Είπε ο κήπος… Το νέο βιβλίο της Αργυρώς Πιπίνη, εικονογραφημένο από την Ίριδα Σαμαρτζή, είναι ακόμα ένα λογοτεχνικό και εικαστικό αριστούργημα. Είναι μια ιστορία που καταλήγει να μας μιλάει, σε μια εποχή που τόσο το χρειαζόμαστε για τον αρχαίο δεσμό όλων των πλασμάτων, για την ιερότητα των δέντρων, των ζώων και των φυτών, για την αποφασιστική στιγμή, για όσα μπορούμε να κάνουμε τώρα αμέσως. Συνάντησα τις δυο δημιουργούς και συζητήσαμε για τη νέα τους δουλειά. Πάμε να δούμε τι μας είπαν. Α, η φωτογραφία-τεκμήριο που ακολουθεί, είναι από την εποχή της καραντίνας, όταν πήγαιναν μαζί στα άλση!Είπε ο κήπος… λοιπόν. Ένα βιβλίο που θυμίζει στο στήσιμο το περίφημο και κλασικό πλέον Καλοκαίρι, φθινόπωρο, χειμώνας, άνοιξη, καλοκαίρι… Είναι, κατά κάποιον τρόπο, μια λογοτεχνική-εικαστική συνέχειά του; Αν και πρόκειται για μια ανεξάρτητη ιστορία, με μια μικρή αναφορά στις εποχές και στις εναλλαγές τους μόνο στο τέλος της…
Α: Στο Καλοκαίρι, φθινόπωρο, χειμώνας, άνοιξη, καλοκαίρι… συναντούσαμε ένα σπίτι, ένα αγόρι, μια μηλιά. Στο Είπε ο κήπος… έχουμε έναν κήπο, ένα κορίτσι, έναν πλάτανο ― αυτό το μοτίβο ακολούθησα, καθώς και τη γραμμή της κλασικής αφήγησης “Μια φορά κι έναν καιρό…” και τον μακροπερίοδο λόγο. Μαζί με την εικαστική προσέγγιση της Ίριδας είναι τα στοιχεία που μοιράζονται τα δύο βιβλία. Το ένα νοσταλγεί την ασφάλεια του σπιτιού, μια εποχή που εκατομμύρια άνθρωποι δεν την έχουν, και το άλλο τη φύση που ανήκει σε όλους μας, αλλά δεν τη φροντίζουμε καθόλου.
Ι: Η αλήθεια είναι ότι πατάει γερά στα θεμέλια του Καλοκαίρι, φθινόπωρο, χειμώνας, άνοιξη, καλοκαίρι… Γι’ αυτό και είναι εικαστικά δουλεμένο με τον ίδιο τρόπο. Είναι μια άλλη ιστορία με διαφορετικούς πρωταγωνιστές, αλλά υπάρχει πάλι η κοινή αφετηρία της αναγέννησης. Στο πρώτο βιβλίο ήταν το σπίτι, τώρα είναι ένα πάρκο μέσα στην πόλη.
Ποια από τις δυο σας είχε την πρώτη ιδέα για τη γέννηση αυτού του κήπου και πώς συνεργαστήκατε για να την εξελίξετε;
Ι: Η Αργυρώ ξεκάθαρα. Εγώ απλώς ακολούθησα. Και υπήρχε μια βάση για το ύφος και την παλέτα του βιβλίου από το προηγούμενο, οπότε η εικονογράφηση κινήθηκε σε γνώριμα κι αγαπημένα μονοπάτια.
Α: Τον καιρό της πανδημίας άρχισα να πηγαίνω βόλτες πιο συχνά. Σ’ αυτούς τους περιπάτους πρόσεχα, για πρώτη φορά, πράγματα που παλιότερα δεν έβλεπα. Ας πούμε ανακάλυψα έναν δρόμο κοντά στο σπίτι μου γεμάτο γαζίες. Κάτι που μου αρέσει από παιδί είναι ν’ ακούω τον αέρα. Καθόμουν λοιπόν στο άλσος και άκουγα τον αέρα. Κι έβλεπα πώς χόρευαν τα δέντρα. Κι αυτό με ηρεμούσε. Είχα ανάγκη το εύφορο κλίμα αυτών των σκέψεων, αυτών των εικόνων για να συνεχίσω.
