Μα πού πήγαν όλοι; Ένα ταξίδι στην Τέχνη και στη φιλία

Μα πού πήγαν όλοιΗ Σοφία Δάρτζαλη επανέρχεται στις Εκδόσεις Μεταίχμιο με το τέταρτό της παιδικό βιβλίο, με τίτλο Μα πού πήγαν όλοι; Μια και η ιστορία της διαδραματίζεται μέσα σε ένα μουσείο, της ζητήσαμε να γίνει η… ξεναγός μας και έτσι προέκυψε μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση για τον ρόλο της Τέχνης στις ζωές μικρών και μεγάλων. Μα πού πήγαν όλοιΣοφία, καταρχάς, ευχόμαστε να είναι καλοτάξιδο –που θα είναι– το νέο σου βιβλίο. Πάμε, λοιπόν, να το συστήσουμε στο αναγνωστικό κοινό. Ας ξεκινήσουμε με τον Πέδρο, τον πρωταγωνιστή σου, αλλά και τη χήνα που τον συνοδεύει…

Γεια σου, Πελιώ μου, και ευχαριστώ για το ενδιαφέρον, τόσο το δικό σου όσο και του περιοδικού Τaλκ, για το νέο μου βιβλίο. Μακάρι να είναι καλοτάξιδο, γιατί στον ήρωά μου, τον Πέδρο αρέσουν πολύ τα ταξίδια. Το ίδιο και στη Ραφαέλα, τη χήνα του, που τον ακολουθεί κατά πόδας. Ο Πέδρο είναι ένας πιτσιρίκος. Είναι ίσως ο μοναδικός ήρωας του βιβλίου που δεν βασίζεται αποκλειστικά σε κάποιο έργο συγκεκριμένου καλλιτέχνη. Το ίδιο και η Ραφαέλα, βέβαια. Ο Πέδρο είναι ένας πίνακας σε μια πινακοθήκη. Είναι το μοναδικό παιδί μέσα σε μια αίθουσα με διάφορους αριστοκράτες του προπροπερασμένου αιώνα. Ζει σε ένα πλαίσιο, τόσο πρακτικό (την κορνίζα του) όσο και κοινωνικό. Πρέπει να συμπεριφέρεται έτσι όπως του υπαγορεύουν οι τρόποι των αυστηρών γειτόνων του. Ενός Δούκα, μιας Δούκισσας, μιας Πριγκίπισσας και διαφόρων άλλων.

Ο ζωγράφος του τον ζωγράφισε στην αυλή του σπιτιού του, με τα «καλά» του ρούχα, που τον πνίγουν και τον τσιμπούν. Και μαζί με μια χήνα, που δεν γνωρίζει ακριβώς γιατί βρέθηκε εκεί μαζί του – εκείνος θα προτιμούσε μια γάτα ή έναν σκύλο, να παίζει κιόλας. Τι να κάνεις με μια χήνα που διαρκώς μπλέκεται μέσα στα πόδια σου, άλλωστε; Η ιστορία του δείχνει πως καθόλου τυχαία δεν βρέθηκε εκεί μαζί με τους υπόλοιπους. Κάποιος συγγενής του του έκλεψε τη σκυτάλη σε κάποια ηγεσία, άγνωστο με ποιον τρόπο… Αλλά φαίνεται πως στερήθηκε νωρίς τη ζωή – αυτή που ξέρουμε εμείς ως άνθρωποι, όχι εκείνη την αιώνια που του χάρισε η Τέχνη.

Ο Πέδρο βρίσκει λιγάκι βαρετούς τους γείτονές του και η μόνη ίσως έφηβη με την οποία θα μπορούσε θεωρητικά να ανταλλάξει καμιά κουβέντα είναι φοβερά φλύαρη και φαντασμένη και πραγματικά του σπάει τα νεύρα. Βρίσκει όμως μεγάλη χαρά στην επικοινωνία με τον κόσμο που μπαινοβγαίνει στο μουσείο. Του αρέσει να μιλά μαζί τους με τα μάτια. Να τους παρατηρεί, να βλέπει τα παιδιά να μεγαλώνουν σε κάθε επόμενη επίσκεψη. Ενώ εκείνος μένει ίδιος, όσα χρόνια κι αν περνούν, οι άνθρωποι που περνούν από μπροστά του αλλάζουν.

Κι έχει μια μαγεία όλη αυτή η σιωπηλή επικοινωνία – γεμίζει τις ημέρες του και το βράδυ μπορεί να φαντάζεται τον εαυτό του σε μια από τις οικογένειες που ήρθαν κοντά του. Ωστόσο, κάτι γίνεται ξαφνικά. Και το μουσείο αρχίζει να ερημώνει. Κανείς δεν έρχεται πια στην αίθουσά του. Θέλει να ρωτήσει, να μάθει. Οι γύρω του, ζώντας κι εκείνοι στην άγνοια, δεν μπορούν να βοηθήσουν. Οπότε αποφασίζει να το σκάσει από το κάδρο του, μήπως και συναντήσει κάποιον στο μουσείο που να ξέρει τι ακριβώς έχει συμβεί.

