ΛΙΝΑ ΜΟΥΣΙΩΝΗ: ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΣΥΜΦΙΛΙΩΘΟΥΜΕ ΜΕ ΤΗ ΘΝΗΤΟΤΗΤΑ ΜΑΣ

Λίνα ΜουσιώνηΗ Λίνα Μουσιώνη, αγαπημένη και γνωστή συγγραφέας παιδικών βιβλίων, εξέδωσε πρόσφατα στις Εκδόσεις Μεταίχμιο Το πάρτι, ένα βιβλίο πολυδιάστατο, που έλειπε από την αγορά, καθώς θίγει με πολύ έξυπνο, κατανοητό και ανακουφιστικό τρόπο ένα θέμα δύσκολο: Αυτό της αρρώστιας του γονέα και του φόβου της απώλειας − και από τη σκοπιά του ασθενή και βέβαια από αυτή των παιδιών. Κουβαλώντας και οι δυο το τραύμα του παρελθόντος − ως παιδιά μεγαλώσαμε με άρρωστους γονείς− είχαμε μια φορτισμένη συγκινησιακά, αλλά − νομίζω−  πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση.

  1. Λίνα, καλημέρα! Χαιρόμαστε πολύ που σε έχουμε κοντά μας. Καταρχάς, συστήσου στο κοινό του Τaλκ.

Καλημέρα, Πελιώ! Και εγώ χαίρομαι που είμαι κοντά σας. Με την επιστημονική και επαγγελματική μου ιδιότητα  κρατούσα πάντα ένα «χώρο» για μένα και τα παιδιά.   Ωστόσο πότε δεν φανταζόμουν  πώς θα γινόμουν συγγραφέας. Αγαπούσα τρελά τη δουλειά μου – ήμουν επιμελήτρια μουσείου και υπεύθυνη του τμήματος εκπαιδευτικών προγραμμάτων του – ώσπου μια μέρα όλα ανατραπήκαν… ευτυχώς! Γράφω για τα παιδιά γιατί νοιώθω πως ο κόσμος τους έχει τη καθαρότητα που χρειάζομαι για να δίνω νόημα και στη δική μου ζωή. Και ελπίδα! Αυτή είναι η αλήθεια μου.

  1. Σήμερα θα μιλήσουμε για το νέο σου βιβλίο «Το πάρτι», που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο, σε εικονογράφηση της Σάντρας Ελευθερίου.  Ως παιδί που μεγάλωσε με άρρωστο γονιό, συγκινήθηκα πάρα πολύ και ομολογώ ότι δεν μου είναι εύκολη αυτή η συζήτηση. Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή. Η αφηγήτριά σου είναι η δωδεκάχρονη Αιμιλία, που φέτος τελειώνει το δημοτικό. Παρέα της έχει τον οχτάχρονο αδελφό της, τον Μάνο, που πάει στην Τρίτη δημοτικού. Και ξαφνικά, μια μέρα οι γονείς τους τους ανακοινώνουν ότι πάνε ένα έκτακτο ταξίδι… Όμως η μαμά αναθέτει στα παιδιά μια αποστολή; Ποια είναι αυτή και πώς καλούνται να την υλοποιήσουν;

Η μαμά, με τη βαλίτσα στο χέρι, δίνει στα παιδιά ένα φάκελο με οδηγίες για να προετοιμάσουν το πάρτι των γενεθλίων της. Τα πράγματα θα ήταν πολύ απλά αν έδινε μια λίστα με ψώνια και δουλειές αλλά εκείνη επέλεξε να τους αφήσει γρίφους για να παίξουν «κυνήγι θησαυρού». Οι γρίφοι είναι μεγάλες σπαζοκεφαλιές για τα δυο αδέλφια. Μετρούν αρκετές αποτυχημένες προσπάθειες μέχρι να βγάλουν άκρη. Αναμοχλεύουν τις κοινές οικογενειακές στιγμές και, κάθε φορά που βρίσκουν τη λύση, ακούνε τη μητέρα τους να τους ψιθυρίζει μικρά μυστικά ζωής. Μέσα από το παιχνίδι και τον κοινό στόχο τα δυο αδέλφια θα γνωριστούν καλύτερα. Θα αποδεχτούν τις διαφορές τους κολυμπώντας στα βαθιά νερά των αναμνήσεών τους. Θα βρουν τα μπαστουνάκια με τα χίλια μυστικά, τη βασίλισσα που διψά, το ξύλο που καίει γλυκά και θα ανακαλύψουν  πως η ζωή είναι μια μεγάλη περιπέτεια που αξίζει να τη ζεις σαν παιχνίδι. Το μυστικό της μαμάς αποκαλύπτεται και μαζί του αποκαλύπτεται  και η δύναμη της αγάπης.Λίνα Μουσιώνη

