ΜΑΡΙΑ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗ: ΚΑΙ ΤΑ ΔΥΣΚΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΜΕΡΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ

Μαρία ΠαπαγιάννηΤα Χρυσά Κουπιά, το νέο βιβλίο που έγραψε η Μαρία Παπαγιάννη, μια από τις πιο σημαντικές σύγχρονες παρουσίες στην ελληνική παιδική και νεανική λογοτεχνία, είναι ένα μυθιστόρημα που διαδραματίζεται ένα καλοκαίρι σ’ έναν μυστηριώδη τόπο, όπου οι άνθρωποι πιστεύουν σε θρύλους και δεν ταράζουν τα φαντάσματα του παρελθόντος. Ώσπου ξαφνικά καταφτάνουν δυο μικρά κορίτσια και τα πράγματα στο χωριό αλλάζουν… Το βιβλίο έχει τη στόφα του κλασικού και είναι ίσως ό,τι πιο ωραίο έχει γράψει μια συγγραφέας που πάντοτε γράφει παραπάνω από ωραία. Με ταξίδεψε, ταυτίστηκα με διάφορες καταστάσεις λόγω παιδικών μου βιωμάτων, έκλαψα πολύ, μα τελικά η ανάγνωσή του, και ιδιαίτερα το τέλος του, λειτούργησε λυτρωτικά. Κι έπειτα το διάβασε και η δεκάχρονη κόρη μου, που το προσέγγισε με άλλο βλέμμα και προφανώς με διαφορετικές προσλαμβάνουσες· έτσι μας δόθηκε, μέσα από αυτό τον κοινό αναγνωστικό τόπο, η ευκαιρία για ουσιαστικές και διόλου εύκολες συζητήσεις. Όλη αυτή η εμπειρία, γιατί περί εμπειρίας πρόκειται το βιβλιοταξίδι με τα Χρυσά Κουπιά, με οδήγησε και σε μια κουβέντα με τη συγγραφέα, που, μέσα από μια εκ βαθέων εξομολόγηση, έχει πολλά να πει, σε μικρούς και μεγάλους.

Μαρία, καλησπέρα και ευχαριστώ που θα μου μιλήσεις για τα Χρυσά Κουπιά. Πώς θα χαρακτήριζες αυθόρμητα, με λίγες λέξεις, το τελευταίο σου βιβλίο;
Να σου πω την αλήθεια δυσκολεύομαι πάντα να χαρακτηρίσω κάτι δικό μου. Μπορώ να σου πω μόνο πως αγάπησα πολύ τα παιδιά που κατοικούν σ’ αυτό το βιβλίο, αλλά και τους άλλους, τους μεγάλους. Έχοντας μεγαλώσει σε επαρχία, θυμάμαι ότι στους μικρούς τόπους, παλιά, οι άνθρωποι μοιράζονταν λύπες και χαρές. Και οι αγκαλιές γιάτρευαν τους φόβους. Τώρα ο καθένας διαχειρίζεται μόνος του τους ίσκιους του. Στη μεγάλη πόλη, τα κορίτσια δεν μιλούν για το πρόβλημα, στο χωριό, όμως, όσο και να προσπαθούν να το κρύψουν, γίνονται κρίκοι μιας άλλης κοινωνικής αλυσίδας. Και τα κρυφά φανερώνονται καθώς μοιράζονται οι ιστορίες.

