Στις 2 Δεκεμβρίου 2023 συμπληρώνονται 100 χρόνια από τη γέννηση της κορυφαίας Ελληνίδας σοπράνο. Η Σεσίλια Σοφία Άννα Μαρία Καλογεροπούλου, γνωστή στο κοινό ως Μαρία Κάλλας, υπήρξε αναμφίβολα η μεγαλύτερη λυρική τραγουδίστρια του 20ού αιώνα. Παιδί Ελλήνων μεταναστών, γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη, επέστρεψε ως έφηβη στην Ελλάδα και από εδώ ταξίδεψε σε όλον τον κόσμο βαδίζοντας στα μαγικά μονοπάτια της μουσικής, ζώντας μόνο για την τέχνη, έχοντας πάντα στην καρδιά της την αγάπη και το πάθος για το τραγούδι. Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα κατάφερε να μιλούν γι’ αυτήν σε ολόκληρο τον κόσμο με θαυμασμό. Κάθε της εμφάνιση ήταν μεγάλο πολιτισμικό γεγονός. Ωστόσο, η ζωή της υπήρξε ταραγμένη.
Η μουσικός και εκπαιδευτικός Δέσποινα Μπογδάνη-Σουγιούλ και η εικαστικός Χριστίνα Δημητρά δημιούργησαν για τις Εκδόσεις Πατάκη το βιβλίο Μαρία Κάλλας: Ζώντας μόνο για την τέχνη, ως ελάχιστο φόρο τιμής στην προσφορά της στον πολιτισμό και ταυτόχρονα ως αφορμή για μια πρώτη επαφή των παιδιών με τη ζωή και το έργο της. Διαβάζοντας και απολαμβάνοντας το βιβλίο, προκειμένου να μιλήσω με τις δυο δημιουργούς, έγινε κάτι μαγικό. Ήταν σαν να με πήρε από το χέρι η ίδια η Κάλλας και να μου αφηγήθηκε τη ζωή της. Κι έπειτα, ήταν σαν να καθίσαμε μαζί παρέα και να συζητήσαμε για λίγο, με ένα ποτήρι κρασί στο χέρι, καθώς η έμφυτη φιλοπεριέργειά μου δεν με αφήνει ήσυχη ούτε όταν ρεμβάζω. Δεν ξέρω, ίσως και να ήμουν πιεστική ή ακόμα και αγενής με τις ερωτήσεις μου. Ευτυχώς, η εύθραυστη Divina ήθελε να μιλήσει… Ήταν τόσο δυνατή αυτή η ονειρική εμπειρία που, να, την ανακαλώ στη μνήμη μου και τη μοιράζομαι.Μαρία, γράφτηκε πως από τότε που ήσουν μωρό η φωνή σου ήταν μόνο για τραγούδι. Δεν έκλαψες, λέει, ποτέ. Είναι αλήθεια ή αστικός μύθος;
Στα είκοσι δύο μου, όταν ξανασυνάντησα τον μπαμπά μου, επιστρέφοντας στην Αμερική από την Ελλάδα, είχαμε τόσα πολλά να πούμε. Καθόμασταν ώρες και μιλάγαμε για τις αγωνίες, τα σχέδια και τα όνειρά μου. Σε μια τέτοια στιγμή, μου κράτησε σφιχτά το χέρι και μου είπε: Ήσουν ένα στρουμπουλό και καλότροπο μωρό. Δεν έκλαιγες ποτέ. Η φωνή σου ήταν μόνο για να τραγουδάει.
Τραγουδούσες κυριολεκτικά από την κούνια. Πώς ήταν η ζωή σου ως παιδιού και ποιον ρόλο είχε η μουσική σε αυτή;
Γεννήθηκα, όπως γνωρίζεις, στη Νέα Υόρκη. Η οικογένεια δεν ήταν ευκατάστατη, αλλά η μητέρα μου ήθελε να μας προσφέρει πάντα ό,τι περισσότερο μπορούσε σχετικά με τις τέχνες και κυρίως με τη μουσική. Έτσι, λοιπόν, μια πιανόλα πολύ γρήγορα πήρε τη θέση της σε μια γωνιά του σαλονιού μας και εγώ και η Τζάκυ, η αδελφή μου, ξεκινήσαμε μαθήματα πιάνου.
