ΠΕΡΙ ΜΗΤΡΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ… ΔΑΙΜΟΝΙΩΝ

μητρότητας«Μπορείς να μου προτείνεις μια ταινία και μια σειρά, με γυναικείο θέμα, να δω τώρα που έχω περισσότερο χρόνο;» μου ζήτησε πρόσφατα μια φίλη. «Δύσκολο, αλλά θα προσπαθήσω», της απάντησα κάνοντας νοητά έναν γρήγορο απολογισμό μέσα από τις ατελείωτες ώρες που ξόδεψα το τελευταίο διάστημα μπροστά στην τηλεόραση. «Από ταινίες τα “Θραύσματα μιας γυναίκας” και από σειρές το “The Bold Type”», κατέληξα μετά από δυο γουλιές κρασί και τρία κριτσίνια.

Παρόλο που φαινομενικά δεν έχουν καμία σχέση μεταξύ τους, της εξήγησα, το θέμα που κυριαρχεί είναι η γυναικεία ταυτότητα και σεξουαλικότητα και πρωτίστως, η δυνατότητα της επιλογής. Η ταινία, που βασίζεται εν μέρει στην πραγματική ιστορία του ίδιου του σκηνοθέτη και της συζύγου του, με αφορμή ένα εξαιρετικά σκληρό θέμα (το θάνατο του βρέφους μετά από έναν δύσκολο τοκετό), ξεκοκαλίζει κυριολεκτικά τον γυναικείο ψυχισμό, ενώ αντίστοιχα η σειρά, που είναι επίσης εμπνευσμένη από πραγματικά γεγονότα, αποτελεί πραγματική έκπληξη, καθώς μέσα από την αναπόφευκτη χρυσόσκονη και τα Louboutin ενός δημοφιλούς γυναικείου περιοδικού, ξεπροβάλλουν με θάρρος ένα σωρό σοβαρά θέματα, από τη σεξουαλική ταυτότητα και το #metoo έως την απόκτηση παιδιού ή όχι.

«Εσύ πότε θα γίνεις μάνα;»

Κουβέντα με την κουβέντα, ήρθαμε πάλι στο επίμαχο τρίπτυχο -εγκυμοσύνη-τοκετός-παιδί- θέμα που υποψιάζομαι ότι θα συζητάμε στο διηνεκές. Παρόλο που προσωπικά η εκνευριστική ερώτηση «εσύ πότε θα γίνεις μάνα;» δεν μου τέθηκε ποτέ ούτε από τη μητέρα μου ούτε από κανένα άλλο στενό μέλος της οικογένειάς μου (δεν είναι τυχαίο ότι από τη μεριά του πατέρα μου είμαι η μοναδική που απόκτησα παιδί, ενώ από της μάνας μου υπάρχει μόνο ένα ακόμη), η εμπειρία μου σε σχέση με τον τρόπο που αντιμετώπισαν οι αγαπημένοι μου άνθρωποι την τεκνοποίηση ήταν, θα έλεγα, εξίσου προβληματική.

Επί πάρα πολλά χρόνια, δεν ήθελα καθόλου να κάνω παιδί. Δεν προέβαλα κάποιον συγκεκριμένο λόγο, εκτός δηλαδή από τα γνωστά, ότι προτιμούσα να παραμείνω ελεύθερη κι ωραία χωρίς ευθύνες και ούτω καθεξής. Ήμουν και πρωτίστως αισθανόμουν, πλήρης. Σπούδαζα, ταξίδευα, σχετιζόμουν, παθιαζόμουν με ανθρώπους και δουλειές, πήγαινα από εδώ και γύρναγα από εκεί, είχα με δυο λόγια μια ζωή γεμάτη, χωρίς κενά προς κάλυψη – από ένα μωρό φερ’ ειπείν.

