ΛΕΩΝΙΔΑ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΕ, Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΔΙΑΦΘΕΙΡΕΙ ΤΟΥΣ ΝΕΟΥΣ;

μουσικήΠριν από λίγους μήνες, ο Λεωνίδας Αντωνόπουλος, δημοσιογράφος και διευθυντής του ραδιοφώνου KOSMOS 93,6,  απηύθυνε ανοιχτή επιστολή προς τον Σύλλογο Γονέων του 1ου Πρότυπου Γυμνασίου Αθήνας, με αφορμή μια σειρά πανικόβλητων ανακοινώσεων που έλαβαν οι γονείς –πρώτα από τον γυμνασιάρχη και έπειτα από τον Σύλλογο– μετά την πρωτοβουλία των μαθητών δύο σχολείων (του 1ου Πρότυπου Γυμνασίου και του 26ου Γυμνασίου) να διοργανώσουν πάρτι με guest έναν γνωστό τράπερ. Ο Λεωνίδας εξέφρασε τη θλίψη του ότι «για πολλούς (που ίσως μάλιστα θεωρούν ότι ανήκουν στους προοδευτικούς της κοινωνίας μας…) ισχύει η άποψη ότι “η μουσική (προσθέστε όποιο είδος δεν σας αρέσει) διαφθείρει τους νέους”».

Το κείμενο μου προκάλεσε το ενδιαφέρον, ως μαμάς εφήβων που ακούνε (και) τραπ. Προσπάθησα να με ψυχολογήσω: Ποια θέση θα έπαιρνα αν ένα τέτοιο πάρτι διοργανωνόταν από το 2ο και όχι από το 1ο Πρότυπο; Τι θα έλεγα στα παιδιά μου; Τι συναισθήματα μου γεννά η τραπ; Θεωρώ ότι τα παιδιά κινδυνεύουν ακούγοντας αυτό ή οποιοδήποτε άλλο μουσικό είδος; Εγώ τι άκουγα στην εφηβεία και τι ακούω τώρα; Παρενέβησαν ποτέ οι γονείς μου στα ακούσματά μου; Έπαθα κάτι εξαιτίας κάποιου τραγουδιού; Με επηρέασε η προσπάθειά μου να παίξω (πολάκις) το βινύλιο των Eagles με το Hotel California ανάποδα; Έγινα σατανίστρια στη όταν εξέφραζα Sympathy for the devil;  Πόσες φορές βρέθηκα στην κόλαση σκούζοντας I’m on the highway to hell; Πήρα LSD μαζί με τη Λούσι και τα διαμάντια της, στον ουρανό των Σκαθαριών; Έριξε κανείς κάτι στο ποτό μου επειδή ακούω Ramones; Και να το πάω και αλλού. Με εμπόδισε η λατρεία μου προς τους New Kids On The Block (παλαιότερα από τα προαναφερθέντα ακούσματα –ας μείνει μεταξύ μας) να είμαι σήμερα λάτρης της όπερας; Σκέφτηκα τόσα κι άλλα τόσα κι άλλα τόσα και αποφάσισα να απευθυνθώ στον Λεωνίδα Αντωνόπουλο, μια και ξέρει τη μουσική και την ιστορία της πολύ καλύτερα από μένα και να κάνουμε μια όμορφη και ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα συζήτηση-τροφή για σκέψη.

