Πώς προσεγγίζουμε το μουσείο; Διαβαίνουμε μήπως τις θύρες του διστακτικά και με θαυμασμό, αν όχι και με δέος; Άραγε προχωράμε στο εσωτερικό του όλο χαρά και με την πεποίθηση του αμφίδρομου ανήκειν: από τη μία το μουσείο που ανήκει στην κοινότητά μας και υφίσταται για να το επισκεπτόμαστε, κι από την άλλη εμείς, που βασίζουμε την επιστημονική και ιστορική μας μνήμη και κατανόηση στις συλλογές του; Περνάμε απέξω σφυρίζοντας με αδιαφορία για τα περασμένα μεγαλεία του που, ούτε λίγο ούτε πολύ, έχουν αντικατασταθεί στο μυαλό και στην ψυχή μας από μια μικρή συσκευή που χωράει στην τσέπη του παντελονιού μας; Και τελικά έχει σημασία;
Η ερώτηση αυτή δεν αφορά μόνο το πώς αντιμετωπίζουμε το μουσείο, αλλά και αν το ίδιο μουσείο ως θεσμός «μετράει» στις μέρες μας… Μήπως, τελικά, είναι παντελώς ξεπερασμένος; Άλλωστε, με την άνθηση χώρων διασκέδασης, όπως κινηματογράφων, λούνα παρκ και κυρίως εμπορικών κέντρων τύπου Mall (το απόλυτο γεωγραφικό σημείο πολλαπλών επιλογών για τον ελεύθερο χρόνο, σε όλα τα πλάτη και τα μήκη της Γης), πού χρόνος και διάθεση για ένα μουσείο…
Κι όμως! Στην πραγματικότητα αποτελεί κοινή παραδοχή πως τα μουσεία είναι φορείς παροχής υψηλής ποιότητας εκπαίδευσης και θεματοφύλακες έγκυρης γνώσης. Ειδικά την τελευταία εικοσαετία, 2001-2021, γίνονταν στην άλλη άκρη του Ατλαντικού συστηματικές αξιολογήσεις της εμπιστοσύνης του κοινού σε διαφόρους φορείς, συμπεριλαμβανομένων της αστυνομίας, των ΜΚΟ, των ΜΜΕ, της κυβέρνησης, των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, των επιχειρήσεων και των μουσείων. Σε όλες τις αξιολογήσεις, τα τελευταία βρίσκονταν σταθερά στην κορυφή, με τους ερωτηθέντες, ανεξαρτήτως πολιτικών ή θρησκευτικών πεποιθήσεων, σεξουαλικών προτιμήσεων και εθνοτικής/φυλετικής προέλευσης, να απαντούν πως εμπιστεύονται τα μουσεία και τη γνώση που αυτά επικοινωνούν περισσότερο από τους άλλους θεσμούς. Δώστε, παρακαλώ, βάση στο πρωτόγνωρα ευρύ φάσμα των υποστηρικτών του θεσμού του μουσείου!
Γιατί, όμως, δεν επισκέπτονται όλοι συστηματικά τα μουσεία;
Ίσως γιατί οι ενήλικοι επισκέπτες ενός μουσείου έχουν την ανάμνηση της παραδοσιακής παθητικής μουσειακής εμπειρίας, με την προϋπόθεση του όλο κύρους μονολόγου από μέρους του μουσείου. Ή γιατί το τσουνάμι της παγκόσμιας τάσης αμφισβήτησης των παραδοσιακών μορφών εκπαίδευσης, ειδικά σε μικρότερες ηλικίες, συμπαρασύρει και τα μουσεία, ως εκπροσώπους μιας σκληροπυρηνικής μάθησης, που επιβάλλει συγκέντρωση και πιθανόν κουράζει. Σίγουρα δεν βοηθάει ούτε πεποίθηση (ή μήπως ο φόβος;) μικρών και μεγάλων ότι για να πας στο όποιο μουσείο πρέπει να γνωρίζεις από τέχνη, ιστορία ή θετικές επιστήμες.
