ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ “ΟΙ ΦΥΛΑΚΕΣ ΤΗΣ ΜΑΓΕΙΑΣ” | ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ

Προδημοσίευση από το βιβλίο του Chris Riddell Οι Φύλακες της Μαγείας, το πρώτο της σειράς “Το χρονικό των φτερωτών αλόγων”, που κυκλοφορεί στις 22 Απριλίου, από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο και απευθύνεται σε παιδιά από 9 ετών. Στον κόσμο του Θριν, τα παραμύθια ζωντανεύουν κι η μαγεία κάνει την εμφάνισή της ακόμα και στα πιο απίθανα μέρη. Όμως οι καιροί αλλάζουν και τρομακτικοί κίνδυνοι παραμονεύουν σε κάθε βήμα, καθώς κάποιοι συνωμοτούν για να αφανίσουν το Παντοτινό Δέντρο, την πανίσχυρη πηγή της μαγείας της φύσης. Αν τα πλάσματα αυτά πετύχουν τον σκοπό τους, το δέντρο θα χάσει τις δυνάμεις του και μαζί θα εξαφανιστούν και τα μυστηριώδη συννεφάλογα που φωλιάζουν στα κλαδιά του. Τώρα, η μοίρα του Θριν εξαρτάται από το θάρρος και την αποφασιστικότητα τριών παιδιών, που χωρίς να ξέρουν ακόμη τις απίστευτες δυνάμεις τους, καλούνται να σώσουν τον κόσμο τους και να γίνουν οι φύλακες της μαγείας…

Οι ΔΕΝΤΡΟΚΟΜΟΙ

Η Βηρ ακολούθησε για αρκετή ώρα το μονοπάτι που ξεκινούσε απ’ την πόλη και χωνόταν στο Μεγάλο Δάσος. Κάποια στιγμή κατέβηκε μια πλαγιά με ήπια κλίση και βρέθηκε σ’ ένα ηλιόλουστο λαγκάδι γεμάτο υάκινθους, που έφταναν σχεδόν στο ύψος της. Εκεί ήταν τελικά που έχασε κάθε ίχνος του μονοπατιού.

Φτάνοντας στην κορυφή της πλαγιάς στην αντίπερα άκρη του λαγκαδιού, κοντοστάθηκε και κοίταξε το βαθυπράσινο δάσος που απλωνόταν μπροστά της. Ήταν το Απάτητο, όπως το αποκαλούσαν οι κάτοικοι της Δοκού – το πανάρχαιο κομμάτι του Μεγάλου Δάσους στο οποίο ελάχιστοι άνθρωποι είχαν ταξιδέψει.

Στο μέρος αυτό έλεγαν πως ζούσαν κάθε λογής αλλόκοτα πλάσματα: γιγάντιοι δεντροπαπαγάλοι, κατσικάνθρωποι και τα ξαδέλφια τους οι αναποδίτες καθώς και δεντροκόμοι – οι αρκούδες του αρχαίου δάσους, που δεν πείραζαν κανέναν, αν δεν τις ενοχλούσε. Τα πλάσματα, όμως, που η Βηρ λαχταρούσε να δει ήταν οι γίγαντες…

Μπήκε στο Απάτητο περνώντας κάτω από αψίδες σχηματισμένες από ρίζες γεμάτες χοντρούς ρόζους και συναντώντας στο διάβα της δέσμες από ηλιαχτίδες που διαπερνούσαν τα φυλλώματα και χύνονταν το έδαφος σαν προβολείς. Καθώς η ώρα περνούσε, το φως άρχισε να παίρνει μια χρυσαφένια απόχρωση και να εξασθενεί βαθμιαία, μέχρι που τελικά η Βηρ δεν μπορούσε να δει τον δρόμο μπροστά της. Σταμάτησε τελικά σ’ ένα μικρό ξέφωτο και ετοιμάστηκε να περάσει εκεί τη νύχτα.