Η μουσική διαφθείρει τους νέους; Αυτή η ανοιχτή ερώτηση προς γονείς, κηδεμόνες και εκπαιδευτικούς λίγους μήνες πριν είναι διαχρονική. Μπορείς να μας κάνεις μια σύντομη ανασκόπηση της σχέσης μουσικής και νεολαίας τον 20ο αιώνα; Τι άκουγαν οι νέοι; Ποιες κατηγορίες εξαπολύονταν από τους «σοβαρούς ενήλικους» εναντίον τους και εναντίον συγκεκριμένων μουσικών ειδών; Τελικά, είχε κάποια από αυτές ουσιαστική βάση;
Διαχρονική και… ρητορική η ερώτηση. Πίστευα ότι είχαμε δώσει την απάντηση οριστικά και αμετάκλητα από τη δεκαετία του ’70, όταν φάνηκε ότι οι νέοι του ’60 δεν ήταν ούτε «διεφθαρμένοι» ούτε «ρεμάλια», ότι το ροκ δεν επρόκειτο να διαλύσει τα θεμέλια της κοινωνίας και να εξαϋλώσει τα ήθη ούτε να οδηγήσει τη νεολαία στα ναρκωτικά και στην πορνεία.
Ο τρόμος μπροστά στην ψυχοσωματική σχέση που αναπτύσσουν οι έφηβοι με τη μουσική έχει τις ρίζες του στην Εκκλησία και στον κόσμο που αυτή επηρέαζε, ως ρυθμιστής και κριτής των ηθών, ήδη από τη δεκαετία του ’20. Τότε ήταν το αργεντίνικο tango («τανγκό» γαλλιστί, αφού το Παρίσι έγινε η ευρωπαϊκή κοιτίδα του ήχου και του χορού) και το φοξ τροτ, ως πρόγονος του σουίνγκ, που κατέφθασε ακόμη πιο άγριο και ανεξέλεγκτο, μπολιασμένο με τα πρώτα αφρικανικά ψήγματα τη δεκαετία του ’30. Ύστερα ήταν η τζαζ στην πιο σύγχρονη εκδοχή της, άναρχη, απροσδιόριστη, ακατανόητη και γι’ αυτό φοβιστική, προερχόμενη από τα καταγώγια των μεγάλων πόλεων όπου σύχναζαν μαύροι και –τι κατάντια! – ορισμένοι λευκοί.
Ο μαύρος ήχος του boogie μεταμορφώθηκε, στα τέλη της δεκαετίας του ’40, σε rhythm & blues και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’50 είχε γεννηθεί το «μωρό της Ρόζμαρι»: το ροκ εν ρολ! Ήταν το casus beli, η αφορμή για την κήρυξη του πολέμου μεταξύ της μεταπολεμικής συντηρητικής οικογένειας, που προσπαθούσε όπως όπως να κρατήσει όρθια κάποια ηθικά στηρίγματα που είχε πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, παριστάνοντας ότι δεν ήξερε πόσα από αυτά είχε τελικά σαρώσει ο πόλεμος. Το ροκ εν ρολ ήταν ταυτοχρόνως η αιτία της διαφθοράς και η ζωντανή της απόδειξή: Δεν χρειαζόταν παρά να δεις τον «έξαλλο» χορό, όπου τα κορμιά έρχονταν ανησυχητικά κοντά και οι φούστες σηκώνονταν απαράδεκτα ψηλά και, φυσικά, να ακούσεις τον «ζουγκλοειδή» ρυθμό (υπονοούμενο σαφώς ρατσιστικό, αφού το ροκ εν ρολ δεν ήταν παρά η χαραμάδα από την οποία τρύπωσαν τα μαύρα rhythm & blues στα δωμάτια των λευκών εφήβων).
Τη δεκαετία του ’60 είχε πλέον φανεί ότι η «μάχη της νεολαίας» είχε χαθεί για λόγους που έχουν αναλυθεί επαρκώς και από πολλούς, πιο αρμόδιους από μένα. Ας κρατήσουμε όμως το μοτίβο ότι κάθε γενιά έχει, αναπόφευκτα, τους δικούς της θαμμένους σκελετούς, τα λάθη που ξέρει πως κουβαλάει όσο μεγαλώνει, οπότε έχει υπονομεύσει καταρχήν κάθε μάχη που ξεκινάει απέναντι στη γενιά της αθωότητας, στους έφηβους. Θεωρώ πως θα έπρεπε πλέον να έχουμε ξεπεράσει το σύνδρομο του «χτυπάω το σαμάρι» και οι φόβοι και οι αγωνίες που έχουμε ως γονιοί ή γενικώς ως μεγάλοι για τους έφηβους να μη μας οδηγούν σε υστερίες απέναντί στα συμπτώματα που, στο κάτω κάτω, μόνο γραφικούς, «μπούμερ» και «κριντζ» μας κάνουν να δείχνουμε. Ε, με τέτοιο προφίλ ποιος έφηβος θα μας πάρει σοβαρά;