Κατά κάποιον τρόπο, όλοι διστάζουν να σταθούν μπροστά σε έναν πίνακα και απλώς να τον περιγράψουν –και μετά να μιλήσουν για τα συναισθήματα που τους προκαλεί. Με άλλα λόγια, ο μέσος άνθρωπος και δυνητικός επισκέπτης είναι έτοιμος να παπαγαλίσει την ερμηνεία του καλλιτέχνη ή του μουσείου αντί να δημιουργήσει τη δική του ιστορία για ένα έκθεμα –σχεδόν αποτίοντας φόρο τιμής στις παπαγαλίες της σχολικής του ζωής. Και ακόμη χειρότερα, είναι πεπεισμένος ότι πρέπει να γνωρίζει εκ των προτέρων αυτό το αφήγημα και ότι δεν αρκεί να το συναντήσει φτάνοντας στο μουσείο και διαβάζοντας το συνοδευτικό επιτοίχιο. Φυσικά, έχει χαθεί η γνώση/μνήμη πως ο εν λόγω πίνακας πιθανότατα δεν ζωγραφίστηκε για να μπει ως έκθεμα σε κάποιο μουσείο, αλλά για να στολίσει το σαλόνι ενός πλούσιου εμπόρου της Αναγέννησης, που δεν θα μπορούσε να περιγράψει το έργο με τέτοια θεωρητική προσέγγιση!
Αχ, το μουσείο, αχ το μουσείο φεγγοβολάει σαν άστρο χρυσό
Και τελικά φαίνεται πως μετράει και η στάση της πολιτείας, που επηρεάζει τις προτιμήσεις των πολιτών. Και εξηγώ: ανήκω στις γενιές της Λιλιπούπολης («απ’ το μουσείο δεν θέλω να βγω»), που παιζόταν από το δημόσιο Τρίτο Πρόγραμμα –με πρότυπα και προσλαμβάνουσες που σαφώς διαμόρφωσαν αξίες. Χρόνια αργότερα, στην αλλαγή του αιώνα, ως μεταπτυχιακή φοιτήτρια μουσειολογίας στο αγαπημένο Λονδίνο, με είχε ξενίσει η άνεση των ακαδημαϊκών που πρέσβευαν πως η κυβέρνηση οφείλει να χρηματοδοτεί τα μέσα πολιτισμού που προτιμάει ο μέσος πολίτης –κι αν αυτό σήμαινε πως τελικά το κρατικό budget θα ξοδευόταν σε πρακτικές soft entertainment αντί σε μουσεία που τελικά δεν θα επιβίωναν, c’est la vie!
Όμως, αυτές οι τακτικές κατέφτασαν παντού. Και τα μουσεία επαναπροσδιόρισαν τον ρόλο τους για να ανταποκριθούν πια στις συνθήκες της ελεύθερης αγοράς. Από χώροι καθιερωμένης και αυστηρά δομημένης διαπαιδαγώγησης όλων των κοινωνικών τάξεων, με συγκεκριμένους κώδικες συμπεριφοράς, έγιναν απρόβλεπτα, πολυσήμαντα, με χαλαρή και παιχνιδιάρικη διάθεση! Κάπως έτσι, στο εξωτερικό άρχισαν να διοργανώνονται sleepovers και κυνήγι θησαυρού σε μουσεία, για μικρούς και μεγάλους.
Εντός των συνόρων, τα ιδιωτικά μουσεία –χάρη και στην ελευθερία κίνησης της οποίας πάντοτε απολαύουν οι ιδιωτικοί φορείς– πρωτοστάτησαν στον χορό των αλλαγών με late nights συνοδεία αλκοόλ και μουσικής (όπως στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης), εντυπωσιακά events για οικογένειες, βραδινές ξεναγήσεις και πάσης φύσεως εξωστρέφεια, που συμπαρέσυρε μάλιστα τα πωλητήρια και τα καφέ τους. Και τουλάχιστον πριν από την πανδημία επιβραβεύονταν με αυξημένα νούμερα επισκεπτών.