Το μπούλινγκ 

Βέβαια, ένας ψυχολόγος που θα αναλάμβανε να αναλύσει την οικογενειακή μου κατάσταση -μεγάλωνα με τη μαμά μου και τον μικρότερο αδερφό μου- θα κατέληγε σε πολλές εύκολες πιθανόν ερμηνείες για τη στάση μου. Για να τον βοηθήσω, έστω κατόπιν εορτής, θα αναφέρω απλώς ότι ήδη από την τρυφερή ηλικία των 13 ετών, η μητέρα μου θεωρούσε ότι δεν διέθετα τα απαραίτητα χαρακτηριστικά/εφόδια/προσόντα που θα με καθιστούσαν ικανή για να αναλάβω το δύσκολο ρόλο της μάνας. Εκείνη είχε γίνει μαμά στα 24, σε μια ηλικία που δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί απαραίτητα «ικανή» (ούτε βέβαια και ανίκανη) αλλά αυτό είναι άλλο θέμα. Όταν πια μετά από χρόνια πήρα τη μεγάλη απόφαση να κάνω παιδί και της το εξομολογήθηκα γενναία, τα σχόλιά της ήταν εξίσου καυστικά και αποτρεπτικά. Άλλοι στενοί συγγενείς προτίμησαν να αστειευτούν «χαριτωμένα», αδυνατώντας επίσης να με αντιμετωπίσουν με ωριμότητα.

Δεν ξέρω τι ακριβώς πυροδότησε αυτή την αμφιλεγόμενη στάση, ειδικά της μάνας μου (η ίδια άλλωστε ήταν παιδί πολύτεκνης οικογένειας), όμως θεωρώ ότι και αυτό μπούλινγκ ήταν, αντισυμβατικό μεν, μπούλινγκ δε. Όχι ότι δεν είχα και πιο παραδοσιακές αντιδράσεις από την ευρύτερη ομάδα συγγενών, φίλων και γνωστών. Απλώς, επειδή δεν σήκωνα και πολλά πολλά, τους κοβόταν γρήγορα ο βήχας – ακόμη και των πιο θρασέων.

«Ο πολιτισμός μας λατρεύει να κρίνει τις γυναίκες για τις επιλογές τους, και μετά να τις κρίνει ξανά εάν οι επιλογές αυτές είναι διαφορετικές» γράφει η Μόνικα Έσσι αρθρογράφος για θέματα φύλου στη Washington Post και βραβευμένη συγγραφέας εφηβικών μυθιστορημάτων. Όσο παρωχημένο κι αν ακουστεί, στις ΗΠΑ μια γυναίκα που θέλει να είναι υπεύθυνο και ενεργό μέλος της κοινότητας έχει –ακόμη και σήμερα- δυο μόνο επιλογές, λέει η Έσσι: είτε να κάνει παιδιά και να μην περιμένει τίποτα από κάποιον που δεν είναι συγγενής της, είτε να μην κάνει και να αναγκάζεται να εξηγεί κάθε φορά γιατί αυτό δεν αποτελεί απόδειξη της αδυναμίας ή της δυσλειτουργικότητάς της. «Κάποτε άκουσα μια κοντινή μου φίλη να κλαίει από τον πόνο, λίγες ημέρες αφότου είχε γεννήσει, όμως δεν τηλεφωνούσε στον γιατρό γιατί οι συγγενείς της επέμεναν ότι “η θυσία είναι κομμάτι του να είσαι γυναίκα”!», αναφέρει χαρακτηριστικά.

Το «καμπανάκι» της επιθυμίας

Για μένα, πάντως, το καμπανάκι άρχισε να χτυπάει όταν έκλεισα πια τα 40. Αν και στην πραγματικότητα δεν επρόκειτο τόσο για «καμπανάκι», με την έννοια του βιολογικού ρολογιού, αλλά περισσότερο για μια ακαταμάχητη επιθυμία να διαιωνίσουμε το είδος με τον αγαπημένο μου: «Κρίμα δεν θα ήταν να μη βγει ένα παιδί από μια τέτοια αγάπη;» λέγαμε και ξαναλέγαμε. Όπερ και εγένετο. Με τα πολλά, κάναμε ένα υπέροχο αγόρι, αποφασισμένοι εξαρχής ότι δεν θα υπήρχε δεύτερο.