  1. Ποιος είναι ο ρόλος της θείας Ειρήνης σε όλη τη διαδικασία; Τι δικό σου έχεις κρύψει μέσα της;

Όταν έγραφα την ιστορία δεν έβρισκα τίποτε «δικό» μου στη θεία Ειρήνη. Τη θαύμαζα απεριόριστα γιατί ήταν χορτοφάγος  καθώς εγώ δεν μπορώ ακόμη  να εξοστρακίσω το κρέας από τη διατροφή μου. Η ερώτησή σου ήρθε και με χτύπησε σαν ηλεκτρικό ρεύμα. Η θεία Ειρήνη είναι η αδελφή που θα ήθελα να έχω. Να είναι στο πλάι μου ακόμη κι όταν είναι στον δικό της κόσμο, όπως λέει η Αιμιλία.  Την ανάγκη μου να έχω μια αδελφή.  Αυτό ανακάλυψα πως κρύβει.  Όσο για τον ρόλο της, η θεία Ειρήνη είναι το μαξιλάρι της οικογένειας σε μια δύσκολη και απαιτητική στιγμή.  Νομίζω πως είναι πολύ ανακουφιστικό  για τα παιδιά να γνωρίζουν πως υπάρχει κάποιος/ κάποια που τα νοιάζεται πέρα από το γονεϊκό δίδυμο της πυρηνικής οικογένειας. Να ξέρουν πως πάντα υπάρχει για αυτά μια ανοιχτή αγκαλιά.

  1. Η Αιμιλία έχει να αντιμετωπίσει την είσοδο στην εφηβεία και την ασθένεια ταυτόχρονα. Γιατί καταλαβαίνει σχεδόν εξαρχής ότι τα πράγματα δεν είναι όπως τους τα αφηγούνται. Αλλά δεν μπορεί να το εκφράσει. Ο Μάνος πάλι, πιο μικρός, έχει «ψαρώσει» και δεν αμφισβητεί την εξήγηση που του δόθηκε για την ξαφνική εξαφάνιση των γονιών του. Ή μήπως όχι; Και απλώς, λόγω ηλικίας, έχει πιο ισχυρούς αμυντικούς μηχανισμούς; Ισχύει τελικά το «πώς να κρυφτείς απ’ τα παιδιά;» Μήπως πράγματι τα ξέρουν όλα κι ό,τι κι αν κάνουμε για να τα προστατεύσουμε μπορεί να είναι μάταιο; Α, και κάτι που σκέφτηκα τώρα: Συμβουλεύτηκες καθόλου κάποιον ειδικό ψυχικής υγείας να σε καθοδηγήσει σχετικά με τη στάση των δυο παιδιών;