Έτσι ξεκινάει ένα ταξίδι στις αίθουσες του μουσείου και ουσιαστικά ένα ταξίδι στην Τέχνη. Ένα ταξίδι με τα μάτια ενός παιδιού που έχει μάθει να ζει σε μια συγκεκριμένη αίθουσα, με πορτρέτα του 17ου και 18ου αιώνα. Ο Πέδρο είναι μπαρόκ, μα δεν το ξέρει!

Πρώτα συνέλαβες στο μυαλό σου την ιστορία και έτσι γεννήθηκε ο Πέδρο ή πρώτα συνέλαβες τον Πέδρο και έπειτα ήρθε η ιστορία; Και με ποια αφορμή;

Κάποτε, στα φοιτητικά μου χρόνια επισκέφτηκα το μουσείο της Orangerie, στο Παρίσι. Εκεί κόλλησε στο μυαλό μου μια εικόνα ενός έργου του Renoir. Ήταν εκείνη του μικρότερου γιου του, Claude, ντυμένου ως κλόουν, με μια στολή κοκκινοπορτοκαλί και έναν γιακά εντελώς παράταιρο. Ως παιδί ένιωθα μια αποστροφή στις απόκριες και τις στολές και πραγματικά δεν ξέρω γιατί έπρεπε να πηγαίνουμε μασκαρεμένα σε όλα αυτά τα μπαλ ντ’ αμφάν – αλλά δεν είναι του παρόντος. Κοιτάζοντας τον Claude είδα την ίδια απόγνωση στα μάτια του, τον ένιωσα να ασφυκτιά μέσα στην λίγο άθλια στολή του – παρόλα αυτά εκείνος είχε εκείνο το κατά συνθήκη χαμόγελο που μας ζητούσαν να έχουμε όταν μας φωτογράφιζαν.

Εκείνος ο γιακάς του στο μυαλό μου μετά έγινε πιο πνιγηρός, άλλαξε εποχή και ήρθε να ταιριάξει σε έναν καινούριο ήρωα, Ισπανό αυτή τη φορά. Δεν θυμάμαι πότε δόθηκε ακριβώς η αφορμή – αλλά σίγουρα συνέβαλε πολύ ο εγκλεισμός μας τον καιρό της πανδημίας. Τότε, δεν σου κρύβω, αισθανόμουν ότι ακόμα και τα φυτά εσωτερικού χώρου είχαν βαρεθεί να μας βλέπουν.

Κι άλλαζα θέσεις, διαρκώς, μια στη μονστέρα, μια στους πίνακες, έφερνα καινούριους από την αποθήκη, μάζευα κάποιους άλλους. Κι έτσι άρχισε ένας μικρός διάλογος, μια σκέψη. Μια αναπόληση χώρων που μου έλειπαν, μουσεία, θέατρα, κινηματογράφοι… Άραγε πώς θα ένιωθαν εκείνοι οι χώροι άδειοι; Κάπως έτσι ξεκίνησε η ιστορία του μικρού Πέδρο. Όσο για τη χήνα… μερικές εικόνες μένουν χαραγμένες στο μυαλό σου και μετά καταλαβαίνεις γιατί.

Ένα παμπάλαιο άλμπουμ της γιαγιάς μου, με παλιές φωτογραφίες της οικογένειας πολλά χρόνια πριν γεννηθώ, είχε στο εξώφυλλο ένα αγοράκι με μια χήνα. Αυτή φαίνεται κόλλησε εκεί και ήθελε πάρα πολύ να γίνει συμπρωταγωνίστρια του Πέδρο. Με το «έτσι θέλω». Δεν της το αρνήθηκα.

Θα σε ρωτήσω νωρίς νωρίς για την εικονογράφηση του βιβλίου, καθώς είναι αναπόσπαστο κομμάτι της αφήγησης. Ό,τι και να πω για τη δουλειά του Βασίλη Κουτσογιάννη είναι λίγο. Μα πώς συνεργαστήκατε τόσο αρμονικά;  

Ευγνωμονώ τον Θοδωρή Τσώλη, από το Μεταίχμιο που μου σύστησε τον Βασίλη. Ομολογώ πως δεν τον γνώριζα πριν τη συνεργασία μας. Είχα εντυπωσιαστεί όμως από τη δουλειά του στα «Πουλιά» της Αναστασίας Σταματοπούλου. Στον Βασίλη το μόνο που έδωσα ήταν μια λίστα με τα έργα ζωγραφικής που είχα στον νου μου όταν έγραφα το βιβλίο. Και δυο τρεις πίνακες για το πώς φαντάζομαι τον Πέδρο – κάτι ανάμεσα σε δημιούργημα του Γκόγια και του Βελάθκεθ. Το αποτέλεσμα είναι αυτό που βλέπετε.