Άρχισες να βραβεύεσαι μόλις στα έντεκά σου χρόνια. Πώς αντιμετώπισες το ταλέντο σου; Βάραινε στις πλάτες σου ή σε απελευθέρωνε;
Αυτό που σκέφτομαι τώρα πια, έπειτα από τόσα χρόνια, είναι ότι μάλλον δεν καταλάβαινα ότι είχα ταλέντο. Θυμάμαι, όμως, σαν να ήταν τώρα, τα κυριακάτικα πρωινά στο διαμέρισμά μας στο Μανχάταν, που όλη η οικογένεια μαζευόταν γύρω από το πιάνο και εγώ τραγουδούσα ένα εύθυμο τραγουδάκι της εποχής, το La Paloma. Μόλις τελείωνα το τραγούδι, κάτω από το παράθυρό μας ακούγονταν χειροκροτήματα και ήξερα πια πως αν δεν έλεγα ένα τραγούδι ακόμα ο κόσμος δεν θα έφευγε ποτέ. Τότε το ταλέντο μου έμοιαζε να είναι ευλογία. Αργότερα, κατάλαβα ότι ζώντας μόνο για την τέχνη παραμέλησα τη Μαρία!
Το 1937 βρίσκεσαι στην Ελλάδα, μετά το διαζύγιο των γονιών σου. Και κάνεις μια μικρή παρανομία. Πάνε τόσα χρόνια πια… Το αδίκημα έχει παραγραφεί και χαλάλι σου! Θα τη μοιραστείς μαζί μου;
Αααα, ναι! Σήμερα, αυτή η μικρή παρανομία μοιάζει τόσο αστεία και αθώα. Γυρνώντας στην Ελλάδα, το μόνο που ήθελα ήταν να ξεκινήσω μαθήματα μουσικής σε ένα Ωδείο. Όμως ήμουν μόνο 13 ετών και τότε μπορούσες να γραφτείς στο Ωδείο εφόσον ήσουν 16 ετών. Οπότε η μητέρα μου αναγκάστηκε να υπογράψει την εγγραφή μου στο Εθνικό Ωδείο, βεβαιώνοντας ότι ήμουν 16 ετών.
Αρχίζεις να γίνεσαι διάσημη και στη χώρα μας. Παρόλα αυτά, παρατάς τις σπουδές σου στο Ωδείο. Δεν ήταν ρίσκο; Ποιος ο ρόλος της Ελβίρα Ντε Ιντάλγκο;
Η Ελβίρα! Η Ελβίρα, η δασκάλα μου, έγινε ο φύλακας άγγελός μου. Σε αυτήν οφείλω την καλλιτεχνική μου διαμόρφωση ως μουσικού και τη σκέφτομαι πάντα με συγκίνηση και ευγνωμοσύνη. Η Ελβίρα ήταν μάρτυρας της ζωής μου όσο έζησα στην Ελλάδα… Και της προσωπικής και της καλλιτεχνικής. Όσο για τις σπουδές μου στο Ωδείο… Στο Ωδείο βρισκόμουν από το πρωί έως το βράδυ. Ήθελα να παρακολουθώ τη μελέτη και τα μαθήματα όλων των συμφοιτητών μου, γιατί πίστευα –και το πιστεύω ακόμα– ότι ο καθένας είχε κάτι πολύ σημαντικό να σου δώσει μέσα από όλη αυτή τη διαδικασία. Μπορούσα να μελετώ ώρα, αλλά η αλήθεια είναι ότι τα υπόλοιπα μαθήματα, που ήταν θεωρητικής φύσεως και ήμουν υποχρεωμένη να τα παρακολουθώ για να πάρω το δίπλωμά μου, δεν μου άρεσαν καθόλου. Φυσικά, όπως διαπιστώνει κανείς, το ότι ποτέ δεν ολοκλήρωσα τις σπουδές μου με την τυπική έννοια που έχει κάποιος στο μυαλό του δεν με εμπόδισε να ταξιδέψω με τη φωνή μου σε όλον τον κόσμο.