Η Αιμιλία αντιλαμβάνεται  από την αρχή πως κάτι σοβαρό συμβαίνει.  Αναζήτηση νέου περιβάλλοντος δουλειάς με συνακόλουθες αλλαγές και στον τόπο κατοικίας θα μπορούσε να είναι μια από αυτές.  Όπως και η ασθένεια. Ο Μάνος είναι «μούτρο». Τετραπέρατος, αλλά καθώς ακουμπά περισσότερο στην παιδική ηλικία αποδέχεται την εξήγηση που του δόθηκε. Μπορεί να είναι και η άμυνά του στην απουσία της μαμάς.  Έχει και αυτός τις αγωνίες του, όταν αναρωτιέται μήπως τα δυο αδέλφια έχουν την τύχη του Κοντορεβυθούλη. Πιστεύω πως απωθεί οποιαδήποτε αρνητική σκέψη.  Όχι. Δεν μπορείς να κρυφτείς απ’ τα παιδιά. Οφείλουμε να τους δίνουμε την αλήθεια με το τρόπο που ταιριάζει στην ηλικία τους. Όσο χρειάζονται την προστασία μας άλλο τόσο χρειάζονται και την ειλικρίνειά μας. Στο Πάρτι, η μαμά βρίσκει το σθένος να οργανώσει όλο αυτό το παιχνίδι  για να διασκεδάσει και τον δικό της φόβο. Θα τον αποκαλύψει όταν νιώσει έτοιμη. Όλοι χρειάζονται χρόνο για να διαχειριστούν τα συναισθήματα τους. Όταν έγραφα την ιστορία είχα στο πλάι μου την υπερδραστήρια  Πρόεδρο του Συλλόγου Καρκινοπαθών Λάρισας, την Ιωάννα Καραβάνα και τη συμβουλευόμουν συνεχώς για να ελέγχω τις «αλήθειες» των ηρώων της ιστορίας. Με βοήθησε απεριόριστα  κατά τη διάρκεια της συγγραφής, ώστε οι  αντιδράσεις και συμπεριφορές  των χαρακτήρων του βιβλίου να πατούν σε αληθινές ιστορίες.

  1. Χρησιμοποιείς πολύ και σε αυτό το βιβλίο το λεπτό χιούμορ. Είναι ένα τέχνασμα για να σπάσει η «δυσκολία» του θέματος που πραγματεύεσαι, δηλαδή της σοβαρής ασθένειας της μητέρας; Πώς το διαχειρίστηκες αυτή τη φορά ως συγγραφικό εργαλείο;

Ομολογώ πως είμαι ένας άνθρωπος που δεν έχει καθόλου χιούμορ,  αν και θαυμάζω απεριόριστα το χάρισμά του στους ανθρώπους γύρω μου. Τα παίρνω όλα τοις μετρητοίς. Πιστέψτε με!  Όταν γράφω όμως το χιούμορ ενεργοποιείται σαν αυτοματισμός. Νομίζω πως είναι ένα στοιχείο που χαρακτηρίζει τη γραφή μου. Δεν ξέρω πώς να ερμηνεύσω αυτή την ανακολουθία. Ίσως είναι η προβολή αυτού που δεν έχουμε στις ιστορίες μας για να ισορροπήσουμε τη ζωή μας. Στο Πάρτι  το χιούμορ λειτουργεί ως  καταλύτης. Έρχεται να ανακουφίσει τον φόβο και την αγωνία, να μαλακώσει τα αρνητικά συναισθήματα, να γίνει η κολλητική ουσία που θα δέσει ακόμη πιο πολύ τα δυο αδέλφια. Όμως δεν είναι τεχνητό. Είναι ο τρόπος που γράφω και στο Πάρτι βρήκε περίοπτη θέση. Αυτό που προσπάθησα συνειδητά, σκυμμένη σε κάθε λέξη, ήταν να αποκλείσω οποιαδήποτε υποψία μελοδραματισμού που θα εκβίαζε τα συναισθήματα  των αναγνωστών/ αναγνωστριών μου. Το χιούμορ στάθηκε στο πλευρό μου.