Ο Βασίλης πρόσθεσε και έργα που «έλεγαν» κάτι και σε εκείνον. Αλλά το πώς απέδωσε κάθε έργο, κάθε σκηνή, είναι για μένα κάτι μαγικό. Ήταν σαν να τρύπωσε στο μυαλό μου, πραγματικά ζωγράφισε κάθε λέξη. Και χαίρομαι πολύ που τον γνώρισα. Χαίρομαι που το φως στις εικόνες του χάρισε αυτή τη μοναδική αίσθηση στο βιβλίο – τόσο που πραγματικά νιώθω πως ανοίγω την πόρτα σε μια πινακοθήκη όταν γυρίζω τις σελίδες του. Εύχομαι να αφήσει την ίδια αίσθηση και στους αναγνώστες.

Τι σημαίνει για σένα Μουσείο; Και ποια μουσεία ενέταξες στο μουσείο της ιστορίας σου;

Μουσείο για μένα είναι κάτι μαγικό. Θυμάσαι κάτι κουτιά που είχαμε όταν ήμαστε μικρά και βάζαμε μέσα όλους τους θησαυρούς μας;  Όλα μας τα πολύτιμα πράγματα (μηδαμινής αντικειμενικής αξίας, αλλά θησαυροί για μας) – που τα δείχναμε μόνο σε ανθρώπους που θα τα εκτιμούσαν. Έτσι νιώθω όταν πηγαίνω σε ένα Μουσείο. Ότι κάποιος με αφήνει να δω τη μαγική συλλογή του. Δεν ξέρω πώς να σου το περιγράψω ακριβώς, αλλά ακόμα και η μυρωδιά του χώρου που έχει ποτίσει από τα εκθέματα με κάνει να μεταφέρομαι αλλού. Σ’ άλλες εποχές, σε άλλους τόπους. Συνομιλώ νοητά με τους καλλιτέχνες ή τα εκθέματα.

Αλλά έχω και μια ιδιοτροπία – δεν μπορώ να πηγαίνω στα μουσεία όταν έχει πολύ κόσμο. Η φασαρία με αποσυντονίζει. Δεν με αφήνει να ακούσω την Τέχνη που μιλά ψιθυριστά. Έτσι σπανίως θα με δεις τα Σαββατοκύριακα στα μουσεία. Προτιμώ τις ήσυχες ημέρες! Έχω μια αδυναμία σε κάποια μουσεία – χώρους Τέχνης. Ας πούμε, κάθε φορά που θα βρεθώ στο Λονδίνο δεν μπορώ να μην επισκεφτώ την Tate Gallery (με μια ιδιαίτερη συμπάθεια στην Tate Modern) ή το Μουσείο V&A. Πάντα θα βρω εκεί κάτι που δεν το είχα προσέξει ή που θα μου φαίνεται διαφορετικό κάθε φορά. Μου αρέσει επίσης ότι μπορείς να καθίσεις με τις ώρες ακόμα και στο πάτωμα και να σκέφτεσαι τι έχεις απέναντί σου, να το σχεδιάσεις (όσο μπορείς), να βρεις τα κρυμμένα σύμβολα ή την ουσία που θέλει να σου δώσει.

Θυμάμαι χαρακτηριστικά όχι την κάθε επίσκεψή μου σε μουσεία, αλλά την έξοδό μου από αυτά. Μπορεί να ακούγεται περίεργο, αλλά κάθε φορά που βγαίνω από ένα μουσείο τα πάντα μού φαίνονται καλύτερα, πιο όμορφα, πιο μαγικά. Λες κι οι πινελιές της Τέχνης σ’ ακολουθούν νοητά αν τους επιτρέψεις να εισβάλουν στην πεζή σου πραγματικότητα και να τη μετατρέψουν σε κάτι άλλο, κάτι ωραίο.

Δεν έχω εντάξει συγκεκριμένα μουσεία στο βιβλίο μου. Πέραν ίσως από εκείνο της Orangerie. Στο βιβλίο ήθελα να υπάρχει η συνολική αίσθηση γαλήνης, ευεξίας αλλά και μαγείας που αφήνουν οι επισκέψεις σε χώρους που φιλοξενούν Τέχνη κάθε μορφής. Πιο πολύ έδωσα έμφαση σε κάποια έργα που για μένα σημαίνουν κάτι – που μίλησαν στην ψυχή μου, όχι σε κάποια συγκεκριμένη στιγμή, αλλά έχουν αφήσει γενικά το αποτύπωμά τους. Κι ήθελα να τους ξανακοιτάξω με τα μάτια ενός παιδιού, σαν του Πέδρο, που το μόνο που ήξερε ήταν το μπαρόκ της εποχής του.