Ενθυμούμενη τα παιδικά και πρώιμα εφηβικά μου χρόνια, πράγματι απαξίωνα τα ακούσματα των γονιών μου –αν υπήρχε τότε στο λεξιλόγιό μας η λέξη, «κριντζ» θα τα ονόμαζα–και ακολουθούσα κάποιες από τις «μόδες» της εποχής. Ορισμένες από αυτές ήταν, σύμφωνα με τα σημερινά μου κριτήρια, άθλιες, ορισμένες αξιοπρεπείς και ελάχιστες καλές. Καταστάλαξα στα ακούσματά μου από τα δεκατέσσερά μου και έπειτα, επιλέγοντας πλέον συνειδητά καλλιτέχνες και μουσικά είδη…
Φυσικά και ακολουθούσες τις μόδες της εποχής. Αυτό κάναμε οι περισσότεροι και αυτό κάνουν οι έφηβοι ανεξαρτήτως εποχής. Οι «μόδες» είναι ο τρόπος που έχουμε να δηλώνουμε την ταυτότητά μας: ποιοι είμαστε και σε τι διαφέρουμε από τους άλλους. Αυτό μας έλειπε, να ταυτίζεται ο δεκαεξάχρονος με τον σαραντάρη· δεν υπάρχει πιο διεστραμμένο σενάριο! Η μουσική, λοιπόν, είναι ένας από αυτούς τους τρόπους και στην ηλικία των εφήβων τα κριτήρια δεν μπορεί να είναι μόνο «αισθητικά» ή «καλλιτεχνικά». Επειδή, πολύ απλά, δεν έχουν προλάβει να αποκτήσουν επαρκείς εμπειρίες και ερεθίσματα, ζουν με τους γονείς τους και είναι κοινωνικά και οικονομικά εξαρτημένοι από αυτούς. Πώς είναι δυνατόν να τους ζητάμε να επιλέγουν με τα δικά μας κριτήρια για την τέχνη και την αισθητική;