  1. Ως παιδί που μεγάλωσα με χρόνια ασθενή γονιό, είχα ανάγκη και τώρα -στην ενήλικη ζωή μου- ένα τέτοιο βιβλίο να με ανακουφίσει, αφού πρώτα με ζόρισε πολύ. Γιατί στην περίπτωσή μου, τίποτα δεν κρύφτηκε πίσω από πάρτι και κυνήγια θησαυρού. Όλα, και για χρόνια, ήταν από την αρχή ξεκάθαρα: Νοσοκομεία, θεραπείες, εγχειρίσεις, ΜΕΘ, επικείμενος θάνατος, ανατροπές προβλέψεων και πάλι απ’ την αρχή. Δεν υπήρχαν περιθώρια ούτε βέβαια και κουλτούρα για κατά συνθήκη ψέματα, μα ούτε και για προστασία/ψυχική στήριξη και ενδυνάμωση εμού, του παιδιού. Εσύ για ποιον το έγραψες; Για τα παιδιά που έχουν να αντιμετωπίσουν την ασθένεια ενός γονιού; Για τους ασθενείς γονείς, ως βοήθημα για να επικοινωνήσουν την ασθένειά τους στα παιδιά τους; Ή για σένα και τα δικά σου βιώματα; Και επίσης, ποιος ρόλος σου είχε το πάνω χέρι, αυτός του παιδιού, αυτός της μαμάς ή αυτός της παιδαγωγού/συγγραφέα; 

Κουβαλούσα και εγώ για χρόνια το τραύμα της γονικής ασθένειας. Καθημερινά και μέχρι να ενηλικιωθώ αφουγκραζόμουν τη μητέρα μου για να δω αν αναπνέει.  Γνωρίζω εκ των έσω τον φόβο του παιδιού μήπως χάσει τη μητέρα του. Γνωρίζω και τον φόβο της μητέρας, την αγωνία της μήπως δεν προλάβει να χαρεί και να καμαρώσει τα παιδιά της. Έγραψα το Πάρτι χρησιμοποιώντας διττό σημείο θέασης, αλλά πάντα είχα στο μυαλό μου να το διαβάσει «το παιδί που ήμουν», να το διαβάσουν τα  παιδιά με ή χωρίς παρόμοιες εμπειρίες. Είναι το θαύμα της ζωής που θέλω να ακουμπήσω όσο πιο ταπεινά μπορώ. Δεν χρειάζεται να υπάρχει νόσος στην οικογένεια για να νιώσεις την αξία και το πάθος για ζωή. Να κατανοήσεις το μεγαλείο της αγάπης. Αυτής που νικά το φόβο για τον πιο ακατανόητο φόβο μας.  Έχω μιλήσει με πολλές μητέρες που καθρεπτιστήκαν στην ιστορία. Το Πάρτι είναι μια ιστορία. Δεν είναι οδηγός ζωής. Δεν δίνει συμβουλές. Είναι κάτι που αποστρέφομαι. Νιώθω πως έγραφα χρησιμοποιώντας πολλαπλή ταυτότητα και ειλικρινά δεν μπορώ να προσδιορίσω ποια ήταν η κυρίαρχη.

  1. Η ζωή είναι μια συγκλονιστική περιπέτεια και πράγματι δεν ξέρεις τι μπορεί να σου ξημερώσει. Εσύ επιλέγεις μια παιχνιδιάρικη αντιμετώπιση της δυσκολίας. Όμως, είναι αυτό εφικτό; Μπορεί -όσο κι αν το θέλει- ο ασθενής [ή ο άνεργος ή ο φτωχός ή εν γένει ο κάθε αναξιοπαθής] γονέας να παίξει… με τον πόνο του; Έχει τη δύναμη να το κάνει και να στήσει μια ολόκληρη «πλεκτάνη», ώστε να απαλύνει τον πόνο και τη δυσκολία που καλούνται να αντιμετωπίσουν τα παιδιά του; Μου φαίνεται σχεδόν ακατόρθωτο…

Δεν είναι εύκολο. Αν πίστευα κάτι τέτοιο θα ζούσα σε συννεφάκι. Όμως δεν είναι ακατόρθωτο.  Είναι στάση ζωής σε μεγάλο βαθμό. Θυμάσαι το “La vita e bella”  του Roberto Benigni και το παιχνίδι του Γκουίντο για να σώσει το γιο του στο ναζιστικό στρατόπεδο;  Εμένα μου το  θύμισε η ερώτησή σου. Ναι. Η ζωή είναι ωραία και αξίζει να συλλέγουμε κάθε πολύτιμη στιγμή στο χρόνο που τρέχει αδυσώπητα για μας.  Το παιχνίδι είναι η απόλυτα κοινή εμπειρία σε έναν κόσμο θεμελιωμένο στη διαφορά. Έχει χαρά και λύπη, νίκη και ήττα. Έχει ανατροπές. Όπως και η ζωή μας. Αν τη δούμε σαν παιχνίδι, ίσως γίνουμε καλύτεροι παίκτες. Είμαι σίγουρη πως αξίζει να δοκιμάσουμε.