Είσαι από αυτούς που πιστεύουν (ή πίστευαν κάποτε, όταν δεν μας είχαν κοπεί τα φτερά της φαντασίας) ότι τις νύχτες ή τέλος πάντων όταν τα μουσεία είναι κλειστά τα εκθέματα ζωντανεύουν; Ως παιδί, ήταν αγαπημένη μου συνήθεια να φαντάζομαι ιστορίες στις οποίες όταν κανείς δεν βλέπει πίνακες και αγάλματα…οργιάζουν. Και πάντοτε μου άρεσαν και τα κείμενα, γραπτά ή εικονικά, που παρουσίαζαν τέτοιες ιστορίες…

Λατρεύω, όπως σου είπα, τα μουσεία. Έχω και μια μανία με τα παλιά αντικείμενα. Ο συνδυασμός της απεικόνισης μιας εποχής και ενός χαρακτήρα σε έναν απλό πίνακα για μένα είναι πεδίο ιστοριών λαμπρόν! Από το πώς ήρθε στο Μουσείο το κάθε έκθεμα, μέχρι του αν του αρέσει εκεί, αν του λείπει ο ήλιος, τι λέει με τον απέναντι, αν ο καλλιτέχνης του πληρώθηκε για να το φτιάξει ή αν απλά το έκανε γιατί τον συγκίνησε το θέμα, μέχρι αν έχει κάποιο φύλακα που συμπαθεί περισσότερο. Είναι αυτή η αθανασία της Τέχνης που τα προκαλεί όλα αυτά; Δεν ξέρω, αλλά πάντα με ιντριγκάρει το να μπω και στο μυαλό του καλλιτέχνη αλλά και του δημιουργήματος. Αυτό, όπως φαντάζεσαι δημιουργεί άπειρες ιστορίες! Φαντάζομαι διάφορα, λοιπόν, να συμβαίνουν μέσα στα μουσεία, όπως ακόμα και τα αγάλματα να μας σχολιάζουν μόλις στρίψουμε τη γωνία, και όχι μόνον όταν είναι κλειστά.

Η περιπλάνηση του Πέδρο μέσα στο κλειστό μουσείο τον φέρνει σε επαφή με πολλά είδη τέχνης, μα και με έναν καλό φίλο. Μπορείς να μας πεις ενδεικτικά ποιον και τι συναντά και τι μαθαίνει;

Αχ, ο Σινμπάντ… που στα ελληνικά έγινε Σεβάχ. Είναι από έργο του Paul Klee, που πάντα με μάγευε. Μου άρεσε πολύ αυτό που φοράει στο κεφάλι του. Είναι σαν κράνος, από το οποίο όμως βγαίνει κάτι σαν λουλούδι ή έτσι το βλέπω εγώ. Ο ίδιος ο Σεβάχ μού φαίνεται σαν να το έχει σκάσει από το εξώφυλλο του δίσκου της Ρωμιοσύνης του Θεοδωράκη. Και το καμάκι του, που καμακώνει το θεριό είναι εκείνο του ήλιου – αν με ρωτάς.

Τι περίεργες συνδέσεις κάνουμε στο μυαλό μας! Κι όμως, πιστεύω πως αυτή είναι η μαγεία της Τέχνης – να μας οδηγεί ανάλογα με τις δικές μας εμπειρίες σε διαφορετικές εικόνες τον καθένα! Ο Σεβάχ πλέει στις θάλασσες κι επειδή είναι κι αυτός κλεισμένος στο μουσείο γυρίζει σ’ όλες τις θαλασσογραφίες. Συναντά τον Πέδρο εκστασιασμένο μπροστά σε έναν πίνακα του Μονέ, εκείνον με τα νούφαρα. (Βλέπεις η εμπειρία εκείνη στην Orangerie δεν με άφησε ποτέ!)

Δύο παιδιά, μόνα. Η μοναξιά αυτή τους ενώνει. Θα γίνουν φίλοι. Ο στεριανός Πέδρο, ο αριστοκρατικής καταγωγής, με τον ριψοκίνδυνο Σεβάχ θα μπουν στην ίδια βάρκα. (Κι αν το λέγαμε στα αγγλικά θα είχε και ένα επιπλέον νόημα.) Τα ταξίδια του Σεβάχ είναι γεμάτα φως και νερό. Οι ιστορίες του γεμάτες ήλιο. Πώς να μη συγκινηθεί ο Πέδρο, που δεν νιώθει πια μόνος σ’ αυτό το απέραντο μουσείο; Που νιώθει μια αισιοδοξία ότι ο κόσμος θα ξαναγυρίσει, όταν μοιράζεται την ανησυχία του με κάποιον φίλο;

