Τα τελευταία χρόνια, η ελληνική επικαιρότητα έχει να επιδείξει έναν αυξανόμενο αριθμό περιστατικών βίας και ειδεχθών εγκλημάτων. Αυτό το δεδομένο κλονίζει σημαντικά την ανάγκη μας να αισθανόμαστε ότι διαβιώνουμε με ασφάλεια. Στα περιστατικά της Πάτρας, εκτιμώ ότι η κοινωνία εκδηλώνει σωρευτικά την απογοήτευσή της για έναν κόσμο που διαφαίνεται ότι αλλάζει προς το χειρότερο.
Δεν είναι τόσο το ξάφνιασμά μας μπροστά σε ένα γεγονός που δεν μπορούσαμε να φανταστούμε (ούτε στους χειρότερους εφιάλτες μας), αλλά η συνειδητοποίηση ότι αυτή η ασχήμια υπάρχει. Ότι συμβαίνει ξανά και ότι κάθε φορά ίσως μας πλησιάζει λίγο περισσότερο. Και όταν αυτή η ασχήμια αγγίζει και καταστρέφει την έσχατη αγνότητα που όλοι αναγνωρίζουμε και σεβόμαστε, τα παιδιά, τότε η αγανάκτηση κορυφώνεται και αρχίζουμε να αμφισβητούμε όλες τις σταθερές στις οποίες ακουμπάμε και πιστεύουμε.
Αν, μάλιστα, λάβουμε υπόψη και τη μεγάλη πίεση που έχει αθροιστεί στην κοινωνία ήδη από τα χρόνια της οικονομικής κρίσης και κατόπιν με την πανδημία –και έχει τραυματίσει την εμπιστοσύνη στους θεσμούς–, τότε μπορούμε να ερμηνεύσουμε ακόμα πιο σφαιρικά τη σφοδρότητα των αντιδράσεων. Σε αυτό το πλαίσιο, η οργή προς τα εμπλεκόμενα πρόσωπα εκφράζει μύχιες σκέψεις μεγαλύτερης έκτασης. Ενεργοποιείται ένας ανώριμος μηχανισμός άμυνας απέναντι στην απειλή για την ασφάλεια, που δεν εκτονώνει, όμως, με κανέναν χρήσιμο τρόπο ούτε τον εύλογο θυμό μας ούτε το μαζικό πένθος για τις αδικοχαμένες παιδικές ψυχές.
Η απάντηση στη βία με βία δεν συνάδει ούτε στο ελάχιστο με την ηθική του πολιτισμού μας, δηλαδή με τις καθιερωμένες μορφές συμπεριφοράς που αποδεχόμαστε ως απαραίτητες για τη λειτουργία μας και που έχουν «ψηθεί» μέσα από την ανθρώπινη ιστορία και γνώση. Ασφαλώς, τα συναισθήματά μας απέναντι σε όλες τις συγκλονιστικές αδικίες –στα μικρά και στα μεγάλα εγκλήματα– που συμβαίνουν γύρω μας, δεν μπορούν να είναι από μόνα τους «ηθικά» ή «ανήθικα». Αλλά οι ενέργειες στις οποίες μας οδηγούν αυτά τα συναισθήματα μπορούν, πράγματι, να είναι περισσότερο ή λιγότερο ηθικές και τελικά να κρίνουν αν συντασσόμαστε στ’ αλήθεια με την πλευρά του καλού και όχι με το κακό.
Οι ψυχραιμότεροι οφείλουμε –σε όλες αυτές τις κοινωνικές αναφλέξεις– να παροτρύνουμε για αυτοσυγκράτηση και αυτοέλεγχο. Η κοινωνική συνοχή εξασφαλίζεται μόνο με την εμπιστοσύνη μας στις κοινές αξίες και στο σύστημα της Δικαιοσύνης, που τις προστατεύει. Οι ώριμες στάσεις εμπνέονται μόνο από εμπεριστατωμένες προσεγγίσεις των γεγονότων, χωρίς φόρτιση, μακριά από τα λαϊκά δικαστήρια που δυστυχώς αναδεικνύονται με ευκολία στις οθόνες, στις γειτονιές και εσχάτως στα κοινωνικά δίκτυα.
Γιατί γινόμαστε εμμονικοί ντετέκτιβ της πολυθρόνας;
→ Διότι το κακό μάς γοητεύει. Τοποθετούμε διαχρονικά τον εαυτό μας μέσα στις αφηγήσεις της πάλης του καλού με το κακό –από το προπατορικό αμάρτημα και την αδελφοκτονία του Άβελ από τον Κάιν μέχρι τις πρόσφατες ταινίες τρόμου–, διότι έχουμε υποσυνείδητα την ανάγκη να επιβεβαιώνουμε διαρκώς τις σταθερές μας, να ζυγίζουμε τις στάσεις και τις αξίες μας.
→ Διότι χαιρόμαστε που δεν είμαστε εμείς το θύμα. Ένας σημαντικός παράγοντας στην αληθινή εμμονή μας για το έγκλημα είναι το schadenfreude, το αίσθημα απόλαυσης από τη μαρτυρία –σε ασφαλή απόσταση– των παθημάτων που βιώνουν οι άλλοι άνθρωποι. Αυτό δεν ισοδυναμεί απαραιτήτως με σαδισμό, αλλά μάλλον σχετίζεται με την αυτόματη ανακούφιση που μπορεί να εισπράττουμε όταν υπενθυμίζουμε στον εαυτό μας ότι εφόσον συμβαίνουν κακά πράγματα στον κόσμο τότε είναι καλύτερο που συμβαίνουν στους άλλους.