Κι εγώ το ίδιο έκανα. Αλλά, δυστυχώς, πάλι μείωσα, με την “επιστροφή στην κανονικότητα”, τις εξορμήσεις στα πάρκα και στο κοντινό μου βουνό. Είναι γεγονός ότι ο άνθρωπος του 21ου αιώνα έχει απομακρυνθεί από τη φύση. Ακόμα και οι κήποι μέσα στην πόλη σπανίζουν και όπου υπάρχουν είναι αφρόντιστοι και παραμελημένοι, όπως συμβαίνει, άλλωστε κάποια στιγμή και στον κήπο τον δικό σας. Και έρχομαι να αναρωτηθώ γιατί; Γιατί επιλέγουμε να αφαιρέσουμε τη φυσική ομορφιά από τη ζωή μας; Γιατί αφήνουμε αφρόντιστο το λίγο πράσινο που μας έχει μείνει και μαζί του μαραίνεται και η ψυχή μας; Ποια είναι αυτή η αρρώστια, που αναφέρετε και στο βιβλίο, που μας κάνει να ξεχνάμε τους κήπους μας; Και γιατί δεν αντιδρούμε –ή, τέλος πάντων, αργούμε να αντιδράσουμε;
Ι: Νομίζω ότι ενώ όλοι λέμε ότι αγαπάμε το πράσινο, πολλές φορές μπροστά στο δίλημμα κέρδος και φύση, υπερτερεί το πρώτο. Πίστευα ότι μετά την πανδημία θα είχαμε πάρει ένα καλό μάθημα. Οι μέρες της καραντίνας και όλες αυτές οι εικόνες που έγιναν και ντοκιμαντέρ για το πόσο “φυσικά” το περιβάλλον αντέδρασε στην ξαφνική του ελευθερία λόγω του δικού μας εγκλεισμού, φανταζόμουν ότι θα μας έκαναν να αξιολογήσουμε αλλιώς την καθημερινότητά μας και τη φιλοσοφία για τον τρόπο που ζούμε. Τελικά, μετά λύπης διαπίστωσα ότι επανήλθαμε αμέσως στην πραγματικότητα, ακόμα πιο “βελτιωμένοι”, με περισσότερη φόρα και ορμή. Προσωπικά έχω εναποθέσει την ελπίδα μου στη νέα γενιά που έχει μεγαλύτερη οικολογική συνείδηση από μας και κινείται προς μια πιο σωστή κατεύθυνση.
Α: Η απαισιόδοξη πλευρά μου δεν πείστηκε ότι μετά την πανδημία θα άλλαζε η στάση μας απέναντι στη φύση, δεν πείστηκε ότι μια και δυο σύνοδοι για το κλίμα είναι σε θέση να μας κινητοποιήσουν. Ούτε ότι θα ξεκινήσει από κάπου ψηλά, από κάπου κεντρικά, η αλλαγή. Και ο πόλεμος στην Ουκρανία ήρθε να παγιώσει την άσχημη αυτή γεύση απέναντι στην κατάσταση των ανθρώπων και της φύσης. Η νέα γενιά, όπως λέει και η Ίρις, είναι η ελπίδα. Και η προσωπική στάση των λίγων αλλά επίμονων κηπουρών και το πείσμα όσων παλεύουν φυτεύοντας, ποτίζοντας, φροντίζοντας. Γιατί αλλιώς δεν υπάρχει μέλλον, υπάρχει μόνο τώρα, άντε και λίγο αύριο.