Έσκαψε με μεγάλη προσοχή έναν μικρό λάκκο για να ανάψει φωτιά και έπειτα από λίγο χρησιμοποίησε το τσακμάκι της για να ανάψει ένα ματσάκι προσάναμμα. Μικρές φλόγες ξεπήδησαν όταν άρχισε να φυσά απαλά τα πυρωμένα ξερόκλαδα και σύντομα είχε τη φωτιά που χρειαζόταν. Αφού έβρασε λίγο τσάι μέντας στην τσαγέρα της, η Βηρ καταβρόχθισε την «πίτα της Δευτέρας» που της είχε φτιάξει η Δεσποινίς Μαχάλια κι έφαγε για επιδόρπιο κέικ τζαμπ–τζαμπ με μέλι.

Έπειτα ξάπλωσε στο στρώμα που είχε απλώσει στο χώμα, σκεπάστηκε με το παλτό της, άνοιξε το σημειωματάριό της κι άρχισε να το ξεφυλλίζει νυσταγμένα. Οι σελίδες του ήταν γεμάτες με τις τακτικές, καλογραμμένες σημειώσεις της και προέρχονταν από τους παλιούς, φθαρμένους τόμους της σειράς βιβλίων Γίγαντες Του Μεγάλου Δάσους, που ήταν αλυσοδεμένα στα ράφια της Δεντροβιβλιοθήκης. Η Βηρ τα είχε διαβάσει όλα. Πήγαινε στη βιβλιοθήκη από τότε που θυμόταν τον εαυτό της – αρχικά με τη Δεσποινίδα Μαχάλια και αργότερα μόνη της. Εκεί ήταν όπου είχε ανακαλύψει την αγάπη της για τους γίγαντες και την απέχθειά της για την τέχνη της γιγαντοκτονίας, που της φαινόταν απάνθρωπη όσο και άσκοπη.

Οι κιτρινισμένες σελίδες των βιβλίων κατέγραφαν την ιστορία αιώνων και περιείχαν λεπτομερείς αναφορές για όλους τους γίγαντες που είχαν χάσει τη ζωή τους στα χέρια των γιγαντοκτόνων της Δοκού. Περιέγραφαν επίσης το παρουσιαστικό, τις συνήθειες και τις ιδιαιτερότητες του κάθε γίγαντα ξεχωριστά, καθώς και τα τεχνάσματα με τα οποία θα μπορούσε κανείς να τον παγιδέψει και να τον σκοτώσει.

Η Βηρ καθόλου δεν ενδιαφερόταν γι’ αυτά τα τεχνάσματα. Αυτό που τη συνάρπαζε ήταν οι πληροφορίες για τις δραστηριότητες και τις αγαπημένες ενασχολήσεις των γιγάντων. Οι τσακωμοί τους είχαν προξενήσει ζημιές στην πόλη κι είχαν τρομοκρατήσει τους κατοίκους της σε τέτοιο βαθμό, που είχαν αποφασίσει να φτιάξουν ομάδες γιγαντοκτόνων και να αναλάβουν δράση ώστε να λύσουν οριστικά το ζήτημα.

Αυτά ήταν τα πρώτα βήματα της Ένωσης Γιγαντοκτόνων, τα μέλη της οποίας ανέλαβαν να εκδιώξουν τους ταραχοποιούς αυτούς γίγαντες απ’ το Μεγάλο Δάσος. Τα είχαν καταφέρει τόσο καλά, που δεν υπήρχαν πια γίγαντες στην ευρύτερη περιοχή της Δοκού κι οι γιγαντοκτόνοι έπρεπε πια να εξορμούν βαθιά μέσα στο Απάτητο για να τους σκοτώνουν. Συχνά αναγκάζονταν να ταξιδέψουν ακόμα πιο μακριά, μέχρι τα Κουτρουβάλια, ένα μέρος που ελάχιστοι άνθρωποι είχαν αντικρίσει. Η Βηρ αναρωτιόταν για ποιο λόγο το έκαναν, αφού οι γίγαντες δεν απειλούσαν πια την πόλη.