Μέσα στη δίνη του πολέμου, είσαι ήδη μέλος όπως ΕΛΣ και μαγεύεις το ελληνικό κοινό με τη φωνή σου. Όπως, το 1945 εγκαταλείπεις την Ελλάδα και επιστρέφεις στη Νέα Υόρκη, αναζητώντας μια ευκαιρία για διεθνή καριέρα. Πάλι, όμως, κλείνεις μια πόρτα που σου άνοιξε. Μα, γιατί να μην τραγουδήσεις όπερα στα αγγλικά, Μαρία; Μήπως ήσουν, πράγματι ιδιόρρυθμη, όπως σου καταλογίζεται;
Η όπερα είναι ένα μουσικό είδος που γεννήθηκε στην Ιταλία. Μπορεί κανείς εύκολα να καταλάβει την αγάπη που έχουν ακόμα και σήμερα οι Ιταλοί γι’ αυτήν. Αλλά και την αυστηρότητα με την οποία έκριναν και κρίνουν κάθε νέο καλλιτέχνη που δημιουργεί και εκφράζεται μέσα από αυτό το είδος. Ως νέα καλλιτέχνιδα, λοιπόν, επεδίωξα –ιδιαίτερα στο ξεκίνημα της καριέρας μου στο εξωτερικό– να τραγουδήσω άριες μόνο στην ιταλική, στη γλώσσα της χώρας που γέννησε την όπερα.
Όταν ο Διευθυντής της Μετροπόλιταν Όπερα της Νέας Υόρκης μού ζήτησε να εμφανιστώ εκεί, πρότεινε να τραγουδήσω στην αγγλική γλώσσα, κάτι που θεώρησα ότι δεν έπρεπε να κάνω. Ήθελα να τραγουδήσω στα ιταλικά. Βέβαια, στο πέρασμα του χρόνου, δεν επέμεινα και –όπως μπορείτε να ακούσετε μέσα από διάφορες ηχογραφήσεις– αργότερα τραγούδησα και σε άλλες γλώσσες. Όχι, δεν θεωρώ ότι ήμουν ιδιόρρυθμη. Ήμουν μια υψίφωνος με αγάπη για τη μουσική, πάθος και επιμονή. Ξέρεις, θα ήθελα να είχα προλάβει να γράψω εγώ η ίδια τη βιογραφία μου, γιατί τελικά βλέπω ότι είναι πολλές οι φορές που γράφτηκαν και ειπώθηκαν ψέματα για μένα και…
… δεν ήσουν εκεί για να αποκαταστήσεις την αλήθεια. Πόσο δίκιο έχεις, Μαρία. Τελικά, βρίσκεσαι επιτέλους στην Ιταλία, όπου γνωρίζεις τον πρώτο άντρα που σε σημάδεψε. Θα είχες, άραγε, αυτή την καριέρα χωρίς τον Τζιοβάνι Μπατίστα Μενεγκίνι στο πλευρό σου;
Κάθε απόφαση και κάθε πράξη στη ζωή μας είναι σωστή και σημαντική για τη στιγμή εκείνη που συμβαίνει. Άρα χρωστώ πολλά στον Μενεγκίνι. Πολλά, γιατί υπήρξε ο σύντροφός μου, αλλά και ένας από τους πιο αυστηρούς κριτές μου. Όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι η πορεία που διέγραψα δεν θα υπήρχε χωρίς αυτόν. Ενδεχομένως, μάλιστα, να ήταν μεγαλύτερη, αν στη θέση του ήταν κάποιος άλλος. Αλλά τι σημασία έχει; Εσείς πρέπει να βλέπετε σε μένα μια μουσικό που ζει μόνο για τη μουσική. Έζησα μόνο για την τέχνη. Αυτό είναι το μόνο σημαντικό και, νομίζω, το μόνο που περιμένει το κοινό μου από μένα…
Πράγματι. Αποθεώνεσαι. Είσαι πλέον La Divina. Η Θεϊκή! Το 1957 επιστρέφεις στην Ελλάδα, για να τραγουδήσεις στο Ηρώδειο. Θυμάσαι πώς αισθάνθηκες;
Εκείνο το καλοκαίρι, όταν κατέβηκα από το αεροπλάνο, θυμήθηκα πάλι πόσο ζέστη έχει τα καλοκαίρια στην Ελλάδα. Αστειεύομαι! Είχα φύγει από την Ελλάδα ήδη 11 ολόκληρα χρόνια και επέστρεφα έπειτα τόσο καιρό για να βρεθώ στους πρόποδες της Ακρόπολης, στο Ηρώδειο. Πώς λέτε να αισθανόμουν; Ενθουσιασμένη! Αν και αναγκάστηκα να αναβάλλω τη μία από τις δύο παραστάσεις μου, λόγω μιας βραχνάδας που με βασάνισε εξαιτίας της ξηρότητας του κλίματος στη χώρα μας. Όμως ήμουν απόλυτα συνεπής στο δεύτερο ραντεβού μας και όλα πήγαν καλά.