→ Διότι έχουμε την ευκαιρία εξάσκησης στην ενσυναίσθηση, δηλαδή στη δεξιότητα που φυσιολογικά διαθέτει ο ψυχικά υγιής άνθρωπος να νιώθει και να επιδεικνύει συμπόνια προς τον συνάνθρωπο που βασανίζεται.
→ Διότι λαχταράμε να φοβόμαστε… ελεγχόμενα. Η αδρεναλίνη αυξάνει την εγρήγορσή μας απέναντι σε απειλές για την επιβίωση, αλλά ο οργανισμός μας επιβραβεύει αυτή την εγρήγορση με κατακλυσμιαία ευφορία. Έτσι δημιουργείται μια εξάρτηση για τη μελέτη της αποτρόπαιης βίας και του τρόμου που αυτή προκαλεί, όπως περίπου συμβαίνει με το τρενάκι μεγάλης ταχύτητας στο λούνα παρκ ή με τα τυχερά παιχνίδια.
→ Διότι αισθανόμαστε προετοιμασμένοι. Μια μελέτη του 2010 διαπίστωσε ότι οι γυναίκες έλκονται περισσότερο από τους άντρες στην κατανάλωση ιστοριών πραγματικής βίας, ιδιαίτερα όταν συνοδεύονται από πληροφορίες δυνητικά χρήσιμες στην προφύλαξη και στην άμυνα. Παραδοσιακά, οι γυναίκες διαβάζουν περισσότερα αστυνομικά μυθιστορήματα, ενώ η σπουδαιότερη αστυνομική συγγραφέας όλων των εποχών ήταν γένους θηλυκού (όπως εξάλλου και η μεγαλύτερη Ελληνίδα τηλεοπτική ντετέκτιβ). Ταυτόχρονα, οι γυναίκες καθημερινά υποφέρουν περισσότερο σε σχέση με τους άνδρες από κάθε μορφή βίας. Μπορούμε να υποθέσουμε, λοιπόν, ένα εξελικτικό όφελος για από τη γνωστική ενασχόληση με τη βία: Δίνουμε προσοχή σε ό,τι θα μπορούσε να μας βλάψει, ώστε να μπορούμε να το αποφεύγουμε.
→ Διότι υπερκαταναλώνουμε ειδήσεις. Αν η γοητεία των εγκλημάτων πηγάζει από αγωνία/φοβία για την προσωπική μας επιβίωση, τότε τα ΜΜΕ το αναγνωρίζουν. Στην αγγλική γλώσσα διατυπώνεται η αρχή «if it bleeds it leads» (σε ελεύθερη μετάφραση: αν αιμορραγεί, πουλάει). Διόλου τυχαία, το 25% έως 30% των ειδήσεων παγκοσμίως αφορούν εγκλήματα. Μάλιστα, όσο πιο ειδεχθή και περίπλοκα είναι, τόσο πιο επίκαιρα γίνονται. Και όσο μεγαλύτερη η κατανάλωση αυτού του ειδησεογραφικού «προϊόντος», τόσο μεγαλύτερη η προσφορά του. Πρόκειται για μία αμοιβαία εξάρτηση.
→ Διότι προσπαθούμε να λύσουμε πρώτοι το μυστήριο. Στους ανθρώπους αρέσουν τα παζλ και τα αληθινά εγκλήματα ενεργοποιούν στο μυαλό τις ανώτερες επεξεργασίες της σκέψης. Οι ντετέκτιβ της πολυθρόνας απολαμβάνουν να στοιχηματίζουν με τον εαυτό τους και με τους άλλους ότι έχουν φτάσει στη λύση της εγκληματικής εξίσωσης πριν από τις αρμόδιες αρχές.
Εξάλλου, στην τυπική αληθινή ιστορία ενός εγκλήματος είναι εύκολο να αναγνωρίζουμε τους καλούς από τους κακούς. Και το πιο σημαντικό: τα εγκλήματα πάντα επιλύονται. Στο τέλος της ημέρας, τα περισσότερα μυστήρια οδηγούνται σε απαντήσεις και το σύστημα της δικαιοσύνης –όσο ατελές κι αν ενίοτε λογίζεται– είναι βασικά αποτελεσματικό. Επομένως, αυτές οι αληθινές ιστορίες, όσο φριχτές κι αν είναι, καταλήγουν εξιλεωτικές. Ενώ ζούμε σε έναν κόσμο όπου κυριαρχούν ραγδαίες κοινωνικές, πολιτικές, οικονομικές και τεχνολογικές αλλαγές, η πορεία του αληθινού εγκλήματος παρηγορεί τους ανθρώπους, γιατί παρέχει τη διαβεβαίωση ότι οι μακροχρόνιες πεποιθήσεις τους για το πώς λειτουργεί ο κόσμος παραμένουν χρήσιμες και δόκιμες.
Ο Δημήτρης Παπαδημητριάδης, MD, MSc, είναι ψυχίατρος-ψυχοθεραπευτής. Από τις Εκδόσεις Παπαδόπουλος κυκλοφορούν τα βιβλία του Κατάθλιψη και Άγχος, στη σειρά «Μικρές Εισαγωγές».