  1. Θεωρώ ότι «Το πάρτι» απευθύνεται σε κάθε παιδί, και όχι μόνο σε εκείνα τα οποία αντιμετωπίζουν προβλήματα παρόμοια με της Αιμιλίας και του Μάνου. Καταρχάς, διότι είναι ένα εξαιρετικό λογοτεχνικό κείμενο, γραμμένο με το απαράμιλλο, αναγνωρίσιμο και πολυαγαπημένο στιλ σου. Διότι εκτός από την ασθένεια, παρουσιάζει μια παιδική -οικεία σε όλους και όλες- καθημερινότητα, διανθισμένη με ένα σωρό πληροφορίες, χρήσιμες για κάθε παιδί. Διότι είναι καλό να είναι προετοιμασμένα όλα τα παιδιά πως ποτέ δεν ξέρεις τι θα σου συμβεί. Και διότι είναι μια πυξίδα ζωής μέσα στον θάνατο. Ίσως, όμως, ένας γονιός να φοβηθεί να το χαρίσει στο παιδί του. Ίσως φοβηθεί να το διαβάσει κι ο ίδιος, καθώς θα του θυμίζει τη θνητότητά του. Τι θα του έλεγες; Γιατί θα του το πρότεινες; 

Ευχαριστώ για τα θετικά σχόλια και πολύ περισσότερο για τον προβληματισμό που θέτεις, Πελιώ. Δεν υπάρχει καμία ανθρώπινη βεβαιότητα παρά μονάχα αυτή του αναπόφευκτου τέλους.  Η ευαλωτότητα είναι σύμφυτη με την ανθρώπινη φύση και όλα μπορεί να αλλάξουν από τη μια μέρα στην άλλη. Πρέπει να επαγρυπνούμε ακόμη και για αυτά που θεωρούμε κεκτημένα  και το status quo του καθενός είναι εύθραυστο σαν πορσελάνινο βάζο.  Αυτή είναι η δική μου στάση ζωής. Πιστεύω πως τα βιβλία υπερβαίνουν τις αρχικές προθέσεις των δημιουργών τους. Τα βιβλία συνεχίζονται από τους αναγνώστες τους. Θα προσπαθήσω, ωστόσο, να δώσω το αναγνωστικό στίγμα του βιβλίου μου κρατώντας την εκδοχή της συγγραφέα.  Το Πάρτι είναι μια ιστορία για τη χαρά της ζωής.  Για τον τρόπο που επενδύει μια  οικογένεια στις μικρές πολύτιμες στιγμές της και στους δεσμούς που δημιουργεί.  Για την αγάπη που νικά κάθε φόβο.  Είμαστε πλασμένοι για να δίνουμε αγάπη εμείς οι γονείς. Και αυτό το βιβλίο μιλά για αγάπη περισσή. Νομίζω πως είναι ένα καλός λόγος για να διαβαστεί απ’ τα παιδιά και γιατί όχι και από τους γονείς.

  1. Πες μας πώς συνεργάστηκες με την Σάντρα Ελευθερίου πάνω στο συγκεκριμένο κείμενο, που ακροβατεί ανάμεσα στη διασκέδαση και τον πόνο; Της έδωσες κάποιες ιδιαίτερες οδηγίες;