Πότε και υπό ποιες συνθήκες συνέλαβες την ιδέα; Πώς τη δούλεψες και πώς την εξέλιξες; Ήξερες εξαρχής πως ήθελες να γράψεις ένα εφηβικό μυθιστόρημα μαγικού ρεαλισμού ή σε οδήγησε εκεί η ίδια η ιστορία;
Η συγκεκριμένη ιστορία πέρασε από πολλά κύματα. Ήξερα πως ήθελα να μιλήσω για το αδιέξοδο που αντιμετωπίζουν οι δυο ηρωίδες. Τα δυο κορίτσια με συντρόφευαν για πολύ καιρό. Είχα γράψει πολλές σελίδες για την καθημερινότητά τους στην πόλη που τελικά δεν τις χρησιμοποίησα, αλλά με κάποιον τρόπο με βοήθησαν γιατί τις γνώρισα καλύτερα. Ήξερα πως ήθελα τη μαμά τους δίπλα τους· όχι να τους συμβουλεύει και να τους εξηγεί τα δύσκολα, αλλά να τους τα δείχνει. Σκέφτηκα να έχει περάσει μια αντίστοιχη απώλεια όταν ήταν μικρή, κι αντί να το εξομολογείται να το ανακαλύπτουν τα κορίτσια διαβάζοντας το ημερολόγιο που κρατούσε στην ηλικία τους. Η μαμά τους έφυγε από το χωριό για να «σωθεί» ενώ τα κορίτσια επιστρέφουν σ’ εκείνο τον τόπο και λύνουν τους παλιούς κόμπους. Είναι η δική μου εμμονή πως όλοι είμαστε παιδιά πολλών ιστοριών και πως μ’ έναν τρόπο κουβαλάμε το παρελθόν των δικών μας. Όλα αυτά, όμως, δεν είναι εύκολα, δεν είναι ένα κι ένα κάνουν δύο. Ο μαγικός ρεαλισμός είναι κομμάτι της παιδικής σκέψης. Εκεί, όπως και στα όνειρα, κατοικούν θαύματα και γκρεμοί.

Θέλεις να μας πεις με λίγα λόγια την ιστορία σου, χωρίς φυσικά να μας αποκαλύψεις όσα δεν πρέπει…
Το θέμα είναι η απώλεια. Όταν ένα κομμάτι μιας οικογένειας νοσεί, όλοι αρρωσταίνουν κι όλοι προσπαθούν να ξαναβρούν το νήμα με μια κανονικότητα. Όταν ο μπαμπάς αρρωσταίνει, η μαμά δεν μπορεί να είναι χαρούμενη και τα παιδιά επίσης φοβούνται, ανησυχούν αλλά κι ελπίζουν. Όλοι καλούνται να παίξουν έναν νέο, άγνωστο ρόλο. Η μαμά στέλνει τα κορίτσια στον παππού τους που δεν γνωρίζουν, σ’ έναν τόπο που δεν έχουν ξαναπάει ποτέ. Είναι η πρώτη φορά που η οικογένεια χωρίζει και τίποτα δεν είναι το ίδιο. Τα κορίτσια σιγά σιγά θα γνωρίσουν το χωριό, θα συνδεθούν με τους κατοίκους του και θα ζήσουν μικρά θαύματα, όπως είναι οι φιλίες, ο πρώτος έρωτας, η επαφή με τη φύση και τα ζώα. Κι έτσι σιγά σιγά θα μεγαλώσει ο κόσμος τους, θα αγαπήσουν τον καινούριο τόπο και θα καταλάβουν ότι και το άγνωστο εξημερώνεται και ότι η ζωή έχει πολλά δωμάτια που τα κατοικούν πολλοί και διαφορετικοί άνθρωποι.

Το βιβλίο αγγίζει, μεταξύ πολλών άλλων, δυο «δύσκολα» θέματα: την ασθένεια και τον θάνατο και το πώς τα αντιλαμβάνονται τα μικρά παιδιά. Δεν «φοβήθηκες» να καταπιαστείς με αυτά; Ρωτώ, γιατί η πλειονότητα των σύγχρονων εφηβικών μυθιστορημάτων αποτελείται από -επίτρεψέ μου την έκφραση- πιο εύκολα, πιο εύπεπτα κείμενα.
Και τα δύσκολα είναι κομμάτι της ζωής των παιδιών. Η μεγάλη μου δυσκολία ήταν ο τρόπος που θα μιλήσω γι’ αυτά. Επέλεξα να τα δω όλα μέσα από την ψυχοσύνθεση των παιδιών. Τα παιδιά πάντα φοβούνται για την υγεία των γονιών τους. Έχω δει πολλά παιδιά να μη μιλούν, αλλά να κοιτούν με τρόμο τους γονείς τους που πίνουν και μεθούν. Τα παιδιά γνωρίζουν τα τραύματα των μεγάλων και πολλές φορές ενοχοποιούνται όταν δεν μπορούν να τους βοηθήσουν. Νομίζω πως σε ανυπέρβλητες δυσκολίες τα παιδιά πάντα αναρωτιούνται «φταίω;» Αυτό που τα σώζει είναι η πίστη τους πως, αν το προσπαθήσουν πολύ, θα το καταφέρουν. Έτσι, ένας μικρός ήρωας του βιβλίου, ο Βαγγέλης, προσπαθεί να σώσει τον θείο και κηδεμόνα του από το ποτό. Δεν φοβήθηκα καθόλου να μιλήσω για δύσκολα θέματα, φοβήθηκα μήπως χαθώ μέσα στη θλίψη και δεν καταφέρω να βρω τον δρόμο που θα τους βοηθήσει να βγουν από τον λαβύρινθο.

