο σπίτι, μαζί του, για να… επαναπροσδιορίσουν τη σχέση τους. Έτσι, η μόνη που της μιλάει πλέον είναι η γιαγιά της Ε., η μάνα της, που είναι σε πολύ κακή ψυχολογική κατάσταση, ρίχνοντας μάλιστα ευθύνες στον εαυτό της που επέτρεψε στην εγγονή της να πάει εκείνο το βράδυ στους θείους της. «Η γιαγιά μου είναι η μόνη που δεν φταίει. Δεν θα μπορούσα να της ζητήσω να μη βλέπει την κόρη της. Και μάλιστα γνωρίζοντας ότι παραμένει με έναν τέτοιον επικίνδυνο άνθρωπο», λέει η Ε.

Και μετά;
Έπειτα από όλα αυτά, η Ε. άλλαξε. Είναι πιο προσεκτική, πιο φοβισμένη και αποφεύγει να μείνει μόνη της με άντρες, π.χ. να μπει στο ασανσέρ με κάποιον γείτονα ή να μιλήσει ιδιαιτέρως σε κάποιον καθηγητή της. Αυτό, όπως λέει, είναι και καλό, γιατί φυλάγεται, και κακό, γιατί ίσως υπερβάλλει. Την ενοχλούν και τα αγγίγματα από αγόρια, σε φιλικό επίπεδο, και σκέφτεται να μιλήσει με ψυχολόγο, ώστε το τραύμα αυτό να μην επηρεάσει μελλοντικά την ερωτική ζωή της. Κάτι που την ενόχλησε ιδιαίτερα είναι κάποιες, πρώην πλέον, φίλες της, που όταν τους αφηγήθηκε το περιστατικό μπήκαν στο πατριαρχικό τριπάκι τού victim blaming, σχολιάζοντας πως ίσως είχε ντυθεί προκλητικά και αναρωτώμενες για τυχόν δικές της ευθύνες.
Κλείνοντας τη συζήτησή μας, η Ε. απευθύνεται στους γονείς και στους εφήβους που διαβάζουν αυτό το κείμενο. Ζητάει από τους γονείς να πιστεύουν τα παιδιά τους (γιατί στην πορεία έμαθε για δεκάδες παρόμοιες περιπτώσεις στις οποίες τα παιδιά δεν έγιναν πιστευτά) και να έχουν τα μάτια και τα αυτιά τους ανοιχτά στο περιβάλλον τους. Εκεί βρίσκουν συνήθως χώρο οι κακοποιητές και συχνά πείθουν τα θύματά τους να μη μιλήσουν, γεμίζοντάς τα τύψεις.
Αυτό που έχει να πει στα παιδιά είναι επίσης να έχουν τα μάτια και τα αυτιά τους ανοιχτά, να χτίσουν μια σχέση εμπιστοσύνης με τους γονείς τους, και ακόμα και αν δεν θέλουν ή δεν μπορούν να μιλήσουν σε εκείνους, να έχουν έναν άλλον ενήλικο (νονό/ά, συγγενή, εκπαιδευτικό, γονιό φίλων) στον οποίον θα μπορούν να απευθυνθούν εάν τους συμβεί το οτιδήποτε. Λυπάται, δε, που βλέπει πολλούς συνομηλίκους της (ανεξαρτήτως φύλου) να εκφέρουν καθημερινά με μεγάλη ευκολία φαλλοκρατικό, ομοφοβικό, ρατσιστικό λόγο και να συνεχίζουν την αναπαραγωγή των στερεοτύπων που πασχίζουμε να καταρρίψουμε. Οι δε καθηγητές, στη συντριπτική τους πλειονότητα, από αδιάφοροι έως βαθιά συντηρητικοί. Αναφορικά, τέλος, με τα εργαστήρια δεξιοτήτων και τη σεξουαλική διαπαιδαγώγηση στα σχολεία, η Ε. απλώς γελάει πικρά… Αυτή είναι μια άλλη πονεμένη συζήτηση, στην οποία της υπόσχομαι ότι θα επανέλθουμε.

Leave a Reply