Ποτέ δεν δίνω οδηγίες στους εικονογράφους  γιατί τους εμπιστεύομαι ως ισότιμους συνεργάτες. Ίσως κάνω κάποια γενικά σχόλια αλλά και αυτά είναι πολύ φειδωλά.  Δεν θέλω να εγκλωβίσω τη ματιά τους στην δική μου οπτική. Αν χρειαστούν τη γνώμη μου, ξέρουν πως θα είμαι κοντά τους. Με τη Σάντρα έχουμε μια σχέση ιδιαίτερη που λέγεται και  «χημεία». Μετράμε ήδη τρεις πολύ πετυχημένες συνεργασίες. Για το Πάρτι ανταλλάξαμε μόνο δυο κουβέντες με τη Σάντρα.  Μου μετέφερε τον ενθουσιασμό της για το κείμενο. Της μετέφερα τον ενθουσιασμό μου που το ανέλαβε.  Είδα τις εικόνες όταν πια είχαν ολοκληρωθεί. Κράτησε όλη την ατμόσφαιρα του κειμένου, χρωμάτισε τα  παλλόμενα συναισθήματα, ανέδειξε το χιούμορ, οπτικοποίησε σημαντικές στιγμές της ιστορίας. Αυτές που χτύπησαν στη δική της καρδιά. Στο Πάρτι ένιωσα τη Σάντρα  να βαδίζει ακροπατώντας πάνω στις λέξεις  για να υπερασπιστεί με τις εικόνες της  το ύφος της ιστορίας.  Νιώθω ευγνωμοσύνη και για τούτη τη συνεργασία μας.

  1. Τέλος, πέραν από τη θέση ή την ηλικία τους, όλοι οι άνθρωποι ζούμε καθημερινά με τον φόβο της απώλειας, του θανάτου. Θα έλεγα δε ότι η πανδημία τον έφερε ακόμα πιο κοντά μας. Ο σύγχρονος δυτικός πολιτισμός δεν του δίνει εύκολα δημόσιο χώρο και χρόνο. Δεν επιτρέπει την επεξεργασία του. Παραμένει ίσως και ταμπού ο φόβος της απώλειας. Πόσοι γονείς αναρωτιούνται: «Πώς θα μιλήσω στα παιδιά μου για τον θάνατο;» και επιλέγουν καταρχάς βιβλία με απώλειες αντικειμένων, κατοικίδιων και παππούδων-γιαγιάδων [πιο… φυσιολογικό]; Πολύ σπάνια θα δεις να μιλάει συγγραφέας παιδικών βιβλίων ανοιχτά για γονεϊκή απώλεια. Κι εσύ, για παράδειγμα, για πιθανή απώλεια μίλησες… Προς Θεού, δεν το κατακρίνω. Νομίζω ότι κι εγώ δεν θα διάλεγα εύκολα για τα παιδιά μου, όταν ήταν μικρά, ένα τέτοιο βιβλίο, αν υπήρχε. Θυμάμαι πως ο γιος μου διάβασε «Το τέρας έρχεται», του Νες, μικρός, δηλαδή στα 10 του και έτρεμα και για το πώς θα το πάρει και για το αν θα το συζητήσει. Δεν το συζητήσαμε ποτέ. Δεν το επεδίωξε ούτε η μια ούτε η άλλη πλευρά. Όμως, ξέρεις πόσα παιδιά κρύβουν τον θάνατο του γονιού τους, προφασιζόμενα ταξίδια ή διαζύγια ή καταστάσεις πολύ πιο ευφάνταστες; Πόσα αδέλφια μεγαλώνουν υπό το βάρος μιας απώλειας αδελφιού, που δεν συζητείται στο σπίτι, αλλά είναι πανταχού παρούσα; Έτσι οι ψυχές επιβαρύνονται. Σφίγγονται. Αρρωσταίνουν. Και ο φαύλος κύκλος συνεχίζεται. Κι όμως η φθορά, η απώλεια, ο θάνατος, είτε μεταφορικά είτε κυριολεκτικά, είναι αναπόφευκτα στη ζωή. Κι έτσι, μυστικά, προσπαθούμε [και μάλιστα όχι όλοι] να ενδυναμωθούμε είτε μέσω της θρησκείας είτε μέσω της ψυχοθεραπείας και συχνά των φαρμάκων. Μήπως χρειάζεται να ξανακοιτάξουμε τους επικείμενους, μικρούς και μεγάλους θανάτους μας, στα μάτια; Όπως έκαναν οι παλαιότερες γενιές ποικιλοτρόπως; Η σιωπή, το «δεν θέλω/δεν μπορώ να μιλήσω για αυτό» ως προστασία μήπως τελικά είναι καταστροφική; 