Αχώριστοι θα γίνουν οι δυο τους. Ο Πέδρο κι η Ραφαέλα θα ταξιδέψουν στον χώρο της Τέχνης, θα γνωρίσουν όλα τα ρεύματα και τους ζωγράφους, μ’ έναν τρόπο μαγικό, εκείνο που δείχνει η φιλία. Ο αναγνώστης δεν θα βρει τις εγκυκλοπαιδικές λεπτομέρειες του κάθε έργου στο βιβλίο. Για να τις ακούσει, ως ιστορίες του Σεβάχ, θα πρέπει να θέλει κι ο ίδιος να ταξιδέψει, ψάχνοντας να βρει αυτό που ψάχνει σε κάθε πίνακα. Δεν είμαι καλλιτέχνης ούτε κριτικός ή ιστορικός Τέχνης για να επιχειρήσω να αναλύσω κάποιον πίνακα. Θέλω απλά στο βιβλίο αυτό να περιγράψω τα συναισθήματα που μπορεί να προκαλέσει σε κάποιον ένα έργο Τέχνης και όλη τη μαγεία που μπορεί να κρύβεται μέσα σε ένα μουσείο. «Η τέχνη ξεπλένει από την ψυχή τη σκόνη της καθημερινότητας», γράφεις. Όμορφη φράση και αληθινή. Όμως, παρά το γεγονός ότι περιτριγυριζόμαστε από έργα τέχνης, η σκόνη δεν μοιάζει να φεύγει. Γιατί, άραγε; Πόσο ρόλο παίζει η υποβάθμισή της από το εκπαιδευτικό σύστημα;

Η φράση ανήκει στον Picasso και είναι όντως όμορφη. Αν μπορούσα θα άλλαζα το «καθημερινότητα» με τη λέξη «πραγματικότητα». Η Τέχνη μπορεί να προσφέρει ό,τι δεν μπορεί η ζωή. Ο Πικάσο μιλάει για σκόνη της καθημερινότητας – ο Παπανούτσος συμπληρώνει πως «η πραγματικότητα μπορεί να πληγώσει, πως μπορεί να γίνει φυλακή, ενώ η Τέχνη είναι ένα θαύμα, που έχει τη δύναμη να μας κάνει να αποδράσουμε από τη σκοτεινή φυλακή της […] προς ένα “νοητό τόπο” γεμάτο φως, λευτεριά κι εγκαρδιότητα». Το αν η σκόνη μένει ακόμα επάνω μας, παρόλο που η Τέχνη προσπαθεί, είναι κάτι που πιστεύω πως δημιουργεί έναν φαύλο κύκλο. Όσο αγριεύει η πραγματικότητα τόσο δυσκολευόμαστε να βρούμε καταφύγιο στην ομορφιά, αυτή που μας υπαγορεύει η Τέχνη. Τόσο απομακρυνόμαστε από εκείνη.

Δεν ξέρω αν είναι τυχαίο, που μετά τον εγκλεισμό μας, την αποχή από ό,τι γεμίζει την ψυχή μας με πνευματική τροφή, είδαμε μια τέτοια μεταμόρφωση του κόσμου, του πλησίον μας, του γείτονά μας, του φίλου μας σε κάτι πιο άξεστο, πιο πρωτόγονο, πιο εγωκεντρικό. Ίσως να ήταν και το ένστικτο της επιβίωσης μαζί – όταν το αίσθημα του φόβου κυριεύει την ψυχή, εκείνη πολλές φορές ανατρέχει στην ύλη, όχι στην ιδέα και τις αξίες. Ψευδώς θεωρώντας πως εκείνη έχει περισσότερο ανάγκη τη συγκεκριμένη στιγμή.

Τα τραύματα που άφησε στον καθένα μας αυτή η δύσκολη περίοδος είναι κάτι που θα μας απασχολεί ξανά και ξανά και σε μεγάλο βάθος χρόνου. Η απομάκρυνση από τον άνθρωπο, αυτή η επιβεβλημένη προσταγή, φυσικά και δεν θα μπορούσε να μας αφήσει αλώβητους. Απομακρυνθήκαμε από πολλά και κυρίως από την ανθρωπιά μας. Όμως αυτή η σκέψη της εξέλιξης μιας κοινωνίας σε κάτι που απαξιώνει κάθε ηθική, ποδοπατά κάθε αξία, ξεχνά την ανθρωπιά της προβάλλοντας μονάχα ένα λειψό, κακόμοιρο ΕΓΩ, είναι τρομακτική.

Η Τέχνη, που εμπεριέχει τον Άλλον σε κάθε της μορφή,  ξαφνικά έμεινε χωρίς τον Άλλον. Κι ενώ όσοι ασχολούνται με εκείνη βρήκαν έναν μοναδικό τρόπο έκφρασης του συναισθήματός τους, οι υπόλοιποι, στερούμενοι την επαφή, εγκλωβίστηκαν σε έναν απροσδιόριστο φόβο με μόνο σύντροφο την ύλη.