Ένα κοινό χαρακτηριστικό που έχουν όλες αυτές οι επιτυχημένες προσπάθειες είναι η δήλωση των μουσείων: δεν είμαστε τρομακτικά και σκοτεινά μέρη γεμάτα με σκονισμένα εκθέματα, ελάτε κοντά μας να μάθετε παίζοντας. Ναι, η μουσειοεκπαίδευση είναι ένα καίριο θέμα που επανέρχεται και αφορά μικρούς και μεγάλους. Βέβαια, εκ φύσεως, δεν μπορεί να οριστεί πολύ συγκεκριμένα ούτε και να μετρηθεί. Πώς να αξιολογηθεί τι ακριβώς μαθαίνει κάποιος στο μουσείο και τι εκτός μουσείου – και πώς συνδέονται αυτά τα δύο;
Όμως ο επισκέπτης, μικρός και μεγάλος, στο μουσείο βιώνει τη μοναδική ευκαιρία για αλληλεπίδραση με σπάνια εκθέματα, είτε αυτά είναι σκελετοί αρχαίων ζώων είτε σπάνιοι πίνακες είτε αρχαιολογικά ευρήματα και προσωπικά αντικείμενα ηρωοποιημένων χαρακτήρων –όχι ως φωτογραφίες σε ένα βιβλίο, αλλά ως πραγματικά, τρισδιάστατα αντικείμενα με όλον τον συμβολισμό τους και το συναίσθημα που εμφυσούν. Και έτσι δημιουργείται πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη νέων ενδιαφερόντων, χάρη σε μια πολυαισθητική προσέγγιση, που με τις ευλογίες των ειδικών επιστημόνων –όταν αυτοί καταφέρνουν να αποφύγουν το βαρύ ειδικό και απωθητικό λεξιλόγιο– βοηθά στην κατανόηση πολύπλευρων εννοιών.
Τι μπορούμε να κάνουμε σε ένα μουσείο;
Κάπως έτσι, από αυτή τη στήλη θα επισκεπτόμαστε τα μουσεία και θα συζητάμε τις προτάσεις τους, με διάθεση να τις διανθίζουμε με επιπλέον ιδέες. Σκοπός μας είναι η αναγνώριση καλών πρακτικών σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, για την ανέμελη και διασκεδαστική επίτευξη δημιουργίας γνώσης… χωρίς φόβο ή διάθεση για αποστήθιση ή δογματισμούς. Κι αν κάποιος αναρωτιέται τι μπορούμε να κάνουμε σε ένα μουσείο, η απάντηση μας έρχεται από τον George Patton: Ιδέες και σχέδια υπάρχουν πολλά και τα μουσεία κατάλαβαν πως ένα καλό σχέδιο που εφαρμόζεται σήμερα αξίζει όσο δώδεκα σχέδια που μπορεί να εφαρμοστούν σε μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.
Πριν από την επόμενη συνάντησή μας: Αυτό το Σαββατοκύριακο, αυτό το Πάσχα, πηγαίνετε σε ένα μουσείο. Σίγουρα κάποιο από τα 80.000 παγκοσμίως βρίσκεται κοντά σας. Μαζί με τα μπαγκάζια σας, αφήστε στην είσοδο και τις έγνοιες σας. Επιλέξτε να περιδιαβείτε στους χώρους του με ανοιχτό μυαλό και ανοιχτή καρδιά… Βρείτε ένα έκθεμα που σας εντυπωσιάζει και παρατηρήστε το. Μετά, αν έχετε μαζί σας παρέα, δείξτε το, εξηγήστε τι σας τράβηξε την προσοχή και κάντε μια συζήτηση. Φωτογραφηθείτε μπροστά του (εφόσον το μουσείο το επιτρέπει!), μιμηθείτε την κινησιολογία που παρατηρείτε σε αυτό, φτιάξτε μια ιστορία με χαρούμενο ή με λυπημένο τέλος ανάλογα με τη διάθεσή σας. Με σεβασμό στον χώρο και στα εκθέματα, αφήστε την τέχνη να δράσει ενωτικά και θεραπευτικά και διώξτε μακριά την περιττή σοβαροφάνεια. Τα μουσεία είναι ανοιχτά για να μας βοηθήσουν να διασκεδάσουμε μαθαίνοντας!
Η Βασιλική Μαρκάκη είναι μουσειολόγος, μουσειοπαιδαγωγός (interdisciplinary museum educator) και συγγραφέας.
Instagram: @vassiliki.markaki