«Είναι επαναστατικό να αντιμετωπίζεις την τεκνοποίηση στο πλαίσιο της επιθυμίας. Σε όλη την ιστορία του ανθρώπινου είδους, η δημιουργία οικογένειας θεωρείτο απλώς ως ένα κομμάτι της ενήλικης ζωής», γράφει στους New York Times η Τζιλ Φιλίποβιτς, νομικός, αρθρογράφος και συγγραφέας. Ωστόσο, συνεχίζει, «η πρόθεση έχει μεγάλη σημασία». Επικαλείται μάλιστα έρευνα του αμερικανικού Ινστιτούτου Guttmacher, ενός ερευνητικού οργανισμού για την προώθηση της σεξουαλικής και αναπαραγωγικής υγείας και των δικαιωμάτων σε παγκόσμιο επίπεδο (σύμφωνα με την οποία οι γυναίκες που σχεδιάζουν την εγκυμοσύνη τους καταλήγουν πιο ευτυχείς, πιο μορφωμένες, με λιγότερες συγκρούσεις στις σχέσεις τους από ό,τι εκείνες που δεν την είχαν προγραμματίσει. Αντίστοιχα, οι γυναίκες που κάνουν περισσότερα παιδιά από όσα θα ήθελαν, λέει η ίδια έρευνα, εμφανίζονται λιγότερο χαρούμενες σε σχέση τόσο με αυτές που έκαναν όσα ακριβώς ήθελαν, όσο και με εκείνες που έκαναν πιο λίγα.

«Η ηλικία είναι απλώς ένας αριθμός» 

«Οι Αμερικανές, όχι μόνο κάνουν λιγότερα παιδιά, αλλά πλέον τα κάνουν και πιο αργά από ποτέ» προσθέτει η Φιλίποβιτς. Το γεγονός αυτό έχει προκαλέσει τη μήνι των συντηρητικών, οι οποίοι θεωρούν ότι η καθυστέρηση αποτελεί «απόδειξη της επικίνδυνης πτώσης των παραδοσιακών οικογενειακών αξιών». Οι γυναίκες, υποστηρίζουν οι συντηρητικοί, «θέτουν ως πρωταρχικό στόχο τους τη μόρφωση και την επαγγελματική τους αποκατάσταση, υπό την καθοδήγηση κάποιων επιτήδειων που επιδιώκουν τη γενικότερη κατάρρευση του αμερικάνικου πολιτισμού»…

Ιστορικά, προσθέτει η Φιλίποβιτς, οι άνδρες ήταν αυτοί που κατείχαν τις καλύτερα αμειβόμενες δουλειές, που είχαν ενεργό ρόλο στην πολιτική ή στα οικονομικά, ενώ για τις γυναίκες η μητρότητα ήταν αυτοσκοπός, ο πιο ξεκάθαρος και αποδεκτός δρόμος για την ενηλικίωση και για την αποδοχή από την κοινότητα. Καθώς σταδιακά οι γυναίκες σταμάτησαν να χρησιμοποιούν τη μητρότητα ως μέσο απόκτησης όλων των παραπάνω, και η ίδια η διαδικασία της δημιουργίας οικογένειας έγινε καλύτερη: όσες επέλεξαν τη μητρότητα με πλήρη συναίσθηση, είχαν την ευκαιρία να ζήσουν μια εμπειρία μοναδική, να ανοίξουν τους ορίζοντές τους και να συνάψουν σχέσεις ιδιαίτερες, καταλήγει.

Life, Liberty and the pursuit of Happiness 

Η Τζιλ Φιλίποβιτς είναι νομικός και ασχολείται κυρίως με θέματα φύλου. Γράφει άρθρα γνώμης στους New York Times και διατηρεί μόνιμη στήλη στο Cosmopolitan.com, όπου στο παρελθόν ήταν υπεύθυνη για θέματα πολιτικής. Έχει συνεργαστεί με τον Guardian, και έχει εκδώσει δύο βιβλία: «The H-Spot: The Feminist Pursuit of Happiness» και «OK Boomer, Let’s Talk: How My Generation Got Left Behind». Ειδικά στο πρώτο, η Φιλίποβιτς μιλά για «αυτό που θέλουν πραγματικά οι γυναίκες», που για την ίδια δεν είναι άλλο από εκείνο που υπόσχεται στους άνδρες η αμερικανική Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας: «Ζωή, Ελευθερία και επιδίωξη της Ευτυχίας», με το τελευταίο όμως να καθορίζεται ακόμη από τους περιορισμούς του φύλου και τις αντίστοιχες προσδοκίες της κοινωνίας από τις γυναίκες.