Χάσαμε το «Ωραίο» της Τέχνης. Η Αισθητική της Τέχνης, όμως, είναι κάτι που μπορεί να μας ακολουθεί δια βίου. Διδάσκει, αν και απεχθάνομαι τη λέξη, την αρμονία. Μπορεί να απελευθερώσει τα πιο έντονα συναισθήματά μας. Να μας λυτρώσει. Μας υποβάλλει σε έναν διάλογο και με τον εαυτό μας αλλά και με τον Άλλο.

Σ’ αυτό το σημείο ας κοιτάξουμε τα παιδιά. Εκείνα θεωρώ το σημαντικότερο κομμάτι αυτής της κοινωνίας, από τα οποία περιμένουμε όλοι ένα «καλύτερο αύριο». Πώς όμως τους το ζητάμε αυτό το καλύτερο αύριο, όταν δεν τα αφήνουμε να εκφραστούν ελεύθερα; «Κάθε παιδί είναι καλλιτέχνης. Το θέμα είναι πώς θα παραμείνει καλλιτέχνης μεγαλώνοντας», υποστήριζε ο Πικάσο και φυσικά δεν έχει άδικο. Μια εκπαίδευση που προωθεί μονάχα την επιστήμη, είναι άδικη. Χρήσιμα τα μαθηματικά, η ιστορία, η γλώσσα, τα αρχαία ελληνικά. Δεν έχουν όμως όλα τα παιδιά τις ίδιες κλίσεις, τον ίδιο τρόπο έκφρασης.

Θυμάσαι μια φράση, που επαναλαμβάνουμε σε κάποιον όταν δυσκολεύεται να εκφραστεί με τις λέξεις; Λέμε, αστειευόμενοι: «καλά, ζωγράφισέ το». Πόσο ωραίο θα ήταν αυτό αν πραγματικά λάμβανε χώρα μέσα σε μια σχολική αίθουσα; Πόσες διαφορετικές οπτικές θα μπορούσαν να κατατεθούν, χρησιμοποιώντας κάθε δυνατότητα έκφρασης ενός παιδιού; Πόση φαντασία λείπει από τις σχολικές αίθουσες όταν δεν αναζητηθεί από την ίδια την πηγή της, τα παιδιά! Πόσο πιο πλήρες θα ένιωθε ένα παιδί αν μπορούσε να χρησιμοποιήσει όλες του τις δυνάμεις και κυρίως αυτή της φαντασίας του, την οποία δυστυχώς καλείται να εγκαταλείψει σταδιακά, στον βωμό της σοβαρότητας και της ενσωμάτωσής του σε ένα σύστημα εξετάσεων, που απαιτεί τη λογική του μονάχα και καθόλου τη φαντασία του. Καλές οι επιστήμες, συμφωνούμε όλοι. Όταν όμως έχεις τον καλύτερο χειρουργό απέναντί σου, ο οποίος στερείται ανθρωπιάς, κάτι δεν πάει καλά.

Τα παιδιά διψούν για έκφραση. Το βλέπουμε παντού. Δεν τα βοηθάμε να διοχετεύσουν αυτή την ανάγκη τους όμως δημιουργικά, αλλά και κριτικά, διότι για να δημιουργήσεις κάτι πρέπει να το αναλύσεις πρώτα κριτικά στο μυαλό σου. Τα φιμώνουμε ανοίγοντας μια τηλεόραση ή πετώντας τους ένα τάμπλετ. Το αποτέλεσμα είναι αποκαρδιωτικό. Τα παιδιά μας φοβούνται να είναι διαφορετικά. Να πουν τη γνώμη τους. Να διακρίνουν το όμορφο από το άσχημο. Η κριτική τους σκέψη θα ατονήσει όταν βλέπουν όλα τα ίδια πράγματα. Όταν βάλλονται καθημερινά από εικόνες και βίντεο, αμφιβόλου αισθητικής.

Και η αισθητική παιδεία είναι κάτι που πρέπει να καλλιεργηθεί και στα σχολεία. Να φέρουμε τα παιδιά κοντά στην Τέχνη. Οι πνευματικοί τους υποδοχείς είναι τόσο αναπτυγμένοι, για να δέχονται μόνο μασημένη τροφή. Ας διευρύνουμε τους ορίζοντές τους. Ας τους δείξουμε τον τρόπο να παρατηρούν, να διαλέγονται, να επιλέγουν, να κρίνουν, να εκφράζονται.