Η Βηρ είχε καταλήξει στη θεωρία πως ο φόνος ενός πλάσματος τόσο μεγαλύτερου απ’ τους ίδιους έκανε τους γιγαντοκτόνους να νιώθουν πανίσχυροι και σπουδαίοι. Όταν γύριζαν απ’ τις εξορμήσεις τους, τα πληρώματά τους έκαναν παρέλαση στην πόλη κρατώντας τεράστιες τούφες απ’ τα μαλλιά των θυμάτων τους καθώς και γιγάντιες αγκράφες κι άλλα τρόπαια των «ηρωικών» πράξεών τους. Η Βηρ ένιωθε οργή και μόνο που σκεφτόταν κάτι τέτοιο.

Ολοκληρώνοντας τη μελέτη των βιβλίων, η Βηρ ήταν σίγουρη πως οι γίγαντες δεν είχαν πρόθεση να βλάψουν κανέναν και πίστευε πως, αν κάποιος είχε το θάρρος να τους μιλήσει αντί να προσπαθήσει να τους σκοτώσει, το μακελειό θα είχε αποφευχθεί.

Δυστυχώς, όμως, κάτι τέτοιο δε θα μπορούσε ποτέ να θεωρηθεί ηρωική πράξη στα μάτια της Ένωσης Γιγαντοκτόνων. Η Βηρ ήθελε να το αλλάξει αυτό, παρόλο που ο πατέρας της, ο πιο διάσημος γιγαντοκτόνος στα χρονικά, αποκλείεται να το ενέκρινε. Καθώς η φωτιά τριζοβολούσε, κατευνάζοντας τις ανησυχίες της, η Βηρ ένιωσε τα βλέφαρά της να βαραίνουν και το σημειωματάριό της, γεμάτο απ’ τις πληροφορίες που είχε συγκεντρώσει, γλίστρησε απ’ το χέρι της. Αν ήθελε να αλλάξει τα πράγματα, σκέφτηκε νυσταγμένη η κοπέλα, έπρεπε να βρει η ίδια έναν γίγαντα.

Όταν η Βηρ ξύπνησε, το παλτό της είχε νοτίσει απ’ τις δροσοσταλίδες της αυγής και τη θέση της φωτιάς είχε πάρει ένα λοφάκι γκρίζας στάχτης, σπαρμένο με κάρβουνα που σιγόκαιγαν. Ένιωσε έκπληξη ακούγοντας το τρίξιμο τροχών και το απαλό κροτάλισμα ζευγόλουρων, κι όταν σήκωσε το βλέμμα, είδε μια τεράστια βαρυφορτωμένη άμαξα να αργοκυλά στην άλλη άκρη του ξέφωτου. Δυο μπλε βόδια την έσερναν και στο πλάι της περπατούσαν τουλάχιστον οκτώ –ίσως και εννιά– θεόρατες αρκούδες ντυμένες με στολές μπαλέτου που τους έπεφταν μικρές. Ήταν δεντροκόμοι!

Η Βηρ τράβηξε το παλτό της μέχρι το πιγούνι, έκλεισε τα μάτια κι έμεινε τελείως ακίνητη. Αν όλα όσα είχε διαβάσει ήταν αλήθεια, ήταν σχεδόν σίγουρη πως οι αρκούδες δε θα την πείραζαν, αρκεί να μην τις ενοχλούσε κι η ίδια.

Η Βηρ δεν ήξερε τι είχαν σκαρώσει αυτοί οι δεντροκόμοι και δεν είχε ιδέα πού πήγαιναν, ήταν όμως σίγουρη για ένα πράγμα: η άμαξα δεν ήταν δική τους. Το ήξερε αυτό, καθώς, πριν κλείσει τα μάτια είχε διαβάσει την επιγραφή στο πλάι της άμαξας: «Εταιρεία Ξυλείας Τενεκεδάνθρωπων».

Φύλακες της Μαγείας

Οι Φύλακες της Μαγείας

Το Χρονικό των Φτερωτών Αλόγων-Βιβλίο Πρώτο

 Chris Riddell
 Γιάννης Ιωαννίδης

 328

 22/04/2021

Leave a Reply