Ας πάμε συγκεκριμένα στην «πηγή του κακού», στην τραπ. Καταρχάς, τι είναι η τραπ; Ποια τα στοιχεία της ως μουσικού είδους; Και, κυρίως, τι γίνεται με τους στίχους της; Θα χρησιμοποιήσω το δικό σου παράδειγμα από την επιστολή [Αρκούν οι γραφικοί και επιφανειακοί συσχετισμοί, trap => γυναικοκτονία, trap => ναρκωτικά, trap => όπλα και οι επτά πληγές του Φαραώ] για να ρωτήσω εάν τελικά οι τράπερ είναι όλοι άντρες, μισογύνηδες, βίαιοι, φραγκάτοι, ναρκομανείς οπλοφόροι ή εάν οι τελευταίοι είναι εκείνοι που «κάνουν φασαρία» (ενώ υπάρχουν και άλλοι, με εντελώς διαφορετικούς π.χ. κοινωνικούς ή πολιτικούς στίχους); Και τελικά, με ποιους τρόπους «γοητεύουν» τους εφήβους μας; Είναι οι βωμολοχίες; Τα στοιχεία παρανομίας; Η αντίδραση στην παντός είδους εξουσία; Ή απλώς η μόδα του YouTube, στην οποία βρίσκει εφαρμογή η παλαιά και αγαπημένη θεωρία της ψυχολογίας της μάζας;
Εδώ πρέπει να πάρουμε μία ανάσα για να μην παρασυρθούμε και εν τέλει χαθούμε μέσα σε θάλασσα από λεπτομέρειες που αφορούν μόνο όσους ασχολούνται επαγγελματικά. Γενικώς, η τραπ δεν είναι αυτόνομο είδος, είναι μία τεχνοτροπία του χιπ χοπ, ένα σύγχρονο στιλ να κάνεις ραπ. Είναι αρκετά διαδεδομένη πάνω από μία δεκαετία και έχει εκπροσώπους παντού. Δεν είναι αποκλειστικά για άντρες, αν και γενικώς στο χιπ χοπ οι γυναίκες υποεκπροσωπούνται. Θα ήθελα να ακούγαμε περισσότερο γυναικείο χιπ χοπ ή και τραπ. Ωστόσο, και οι γυναίκες ράπερ συνήθως φτιάχνουν ρίμες που μιλούν για τσαμπουκά, για το πόσο δυναμικές και ανεξάρτητες είναι και για το πώς κάνουν ό,τι θέλουν με τη σεξουαλικότητά τους. Δεν υπάρχει τεράστια διαφορά.
Ένα μεγάλο μέρος της σύγχρονης χιπ χοπ θεματολογίας καταπιάνεται με το σεξ, το χρήμα, τα ναρκωτικά, τα όπλα. Και υπάρχει μία φαινομενική αντίφαση: Ακούς τραγούδια και παραγωγές DIY, φτιαγμένα από τα κάτω, από μη προνομιούχους, από παιδιά που για διάφορους λόγους ζουν στο περιθώριο, επειδή είναι φτωχοί, μαύροι, μετανάστες, τσιγγάνοι… και είναι τραγούδια που μιλούν για όσα βλέπουν και ακούν στον δικό τους περίγυρο και, την ίδια στιγμή, προσθέτουν μια καπιταλιστική φαντασίωση (ακριβά αυτοκίνητα, ρούχα και πολύ χρήμα), τόσο τραβηγμένη στα άκρα που γίνεται καρικατούρα και βέβαια ελάχιστα πιστευτή ως στόχος ζωής –εκτός εάν είσαι γονιός σε πανικό…
Αυτό που φαντάζομαι ότι γοητεύει τους έφηβους –όσους τέλος πάντων γοητεύει, γιατί πολλά παιδιά ακούνε μεν αυτό το είδος, όπως ακούνε και ποπ και ηλεκτρονική και όποια άλλη μουσική και το να πάνε σ’ ένα πάρτι ή σε κάποιο κλαμπ ή σε μία συναυλία τραπ δεν σημαίνει ότι είναι τυφλοί οπαδοί του είδους– είναι ο συνδυασμός του περιθωρίου, της αμεσότητας και της αίσθησης της παρανομίας, αφού πρόκειται για ένα είδος εντελώς αποκλεισμένο από όλα τα μέσα, εκτός εάν πρόκειται για αρνητικές ειδήσεις σχετικά με κάποιον καλλιτέχνη ή κάποιο συμβάν. Και ας μην ξεχνάμε πόσο γοητευόμασταν κι εμείς ως έφηβοι από οτιδήποτε ήταν παράνομο ή επικίνδυνο και πως με αυτόν τον τρόπο γνωρίσαμε τελικά τα προσωπικά μας όρια.

Μεγάλη αλήθεια, που δεν πρέπει να ξεχνάμε… Εκτός από τραπ, τι άλλο ακούν οι έφηβοι σήμερα; Ποιες είναι οι hot μουσικές που… «τρεντάρουν»;
Ακούνε τα πάντα, περισσότερα «πάντα» από όσα ακούγαμε εμείς στη δική τους ηλικία. Το ενδιαφέρον είναι ότι εκείνοι μπορούν να πλοηγηθούν μέσα στο χάος όταν και αν το θελήσουν, ενώ εμείς παθαίνουμε πανικό! Και από την άλλη, αυτά που «τρεντάρουν» είναι τα συνήθη, αυτά που «τρένταραν» πάντα: ποπ και χορευτικά τραγούδια, ελληνικά και ξένα. Μη νομίζεις, δηλαδή, ότι ξαφνικά οι έφηβοι θα ανακαλύψουν έναν εντελώς άγνωστο σε εμάς κόσμο… Πάντως, η ευκολία πρόσβασης σε ΟΛΗ τη μουσική, από όλον τον κόσμο, χωρίς στεγανά αισθητικά ή οικονομικά, είναι ένα δώρο που είναι ακόμη νωρίς για να ξέρουμε πώς θα το αξιοποιήσει αυτή ή η επόμενη γενιά. Σίγουρα βρισκόμαστε μπροστά σε έναν διαφορετικό τρόπο ακρόασης και προσέγγισης της μουσικής σε σύγκριση π.χ. με τα «άλμπουμ» με τα οποία μεγάλωσε η δική μας γενιά.