Μακάρι τα παιδιά να αγαπήσουν, να φροντίσουν και να επιστρέψουν στη φύση και στα δέντρα. Μακάρι να αγαπήσουν τα δέντρα, όπως έγινε στον κήπο σας, με ένα δέντρο… πρωταγωνιστικό που ζούσε εκεί και που αγαπήθηκε. Ένας πλάτανος, ο Δημοσθένης! Γιατί επιλέξατε αυτό το φυτό και γιατί το ονοματίσατε έτσι;
Ι: Εγώ δεν ξέρω…τη συγγραφέα ρωτήστε 🙂
Α: Μου άρεσε κάτι που μου είπε η νονά μου ― “Ο πλάτανος θέλει νερό και η λεύκα θέλει αγέρα”. Τον πλάτανο τον συναντάμε συχνά σε ποιήματα, στην ελληνική ιστορία, συνδέεται με θρύλους και παραδόσεις, “σημαίνει” δηλαδή. Συμβολίζει τον χρόνο που περνάει και τη σοφία που αποκτάμε, αλλά και την αντοχή στον καιρό. Το όνομα πάλι παραπέμπει στον Δημοσθένη τον ρήτορα ― ο λόγος και τα έργα του πλάτανου της ιστορίας μας είναι εξίσου φλογερά και δίκαια.Η απώλεια και το πώς τελικά την εντάσσουμε στην καθημερινότητά μας είναι και αυτό ένα από τα θέματα του βιβλίου. Μήπως, τελικά, δυσκολευόμαστε τόσο να μιλήσουμε στα παιδιά για τον θάνατο –αλλά και για τις καθημερινές ματαιώσεις– επειδή εμείς δεν έχουμε καταφέρει να συμφιλιωθούμε μαζί τους; Και μήπως, μια σκέψη που έκανα διαβάζοντας το βιβλίο, η επιστροφή μας στη φύση, ακόμα και η φιλία με ένα… δέντρο μπορεί να μας κάνει πιο δυνατούς, πιο ανθεκτικούς και εν τέλει πιο ευτυχισμένους, παρά τα αναπόφευκτα φευγιά των αγαπημένων μας –και βέβαια παρά τις καθημερινές δυσκολίες;
Ι: Δεν υπάρχει καλύτερο μάθημα για την απώλεια, από την ίδια τη φύση. Από το λουλούδι που θα κόψεις, θα βάλεις σε ένα βάζο και θα μαραθεί σε λίγες μέρες, μέχρι το χρυσόψαρο στη γυάλα που κάποια στιγμή θα πεθάνει. Όλα είναι ένας κύκλος και εμείς μέσα σε αυτόν έχουμε αρχή, μέση και τέλος. Η επαφή με τη φύση είναι σίγουρα μια ίαση στις δυσκολίες που αντιμετωπίζουμε όλοι.
Α: Ο χρόνος που περνάει, η αίσθηση ότι δεν είμαστε αιώνιοι, ο άνθρωπος ως ον πεπερασμένο ―τα στοχαζόμαστε, τα ζούμε, μιλάμε γι’ αυτά. Όσον αφορά εμένα, νιώθω ότι κάθε φορά που αποχαιρετώ κάποιον ―και το ’χω ζήσει πολλές φορές― μαθαίνω την αλφαβήτα του πόνου απ’ την αρχή, για να την ξεχάσω και να χρειαστεί να τη μάθω και πάλι την επόμενη φορά. Οι τελετουργίες της απώλειας πρέπει να τηρούνται ευλαβικά παράλληλα με την καθημερινότητα, πιστεύω. Και μετά να ανασκουμπωνόμαστε. Η δύναμη των ανθρώπων και η επαφή με τη φύση… μεγάλη βοήθεια, πολύ μεγάλη.
Ο κήπος κλείνει με ένα πολύ αισιόδοξο μήνυμα. Θεωρείτε ότι είναι εφικτή η γιατρειά της ανθρωπότητας, αν “εκμεταλλευτούμε” τη σοφία της φύσης; Ή μάλλον είναι εφικτό να επιστρέψουμε τελικά στη σοφία της φύσης ώστε να γιατρευτούμε; Ή μήπως η πλειονότητά μας είναι παγιδευμένη σε έναν τρόπο ζωής που δεν της αρέσει, μα δεν μπορεί ή δεν θέλει να κάνει και τίποτα για να τον αλλάξει; Γιατί, όπως αναδεικνύετε, η μια με τα λόγια και η άλλη με τις εικόνες, ο αρχαίος δεσμός όλων των πλασμάτων της Γης έχει χαθεί. Και μάλλον χρειάζεται ένα… θαύμα για να ξανακερδίσουμε τη γνώση του παρελθόντος και τη βαθιά ευτυχία που πιθανόν αυτή μπορεί να μας προσφέρει.