Τα ελληνικά «πρέπει»

Τα παραπάνω δεν συνιστούν προφανώς αμερικανική αποκλειστικότητα. Και δεν αποτελεί επουδενί είδηση ότι σε ολόκληρο τον πλανήτη οι γυναίκες γεννάνε λιγότερα παιδιά και σε μεγαλύτερη πλέον ηλικία. Ειδικά στις χώρες όπου οι γυναίκες έχουν περισσότερες ευκαιρίες να σπουδάσουν, να ζήσουν ανεξάρτητες και να δουλέψουν για τα προς το ζην, αυτό το «φαινόμενο» γίνεται όλο και πιο συχνό.

Στην Ελλάδα, δυστυχώς, τέτοιες ευκαιρίες δεν είναι ανάλογες, ενώ θεσμικά, σε θέματα οικογενειακής πολιτικής, η χώρα μας είναι ακόμη πολύ πίσω. Μπορεί να μη φτάνουμε στις εγκληματικά ακραίες καταστάσεις της Πολωνίας, όπου μετά την απόφαση για την απαγόρευση των αμβλώσεων, ιατροί αρνούνται να προχωρήσουν στη διαδικασία, όμως η πρόσφατη κυκλοφορία στα σχολεία των «ενημερωτικών» βίντεο για την «προγεννητική αγωγή», ή παλαιότερα το συνέδριο για τη γονιμότητα, αποδεικνύουν ότι έχουμε ακόμη πολύ δρόμο να διανύσουμε. Ακόμη και η, θετική κατ’ αρχάς, ένταξη της σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης στα δημοτικά, σε ένα ευρύτερο όμως πρόγραμμα «δεξιοτήτων» που την ανακατεύει με όλα -από τον εθελοντισμό και την πολιτική προστασία, μέχρι την επιχειρηματικότητα και την οδική συμπεριφορά- δείχνει να έγινε με συνοπτικές διαδικασίες και μάλλον επειδή «έπρεπε».

Πάντως, μέσα στην οικονομική κρίση, με όσα αυτή συνεπάγεται (ανεργία και αβεβαιότητα χωρίς την αναμενόμενη ανάπτυξη επαρκών παροχών ούτε δομών και υπηρεσιών του κοινωνικού κράτους για τη στήριξη της οικογένειας), ήταν αναπόφευκτο τα ζευγάρια να καθυστερούν την απόκτηση του πρώτου τους παιδιού και να αναβάλλουν ή να μην αποφασίζουν καν για δεύτερο ή τρίτο. Σύμφωνα με έρευνα της διαΝΕΟσις «Η Ελληνική Οικογένεια και το Δημογραφικό Πρόβλημα», οι Ελληνίδες αποκτούν το πρώτο παιδί τους στην ηλικία των 30,3 ετών, αν και σχεδόν μία στις τέσσερις γεννήσεις πραγματοποιείται από γυναίκες 35-39 ετών. Επίσης, εδώ εμφανίζεται και ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά πρώτων γεννήσεων από μητέρες ηλικίας άνω των 40 στην Ευρώπη (5,3%).

«Σίγουρα, για κάποιες γυναίκες η απόφαση να κάνουν παιδιά σε μεγαλύτερη ηλικία, να κάνουν λιγότερα παιδιά, ή να μην κάνουν κανένα παιδί, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την αδυναμία του κράτους να τους προσφέρει όσα χρειάζονται (πχ. καλή περίθαλψη, αποτελεσματική βοήθεια, οικονομικούς βρεφονηπιακούς σταθμούς)», γράφει η Έσσι, η οποία έχει επιλέξει να μην αποκτήσει παιδιά. «Για πολλές άλλες όμως είναι η ένδειξη ότι μια  πιο ευέλικτη και ανοιχτή κοινωνία είναι εφικτή, μια κοινωνία που θα κατοικείται από γυναίκες που αισθάνονται πιο σίγουρες για να υποστηρίξουν μια πιο αντισυμβατική επιλογή».

Leave a Reply