Συμπερασματικά, τι θα έλεγες σε έναν γονιό που ανησυχεί για τα ακούσματα του παιδιού του; Έχει κάτι να φοβάται; Πώς να διαχειριστεί, χωρίς φασίζουσες συμπεριφορές, όλα όσα ο ίδιος αποδοκιμάζει και πώς μπορεί να βελτιώσει (προφανώς βασιζόμενος στην προσωπική του κρίση και στα προσωπικά του γούστα) τις επιλογές του;
Ο φόβος είναι κακός οδηγός, γιατί θολώνει την κρίση. Το ερώτημα είναι πώς μπορούμε να εμπιστευτούμε τα παιδιά μας ότι θα μεγαλώσουν, θα ωριμάσουν και θα σταθούν στα πόδια τους χωρίς να κινδυνεύσουν. Η απάντηση που δίνω στον εαυτό μου είναι «να τα βοηθήσουμε να αποκτήσουν κριτήριο». Να τους δώσουμε, λοιπόν, ερεθίσματα. Να τα πετάξουμε σε μια θάλασσα ή να τα κλείσουμε σε ένα δωμάτιο γνώσης και εμπειριών, αλλά να είμαστε κάπου εκεί, κοντά τους, στην ακτή ή έξω από την κλειδωμένη πόρτα. Να είμαστε εκεί όταν και εάν μας χρειαστούν, όχι με το δάχτυλο υψωμένο, αλλά για να τους συμπαρασταθούμε και να τους πούμε «προσπάθησε ξανά, αλλά με άλλον τρόπο». Το τι θα βρουν, τι θα αγαπήσουν, με ποιες μουσικές θα ταυτιστούν… είναι δικό τους θέμα. Όπως ήταν δικό μας θέμα αυτά που εμείς αγαπήσαμε και ακολουθήσαμε, όχι των γονιών μας.

Ίσως ήταν και λίγο των γονιών μας… Τα ερεθίσματα που έλεγες…Λεωνίδας ΑντωνόπουλοςΟ Λεωνίδας Αντωνόπουλος είναι δημοσιογράφος, ειδικευμένος σε θέματα πολιτισμού και μουσικής, και διευθυντής του ραδιοσταθμού KOSMOS 93,6. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στην Αθήνα και έκανε μεταπτυχιακό στη Στρατηγική των ΜΜΕ στο Λονδίνο. Έχει εργαστεί σε εφημερίδες και περιοδικά, κάνει εκπομπές μουσικού και δημοσιογραφικού περιεχομένου στο ραδιόφωνο και την τηλεόραση, ενώ υπήρξε και διευθυντής προγράμματος στον «Αθήνα 9.84». Από το 1997 εργάζεται στην ΕΡΤ και ήταν, μεταξύ άλλων εκπομπών, ο δημιουργός και παρουσιαστής της βραβευμένης σειράς μουσικών ντοκιμαντέρ «Οι Μουσικοί του Κόσμου». Υπήρξε  σύμβουλος για τη μουσική και καλλιτεχνικός υπεύθυνος της ενότητας «Ήχοι του Κόσμου» του Φεστιβάλ Αθηνών και τα τελευταία χρόνια είναι καλλιτεχνικός σύμβουλος του Athens Technopolis Jazz Festival.

Leave a Reply