Α: Αυτή η βαθιά ευτυχία, η απροσδιόριστη, αλλά τρελή χαρά, αυτό το κύμα που φουσκώνει στο στήθος μας όταν αντικρίζουμε τη θάλασσα, όταν σκαρφαλώνουμε σ’ ένα βουνό, όταν καθόμαστε κάτω από ένα δέντρο, μας γιατρεύει, όλοι το νιώθουμε, όλοι το ξέρουμε, μα το σκεπάζουμε καθημερινά καταναλώνοντας και το ξεχνάμε. Δεν ξέρω αν υπάρχει επιστροφή ― θα ήθελα να πιστεύω ότι μπορούμε να σώσουμε όσα σώζονται. Η φύση, όπως λέει και η Ίρις, έχει πάντα τον τρόπο της, αλλά κι εμείς πρέπει να ακολουθήσουμε απαρέγκλιτα τον δικό μας σωστό τρόπο.
Ι: Η φύση έχει μια ανώτερη σοφία και θα υπάρχει με ή χωρίς εμάς. Έχουν συμβεί τραγικά γεγονότα στην ιστορία της ανθρωπότητας κι όμως η φύση κατάφερε να επιβιώσει και να ξαναγεννηθεί δυνατότερη. Έχει πάντα τον τρόπο της και το αποδεικνύει καθημερινά ακόμα και με το μικρό χορταράκι που φυτρώνει ανάμεσα σε δυο τσιμεντόπλακες. Υπάρχει κόσμος που το αντιλαμβάνεται αυτό και αναζητά έναν πιο εναλλακτικό τρόπο διαβίωσης κοντά στη φύση και με σεβασμό σε αυτήν. Εμείς οι υπόλοιποι, που προτιμούμε τα αστικά κέντρα, ας κάνουμε πιο σοφές επιλογές σε αυτά που καταναλώνουμε, σε αυτά που πετάμε με τόση ευκολία αντί να τα ανακυκλώνουμε με κάποιον τρόπο κι ας κατανοήσουμε επιτέλους τον χώρο που μας αναλογεί σε αυτόν τον πλανήτη.
Κλείνω με μια πιο προσωπική ερώτηση. Εσείς, έχετε φίλους δέντρα; Κι αν ναι, σας έχουν βοηθήσει; Προσωπικά, έχω ένα δέντρο λίγο πιο αγαπημένο, λίγο πιο ξεχωριστό, και μάλιστα, μετά την ανάγνωση του βιβλίου, θα επιδιώξω ίσως μια πιο στενή σχέση μαζί του…
Α: Μα, ναι. Γι’ αυτό κι έβαλα στις πρώτες σελίδες αυτό το απόσπασμα από το διήγημα του Τσίρκα. Στο μικρό παρκάκι απέναντι από το σπίτι μου βρίσκεται ένα πεύκο μεγάλο, λίγο στρεβλό, λίγο άρρωστο, αλλού καταπράσινο, αλλού ωχρό και άρρωστο. Μου ψιθυρίζει τραγούδια, με συμβουλεύει όταν περνάω από κει. Το αγαπώ. Επίσης, υπάρχουν κάποια δέντρα στο Λονδίνο που τα αγαπώ και τα επισκέπτομαι.
Ι: Εγώ δεν έχω κάποιο δέντρο συγκεκριμένο. Έχω όλα τα δέντρα του κόσμου που μου δίνουν ιδέες με τα σχήματα τους, την κίνηση τους και τα χρώματα τους.Το βιβλίο της Αργυρώς Πιπίνη Είπε ο κήπος… κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πατάκη, σε εικονογράφηση της Ίριδας Σαμαρτζή.