Λίγο μετά, γνωρίζεις τον έρωτα της ζωής σου, που όμως τελικά θα σε καταστρέψει. Προφανώς τον αγάπησες πολύ και προφανώς δεν χρειαζόσουν τα χρήματά του… Τι έχεις να πεις για τον Αριστοτέλη Ωνάση;
Με τον Αρίστο άνοιξα με νέα σελίδα στην ζωή μου, μια σελίδα που κατέγραφε σημαντικές στιγμές για την Μαρία και όχι για την Κάλλας. Με τον Αρίστο επέστρεψα και πάλι στην Ελλάδα, όχι για να γοητεύσω το ελληνικό κοινό αλλά για να γοητευτώ εγώ η ίδια από την ομορφιά του τόπου μου. Τον Αρίστο τον αγάπησα πραγματικά και εξακολουθώ να τον αγαπώ. Ήταν γεμάτος ζωή και γοητεία και σε καμία περίπτωση δεν βρέθηκα μαζί του για τα λεφτά του. Αυτό έχει γραφτεί, αλλά είναι πέρα για πέρα ψέμα.
Εντάξει, δεν θα ξύσω άλλο αυτή την πληγή. Μετά τον οριστικό χωρισμό σας με τον Ωνάση, στα τέλη της δεκαετίας του ’60, έκανες προσπάθειες επιστροφής στη σκηνή. Όμως, δεν πήγαν όπως θα ήθελες. Επίσης, δίδαξες στη φημισμένη σχολή Τζούλιαρντ, στη Νέα Υόρκη. Ούτε εκεί άντεξες για πολύ. Απομονώθηκες. Τα φώτα της δικής σου σκηνής έσβησαν οριστικά το 1977. Ήσουν μόλις 53 ετών… Στις 2 Δεκεμβρίου του τρέχοντος έτους, σε έναν μήνα από τώρα, θα έκλεινες τα 100. Γι’ αυτό και φέτος γιορτάζουμε το «Έτος Μαρία Κάλλας». Έζησες μόνο για την τέχνη. Το ανέφερες πολλές φορές. Άξιζε, τελικά, τον κόπο, σωματικό και ψυχικό;
Πλησιάζω, όπως αναφέρεις, τα 100 σε λίγες μέρες. Θέλω να σας μιλήσω για την Τζούλιαρντ. Στη σχολή αυτή βρέθηκα γιατί ήθελα να ξεπληρώσω ένα δικό μου χρέος και γιατί ήθελα να μεταδώσω στους μαθητές μου το πάθος μου για τη μουσική. Σχετικά με τη σωματική ή την ψυχική κόπωση, που πολλές φορές ένιωσα στη διαδρομή της ζωής ή της καριέρας μου, ένα μόνο έχω να πω: τίποτα δεν υπάρχει στη ζωή χωρίς ένα αγκάθι κάπου στο βάθος. Ακόμα και τα ομορφότερα πράγματα μπορούν να πληγώσουν.
Έζησες μια σύντομη, μα πολυτάραχη ζωή. Τι θα ήθελες να γνωρίζουν τα σημερινά παιδιά για εσένα; Πώς καθοδήγησες τη Δέσποινα Μπογδάνη-Σουγιούλ και τη Χριστίνα Δημητρά, που με το κείμενο και τις ζωγραφιές τους ανέλαβαν, με απόλυτη επιτυχία, ένα έργο βαρύ; Να σε συστήσουν σε μια νέα γενιά, που, δυστυχώς, λίγη σχέση έχει με την, παρεξηγημένη ως δύσκολη και ελιτίστικη, όπερα…
Το μόνο που ευχήθηκα, το μόνο που ζήτησα, ήταν να μπορέσουν και οι δύο να πατήσουν πάνω στα βήματά μου και να ακολουθήσουν τη διαδρομή, την πορεία της ζωής μου και του έργου μου και να δουν πίσω από την εικόνα της Divina τον άνθρωπο που αποζητά όλα τα παιδιά να τον θεωρήσουν αθάνατο, ακόμα και μετά θάνατον. Αν γίνει αυτό εγώ θα κάθομαι πάνω σε κάποιο σύννεφο, θα κοιτάζω κάτω και θα απολαμβάνω, αντί να κάθομαι να ανησυχώ αν θα καταφέρω να βγάλω τις ψηλές μου νότες…Μαρία, αυτό που ζήτησες έγινε. Δεν είδες το βιβλίο; Να και η Δέσποινα, να και η Χριστίνα, ήρθαν στο όνειρό μου κι εκείνες να σου πουν δυο λόγια… Ας δώσω πρώτα τον λόγο στη συγγραφέα. Δέσποινα, τι θα ήθελες να πεις στη Μαρία;