Καθώς έγραφες το βιβλίο, βίωσες στην προσωπική σου ζωή και την ασθένεια και τον θάνατο. Για όσους δεν το γνωρίζουν είσαι σύζυγος του Θάνου Μικρούτσικου, που έφυγε από τη ζωή καθώς έγραφες το βιβλίο σου, ενώ λίγο αργότερα έχασες και τον πατέρα σου. Η συγγραφή λειτούργησε παρηγορητικά ή σε δυσκόλεψε; Πόσο άφησες την προσωπική σου εμπειρία να εισβάλει στο γραπτό σου;
Χωρίς να το έχω αποφασίσει πως θα μιλήσω για τις δυσκολίες που περνούσα εγώ την εποχή που έγραφα, τελικά για άλλη μια φορά κατάλαβα πως δεν γίνεται παρά να γράφεις για σένα. Σ΄ αυτό το βιβλίο με βλέπω παντού. Στην απόγνωση της μητέρας, στην αγωνία των κοριτσιών, στη συντριβή του δέντρου που στέκει μόνο του όρθιο ενώ ξερίζωσαν όλα τα υπόλοιπα δέντρα δίπλα του. Ευγνωμονώ για άλλη μια φορά τον Θάνο, που με παρότρυνε και στις δυσκολότερες στιγμές να μη σταματήσω να «υποδύομαι» μια κανονικότητα. Το βιβλίο δεν ήταν φάρμακο να με γιατρέψει· ήταν όμως σαν ένας μικρός ψίθυρος, γράφω, σκέφτομαι, θα ξημερώσει.

Στην αφήγησή σου χρησιμοποιείς θρύλους, παράξενες ιστορίες που εξυπηρετούν την οικονομία του κειμένου, αλλά του προσδίδουν και μια μαγική διάσταση. Χρησιμοποίησες αφηγήσεις που έχεις ακούσει ή δημιούργησες τις δικές σου;
Πάντα με γοητεύουν οι θρύλοι και οι παράξενες ιστορίες. Πριν ξεκινήσω το μυθιστόρημα, στο γραφείο μου είχα τον πρώτο τόμο του έργου του Φρέιζερ Χρυσός Κλώνος, μια μελέτη των αρχαίων λατρειών, τελετουργιών και μύθων. Γι’ αυτό και ονόμασα το βιβλιοπωλείο-στέκι των παιδιών «Χρυσός κλώνος». Εκεί τα παιδιά θα ακούσουν από την Ολίβια για πρώτη φορά να τους μιλάει για τη στενή σχέση που έδενε παλιά τους ανθρώπους με τα δέντρα. Αυτή η μικρή διήγηση είναι για τα παιδιά μια πόρτα σ’ έναν άλλον κόσμο. Κι εγώ έχω εμπιστοσύνη στη ματιά των παιδιών.

Γιατί θα πρότεινες σε ένα παιδί να διαβάσει το βιβλίο αυτό;
Σε όλα τα παιδιά θα πρότεινα να διαβάζουν βιβλία που απολαμβάνουν. Και στα παιδιά που γνωρίζω λέω πως δεν αρέσουν σε όλους τα ίδια βιβλία. Μακάρι, λοιπόν, τα Χρυσά κουπιά να συναντήσουν παιδιά που θα τα αγαπήσουν, παιδιά που θα συνομιλήσουν με τους ήρωές μου και θα καταλάβουν τη διαδρομή τους. Αν ένα παιδί χαρεί την ανάγνωση της ιστορίας μου, θα έχει τους δικούς του, εντελώς προσωπικούς λόγους. Τα βιβλία δεν είναι συνταγές. Όταν όμως είναι αληθινά, μπορούν καμιά φορά να λειτουργούν θεραπευτικά. Και μόνο να γελάσει ένα παιδί με ένα διάλογο των ηρώων μου είναι για μένα δώρο.