Θα συμφωνήσω μαζί σου απόλυτα, Πελιώ. Η εποχή της νεοτερικότητας και μετα-νεοτερικότητας έχει εξοβελίσει τον θάνατο από την καθημερινότητα των ανθρώπων σε κάτι απροσμέτρητα ανοίκειο, κάνοντας τον ακόμη πιο σκοτεινό και τρομακτικό. Που είναι ούτως ή άλλως. Οι παραδοσιακές κοινωνίες ζούσαν με ορατά τα σημάδια του κύκλου της ζωής. Ήταν εξοικειωμένοι με τον θάνατο λειτουργώντας κοντά στη φύση και κοντά στην τρίτη γενιά που έχει το φυσικό προβάδισμα. Ήταν άμεσα συνδεδεμένοι με τον κύκλο των εποχών,  αισθάνονταν την περιοδικότητα του χρόνου, βίωναν συνεχείς θανάτους στην καθημερινότητά τους. Από τα ζωντανά του σπιτιού, τα χώματα των αγρών και τα φυλλοβόλα δέντρα ως τα μέλη της κοινότητας. Είχαν τρόπους να εκτονώνουν το πένθος και την απώλεια με τις παραδοσιακές πρακτικές, τη θρησκευτική πίστη και τις τελετουργίες.  Εμείς προστατεύουμε τα παιδιά από τη σκληρότητα της  απώλειας. Έχοντας εξοστρακίσει τον θάνατο, επιτρέψαμε ένα τεράστιο κενό στη θέση του. Κινδυνεύουμε το κενό να μας ρουφήξει.  Και αυτό είναι καταστροφικό. Πιστεύω πως η συναίσθηση της θνητότητας μας κάνει πιο δυνατούς και πιο λαίμαργους για ζωή. Πιο ταπεινούς και πιο  γενναιόδωρους.  Όσοι από εμάς μεγαλώσαμε σε αστικά σύγχρονα περιβάλλοντα σταθήκαμε κάτω από την μεγάλη ομπρέλα της γονεϊκής  προστασίας. Το ίδιο μοτίβο επαναλάβαμε με υπερβολή στα δικά μας παιδιά.  Δεν θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε κάτι διαφορετικό γιατί χάσαμε το βίωμα. Κάθε απώλεια είναι σκληρή. Είναι αυτό το ανεξήγητο ταξίδι στην ανυπαρξία που μας παγώνει. Όμως, νομίζω πως πρέπει να συμφιλιωθούμε με τη θνητότητά μας. Για μένα αυτό ήταν  το «δώρο» της πανδημίας. Ας  φανούμε γενναίοι και κυρίως γενναιόδωροι αναγνωρίζοντας πως είμαστε περαστικοί από τούτο τον πλανήτη και ας δώσουμε αξία σε κάθε στιγμή που είμαστε πάνω του. Η σιωπή, οι υπεκφυγές, οι αναβολές δημιουργούν ένα ομιχλώδες τοπίο για τη ζωή. Μας κάνει υπερφίαλους, ενισχύει την  απατηλή αίσθηση της ανθρώπινης παντοδυναμίας  και κυρίως μας αφήνει γυμνούς και ξυπόλητους  όταν από την κεντρική λεωφόρο παρεκκλίνουμε σε αγκαθότοπο. Και πρέπει να θωρακίσουμε τα παιδιά μας για να μπορούν να βαδίζουν με ασφάλεια και σε φωτεινές πολύβουες λεωφόρους και σε δύσβατα μοναχικά μονοπάτια.Διαβάστε: Λίνα Μουσιώνη, Το πάρτι, Εκδόσεις Μεταίχμιο, εικονογράφηση: Σάντρα Ελευθερίου

Leave a Reply