Μετά τον θάνατό σου έγινες μύθος και μέσα σε λίγα λεπτά από τη στιγμή που αυτός ανακοινώθηκε είχες κιόλας γίνει αθάνατη. Εγώ τότε ήμουν παιδί. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, ο μπαμπάς μου ήταν η φιγούρα ενός ανθρώπου δυναμικού. Όλα, όμως, άλλαξαν τον Σεπτέμβρη του 1977, όταν στις ειδήσεις έμαθε για τον θάνατό σου. Τότε για πρώτη φορά τον είδα να κλαίει. Εκείνη την εποχή, τα σχολεία ξεκινούσαν τον Οκτώβριο και έτσι ο θάνατος σου μας βρήκε στις καλοκαιρινές διακοπές, μπροστά από μια μεγάλη τηλεόραση, όπου η είδηση έπαιζε σε μαυρόασπρο φόντο. Γύρισα και κοίταξα τον μπαμπά μου και είδα τα μάτια του γεμάτα δάκρυα, από αυτά τα βουβά, που βγαίνουν βαθιά μέσα από την καρδιά. Τέτοιες στιγμές ακολουθούν τα μικρά παιδιά σε όλη τους τη ζωή. Εκείνα τα πατρικά δάκρυα με οδήγησαν να βρω τις λέξεις, να τις απλώσω στ’ άσπρα μου χαρτιά και να φτιάξω τούτη εδώ την ιστορία, μια ιστορία βγαλμένη από την ιστορία σου. Πάντα με τα μάτια στραμμένα στα παιδιά, πάντα με τα μάτια ανοιχτά στα παραμύθια, που τόσο τους αρέσουν, πάντα με το ένα πόδι να πατάει στο πραγματικό και με το άλλο στο φανταστικό!
Και τότε, Μαρία, στον δρόμο της Δέσποινας βρέθηκε η Χριστίνα Δημητρά ή αλλιώς Studded Betrayal. Αν αναρωτιέσαι πώς γίνεται να σε αγάπησε η Χριστίνα που δεν είχε καν γεννηθεί όταν εσύ πέρασες στην αθανασία, αξίζει να την ακούσεις.
Όταν μου ανέθεσαν να δημιουργήσω την εικονογράφηση για το βιβλίο σου καταχάρηκα! Δεν άκουγα όπερα, αλλά πάντα μου φαινόταν πως ήσουν ένας μύθος που είχε πολλά να πει. Ξεκίνησα, λοιπόν, αμέσως την έρευνα και το διάβασμα για την πολυτάραχη ζωή σου. Άρχισα να βρίσκω φωτογραφίες, άκουγα συνεντεύξεις μαθαίνοντας όλο και περισσότερα για το έργο σου και την προσωπική σου ζωή. Ταυτόχρονα, δημιουργούσα σκίτσα με τους χαρακτήρες που σε περιτριγύριζαν και κατασκεύαζα τη χρωματική μου παλέτα σύμφωνα με το φωτογραφικό υλικό που είχα πλέον στα χέρια μου, τα ρούχα που είχες επιλέξει εσύ η ίδια να φορέσεις και την Ελλάδα ως ένα γενικό φόντο. Κι αφού έκανα πολλά σκίτσα κι αφού τσαλάκωσα πολλά χαρτιά και βούτηξα σε μια πολύ δημιουργική διαδικασία, ολοκλήρωσα την εικονογράφηση του βιβλίου σου, που συντροφεύει ήδη πολλά παιδιά. Η χαρά και η τιμή μου, που με τη Δέσποινα τους ανοίξαμε την πόρτα της ζωής σου και μπορούν πια μέσα από μια όμορφη ιστορία να μάθουν περισσότερα για σένα και για την όπερα, είναι τεράστια.Διαβάστε: Μαρία Κάλλας – Ζώντας μόνο για την τέχνη, Δέσποινα Μπογδάνη-Σουγιούλ, εικόνες: Studded Betrayal (Χριστίνα Δημητρά), Εκδόσεις Πατάκη