Κι αν όχι η Τέχνη ή όχι μόνο η τέχνη, πόσο μπορεί να καθαρίσει την ψυχή μας το νερό, το οποίο έχει κεντρικό ρόλο στο βιβλίο. Εγώ, σαν να βούτηξα στους πίνακες μαζί με τον Πέδρο και την Ραφαέλλα… 

Το νερό, μπροστά στο οποίο ο Πέδρο κοντοσκέκεται -η λίμνη του Μονέ με τα νούφαρα- είναι η μαγική του διέξοδος. Είναι κάτι ζωντανό πια, εκεί θα κοιτάξει και πάλι τον εαυτό του και θα δει μέσα τη μορφή του. Θα νιώσει ξανά ζωντανός και θα αναπολήσει την παλιά του ζωή. Το νερό λειτουργεί συμβολικά – απελευθερώνει τον Πέδρο κι έρχεται να συμπληρώσει τη νέα του οπτική. Το νερό θα του φέρει κοντά και έναν φίλο, θα ενώσει τα ήρεμα νερά της λίμνης με εκείνα τα ορμητικά της θάλασσας, αλλά και με τα διάφορα ρεύματα της τέχνης, σ’ ένα ταξίδι προς την ελευθερία της Τέχνης και της έκφρασης.

Ο Πέδρο έχει μάθει να ζει με έναν συγκεκριμένο τρόπο. Να βλέπει τα πράγματα όπως του υπαγορεύει η εποχή του. Όταν πια μπει στο νερό, αφήνεται. Θυμάται το παρελθόν του, τη ζωή του πριν την αφήσει ή τον αφήσει. Η ψυχή του ξυπνά κόντρα στη λογική. Οι αισθήσεις του ξαναζωντανεύουν. Ο Σεβάχ ξεπροβάλλει ως όχημα ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό κι ο Πέδρο, χωρίς δεύτερη σκέψη θα ταξιδέψει μαζί του, πέρα από τα δικά του λογικά όρια. Πάντοτε για μένα το νερό, η θάλασσα, συμβολίζει κάτι χωρίς τέλος, μια μικρή αθανασία. Έναν ορίζοντα ατελείωτο, που σε καλεί να τον χαρείς και να τον θαυμάσεις. Στη θάλασσα νιώθουμε ταυτόχρονα ελάχιστοι μπροστά στην απεραντοσύνη της, αλλά συνάμα παντοδύναμοι, παίρνοντας λίγο από την αύρα και την ώθηση των κυμάτων της και την αίσθηση ή ψευδαίσθηση ενός απέραντου ταξιδιού που μας υπόσχεται, μακριά από τις μικρότητες της καθημερινότητας. Σε έναν πίνακα που παρουσιάζεται στο βιβλίο θα μείνω. Στην Γκερνίκα. Ο Πέδρο καταλαβαίνει. Τρομάζει. Εύχεται να μη χρειαστεί ποτέ ξανά κανείς να ζωγραφίσει κάτι τέτοιο. Ο φίλος του του υπενθυμίζει ότι ο άνθρωπος ξεχνά. Έχει η τέχνη τόση δύναμη ώστε να βάλει μυαλό στους άφρονες; Ώστε να υπενθυμίσει; Ώστε να εμποδίσει νέους πολέμους και σφαγές και ολοκαυτώματα; Μπορεί η τέχνη να σώσει την ανθρωπότητα; Γιατί ακόμα και τα εκθέματα στο μουσείο σου τσακώνονται μεταξύ τους, μέχρι να…

Μακάρι να μπορούσα να δώσω μια απάντηση αισιόδοξη σε αυτό. Δυστυχώς η Ιστορία έχει απαντήσει ήδη. Οι πόλεμοι δεν σταματούν και δυστυχώς δεν σκοτώνουν μόνον ανθρώπους, αλλά προσπαθούν να αφανίσουν και πολιτισμούς. Η φρίκη του πολέμου είναι αισθητή πια γύρω μας και σε κάθε λαό έχει αφήσει πληγές. Θα περίμενε κανείς ότι η Ιστορία διδάσκει, αλλά δυστυχώς σε αυτό το κομμάτι υπερισχύουν άλλα συμφέροντα.

Η ελπίδα στρέφεται προς τα νέα παιδιά. Που η ηθική τους θα αναπτυχθεί και θα καλλιεργηθεί πάνω σε ανθρωπιστικές αξίες. Η Τέχνη, αν μη τι άλλο, διδάσκει τον σεβασμό, τον διάλογο, την κριτική σκέψη και την αλληλεγγύη ανάμεσα στους λαούς. Όσο περισσότερο την εντάξουμε στη ζωή των παιδιών μας, όσο τους ενθαρρύνουμε να κατανοούν και να αισθάνονται τους εαυτούς τους και τους άλλους, τόσο μεγαλύτερες πιθανότητες έχουμε να ζούμε σε έναν κόσμο πιο ανθρώπινο και συμπεριληπτικό.