Πώς πιστεύεις ότι μπορούμε ως γονείς και εκπαιδευτικοί να αντιμετωπίσουμε τη νίκη των νέων τεχνολογιών τόσο ως προς το διάβασμα όσο και ως προς το ελεύθερο παιχνίδι, ιδιαίτερα εν μέσω πανδημίας και από τα μέσα του δημοτικού και έπειτα.
Γέλασα πολύ με κάτι που μου είπε μια δασκάλα: «Τώρα, με τόσο μεγάλη δόση υπολογιστή, πολλά παιδιά αποζητούν τα βιβλία». Νομίζω πως αυτό που θέτεις είναι τεράστιο θέμα. Όταν ήμουνα μαμά μικρών παιδιών, αυτό που έκανα ήταν να πηγαίνουμε μεγάλες βόλτες στην εξοχή. Το έκανα όμως γιατί κι εγώ περνούσα ωραία. Στο σπίτι μας επιδιώκαμε να είμαστε μαζί με τα παιδιά και να μοιραζόμαστε τα πάντα. Τα παιδιά συμμετείχαν στα τραπέζια και στις κουβέντες, τα παίρναμε μαζί μας σε συναυλίες και θέατρα, γνώριζαν τους φίλους μας και ήταν συνομιλητές τους. Από την άλλη, όλοι είμαστε παιδιά μιας εποχής όπου πρωταγωνιστούν οι υπολογιστές, το διαδίκτυο, η εύκολη και γρήγορη πληροφόρηση. Νομίζω πως ο καθένας πρέπει να βρίσκει τη σωστή δόση για όλα. Με τρομάζουν παιδιά κλεισμένα στο σπίτι, απομονωμένα. Κανένας υπολογιστής, αλλά και κανένα βιβλίο δεν μπορεί να αντικαταστήσει τη ζωή.

Θέλω να κλείσω με μια προσωπική ερώτηση. Πώς είναι η ζωή χωρίς τον Θάνο Μικρούτσικο; Πόσο βάρος κουβαλάει η τεράστια κληρονομιά που σου έχει αφήσει να διαχειριστείς και πώς θα μπορέσεις, με όλους εμάς στο πλευρό σου, να τη μεταλαμπαδεύσεις και στις επόμενες γενιές;
Είχα την τύχη να μοιραστώ πολλά χρόνια της ζωής μου με τον Θάνο, μεγάλο δημιουργό, υπέροχο παραμυθά και οραματιστή. Αλλά πάνω απ’ όλα έναν ακούραστο αγωνιστή. Για τα καθημερινά και για τα μεγάλα. Για τη δουλειά του και για τις ιδέες του. Αυτό το πάθος του το έχει μπολιάσει και στις δικές μας ζωές. Και θέλω να πιστεύω πως κάποια στιγμή όλοι μας θα βρούμε τον δρόμο. Αυτό που ονειρεύομαι είναι να συνεχίσει ο Θάνος να συνομιλεί με τους νέους ανθρώπους που αγαπούσε τόσο πολύ. Άλλωστε ο ίδιος δεν σταμάτησε να έχει το χάρισμα της νεότητας ως το τέλος. Τη στιγμή που ανέβαινε στη σκηνή, αλλά και τις πολλές καθημερινές στιγμές που μας παρέσυρε να δούμε στον ορίζοντα έναν άλλον κόσμο που θα χαμογελάει.Η Μαρία Παπαγιάννη είναι υποψήφια για το Διεθνές Βραβείο H.C. Andersen 2022 και Πρέσβειρα για το Παιδικό Βιβλίο για τη διετία 2021-2022. Το βιβλίο της Χρυσά Κουπιά κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πατάκη και απευθύνεται σε παιδιά από 9 ετών. 

Leave a Reply