Βρέθηκα έναν χρόνο πριν στο Σαράγεβο, για δουλειά. Από το μυαλό μου δεν μπορεί να φύγει μια εικόνα: εκείνης μικρών παιδιών να παίζουν σε ένα πάρκο γεμάτο από παλιά τανκς και μικρά πολεμικά αεροπλάνα – σε πλήρη απόσυρση, φυσικά. Ήταν μια εικόνα τόσο αντιφατική, τόσο δυνατή, που μου προξένησε μεγάλη ταραχή αρχικά, καθώς σκεφτόμουν το σενάριο κάποια από αυτές τις πολεμικές μηχανές να έχει σκοτώσει κάποιον δικό τους άνθρωπο και να μην το γνωρίζουν, καθώς παίζουν αμέριμνα, χρησιμοποιώντας τα ως φανταστικά κάστρα ή ό,τι άλλο μπορεί να είχαν στο νου τους.

Από την άλλη, βέβαια, κάποιες από τις πολεμικές αυτές μηχανές ήταν γεμάτες χρώματα, γεμάτες Τέχνη. Αεροπλάνα που κάποτε πετούσαν θανάσιμες βόμβες τώρα έστεκαν εκεί, απογυμνωμένα από το κακό, ντυμένα καινούριες φορεσιές ζωής. Αυτό, όσο αντιφατικό κι αν ήταν, με γέμισε ελπίδα. Στη Βοσνία, οι νέοι μετέτρεψαν τη φρίκη μέσω της τέχνης σε κάτι άλλο. Σε ελπίδα. Μα πού πήγαν όλοι;Αν είχες τη δυνατότητα, σε ποιον πίνακα θα έμπαινες να βολτάρεις ή να συνομιλήσεις με το/τα πρόσωπο/α που απεικονίζει;

Α, αν είχα τέτοια δυνατότητα δεν θα έμπαινα σε πίνακα, αλλά σε μια οροφή με τοιχογραφίες. Εκείνη της Καπέλα Σιξτίνα. Που ποτέ δεν μπορώ να απολαύσω με ησυχία! Επικρατεί πάντα τέτοιος συνωστισμός σε αυτή την αίθουσα! Λοιπόν, εκεί πάνω θα ήθελα να μπορώ να καθίσω και να δω από κοντά όλες αυτές τις μορφές του Μιχαήλ Άγγελου. Να απολαύσω τα χρώματά τους από κοντά, να ακούσω όλες τις ιστορίες τους από όλα όσα έχουν δει τα μάτια τους τόσους αιώνες αλλά και να νιώσω ό,τι αποτύπωσε πάνω τους ο μεγάλος αυτός καλλιτέχνης. Τόσοι συμβολισμοί, τόσοι πολιτισμοί σε μια οροφή! Σκέψου πόσες ιστορίες θα έχουν να διηγηθούν!

Τέλος, αν θες μας το αποκαλύπτεις. Μα πού πήγαν όλοι, βρε Σοφάκι; Θα ξαναγυρίσουν κάποια στιγμή; Να ελπίζουμε…

Μπορεί να καθένας να υποθέσει ό,τι θέλει. Να φανταστεί όποιο λόγο θέλει. Όχι για το πού πήγαν, αλλά γιατί φύγαν… Ο καθένας έχει μέσα του κάτι που φοβάται. Όλα αυτά τα μέρη του φόβου κρύβουν το «γιατί» που ερήμωσε το μουσείο. Όμως θέλω να ελπίζουμε. Όταν προσπαθώ να κλείσω εισιτήριο για το θέατρο ή για κάποια συναυλία και δεν βρίσκω θέση, νευριάζω. Αλλά μετά αμέσως χαίρομαι. Όταν βλέπω ουρές στην Εθνική Πινακοθήκη, παρόλο που με τρομάζουν, επίσης γεμίζω χαρά. Ακόμα κι όταν πρέπει να κλείσω εισιτήριο στον κινηματογράφο, χαίρομαι. Γιατί σημαίνει πως έχουμε ανάγκη την Τέχνη. Πως ξαναγυρίζουμε σ’ αυτή. Πως καλή κι η ύλη, αλλά και το πνεύμα θέλει τη δική του τροφή. Είμαι αισιόδοξη, Πελιώ. Γιατί ευτυχώς, όπως έλεγε κι ο DaVinci, η Τέχνη δεν τελειώνει ποτέ. Μονάχα εγκαταλείπεται. Ας μην την εγκαταλείψουμε ποτέ. Ας ξαναγυρίζουμε κοντά της. Ακόμα κι αν εμείς δεν μπορούμε να την καταλάβουμε πάντα, τα παιδιά μας θα τα καταφέρουν. Κι εκείνα είναι ήδη καλλιτέχνες, ας τα βοηθήσουμε να παραμείνουν.

Διαβάστε: Σοφία Δάρτζαλη, Μα πού πήγαν όλοι;, Εκδόσεις Μεταίχμιο, εικονογράφηση: Βασίλης Κουτσογιάννης. Για το βιβλίο υπάρχει διαθέσιμο πλούσιο εκπαιδευτικό υλικό.

Leave a Reply