Πριν από 10 χρόνια, κοιτώντας το βρεφάκι -τότε- στα χέρια μου, το πρώτο μου παιδί, σκεφτόμουν πως θέλω να έχει υγεία και αυτοπεποίθηση. Μεγαλώνοντας να έχει μάθει να πιστεύει στον εαυτό της, να μην αφήνει κανέναν να τη μειώνει. Τα θετικά της να τα αναδεικνύει και τα αρνητικά της να τα σέβεται ως μέρος της προσωπικότητάς της και να τα αποδέχεται, είτε για να τα διορθώνει είτε για να ξέρει να τα βάζει στον «πάγο» όταν πρέπει. Φαντάζομαι πως δεν είμαι ο μόνος που θέλει για τα παιδιά του αυτό πλέον. Η σύγχρονη γονεϊκότητα επιτάσσει ευτυχισμένα και δυνατά στην ψυχή παιδιά, τα οποία μεγαλώνουν και εκπαιδεύονται μέσα από τη διαδικασία της θετικής ενίσχυσης. Το καταφέρνει, όμως, τελικά αυτή η γενιά των γονιών; Μήπως η θετική ενίσχυση, όταν γίνεται υπερβολική, δεν ενισχύει τόσο τελικά;
Στο παιδιατρικό ιατρείο συχνά η λέξη «μπράβο» ακούγεται πάνω από τρεις φορές σε μια επίσκεψη ενός εικοσαλέπτου, είτε από μένα που εξετάζω το παιδί είτε κι από τους ιδίους τους γονείς. Το να ακουστεί από τον ιατρό, ώστε να ευνοήσει τη συνεργασία του παιδιού, είναι σε έναν βαθμό αναγκαίο. Όταν όμως ακούγεται από τη μαμά ή τον μπαμπά, για να επιβραβεύσουν μια απλή συμπεριφορά ή κίνηση, όπως το να κατέβει από το κρεβάτι το τρίχρονο παιδί, τότε αρχίζει να γίνεται προβληματικό. Σαφώς κάθε ηλικία έχει και τα κατορθώματα της κι έτσι, ναι, αξίζει να δώσουμε τα εύσημα σε ένα 12 μηνών μωρό που βαδίζει μόνο του ή σε ένα 2 ετών νήπιο που κάνει προτασούλες, ακριβώς επειδή κατέκτησαν τα αντίστοιχα ορόσημα σχετικά νωρίς. Όμως, το να δίνουμε μπράβο σε ένα πεντάχρονο, επειδή εδώ και έναν χρόνο καταφέρνει να χτίσει γεφυρούλες με κυβάκια ή να ζωγραφίσει έναν σταυρό ή ένα τετράγωνο, είναι υπερβολή και δυσχεραίνει την ομαλή μετάβαση της ανάπτυξης σε πιο ώριμα στάδια.
Η γενιά του «μπράβο»
Η γενιά των παιδιών της τελευταίας δεκαετίας θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως η γενιά του «μπράβο»… Μια λέξη που ενώ δεν είναι ελληνική ξεστομίζεται τόσο μα τόσο συχνά από τα χείλη των Ελλήνων γονέων. Γιατί άραγε; Μήπως η δική μας γενιά ως παιδιών δεν άκουσε αυτή τη λέξη από τους γονείς της; Μήπως εκείνοι αφοσιώθηκαν στη δική τους «καριέρα» και εμείς απλώς τους κλέβαμε χρόνο από την ανέλιξή τους, επαγγελματικά και οικονομικά, σε αντίθεση με πολλούς σύγχρονους μπαμπάδες και μαμάδες, που δηλώνουν ότι θέλουν να περνάνε περισσότερο χρόνο με τα παιδιά τους κι ας βγάζουν λιγότερα χρήματα; Μήπως επειδή τις τελευταίες δεκαετίες όλοι έχουν στρέψει το βλέμμα τους στο παιδί και στις συναισθηματικές του ανάγκες;
Σίγουρα το τελευταίο ισχύει, αλλά δυστυχώς ισχύει και ότι χάσαμε λίγο την μπάλα υπερβάλλοντας. Πάρτι γενεθλίων σαν δεξιώσεις του Προεδρικού Μεγάρου, ψυχολογική προσέγγιση και της παραμικρής παραξενιάς του νηπίου, ένα μόνιμο άγχος για το πώς θα περάσει καλύτερα την ημέρα το παιδί, δραστηριότητες, αθλητικές-καλλιτεχνικές-δημιουργικές, ήδη από την ηλικία των δύο ετών, να μη βαρεθεί, να γεμίσει ερεθίσματα, να κοινωνικοποιηθεί. Μία τρέλα έχει πιάσει εμάς τους γονείς, από το 2000 περίπου και μετά, να ‘ναι το τέκνο χαρούμενο συνέχεια, κάθε λεπτό. Συνεπώς και τα «όχι» δυσκολευόμαστε να προφέρουμε και τα «μη» μάς φαίνονται απαγορευτικά στη διαμόρφωση του ψυχισμού του. Και δίπλα σε αυτή την «κατάρα» των ορίων, υπάρχει δυστυχώς, ορισμένες φορές μάλιστα και από επιστήμονες υγείας, μια τάση απενοχοποίησης μιας κακής συμπεριφοράς ή ερμηνείας μιας δυσκολίας ενός παιδιού να ακολουθήσει κανόνες ως ένδειξη οξυδέρκειας ή χαρισματικής προσωπικότητας.
Οι παρενέργειες των επαίνων
To «μπράβο» τελικά εξυπηρετεί τον σκοπό του; Ανάλογα με το πόσο συχνά και πόσο εύκολα ακούγεται, θα απαντήσω. Έτσι, λοιπόν, ο «εύκολος» έπαινος δεν βοηθά σε κάτι πέραν του να δημιουργεί εξάρτηση. Λειτουργεί, δηλαδή, ως αντανακλαστικό, με το νήπιο, σαν άλλο κουτάβι του Pavlov, να κάνει μια πράξη, απλώς και μόνο αναμένοντας να ακούσει τη…μαγική λέξη. Όπως χαρακτηριστικά μού έλεγε μια μητέρα, με την οποία είχαμε μια ανάλογη συζήτηση, από τότε που μείωσε τα «μπράβο» στον γιο της, εκείνος της κάνει παρατήρηση για να του το πει για κάτι που έκανε. Ακόμα κι όταν η μητέρα χρησιμοποιεί άλλον τρόπο για να εκφράσει τον έπαινό της, εκείνος θέλει να ακούει μόνο «μπράβο».
Εντωμεταξύ, καθώς μεγαλώνουν τα παιδιά και –κατά φυσική εξέλιξη– οι επιβραβεύσεις μειώνονται, είτε επειδή πλέον δεν έχουμε τόσο χρόνο ενασχόλησης είτε επειδή πλέον δεν είμαστε τόσο ενθουσιασμένοι με όσα κάνουν, εκείνα μένουν με την εκκρεμότητα και δυσκολεύονται να ολοκληρώσουν την όποια δραστηριότητα τους, αν δεν έχουν την καλή κουβέντα δίπλα τους σε κάθε στάδιο αυτής. Το «μπράβο», λοιπόν, μειώνει και το εσωτερικό κίνητρο, αυτό δηλαδή που κάνει έναν άνθρωπο να θέλει να είναι καλός πρώτα απ’ όλα για εκείνον και ύστερα για τους γύρω του. Μπορεί να μετατρέψει το παιδί σε παιδί για τα θελήματα των γονέων, αφού μέσα από την εξάρτηση στον έπαινο μαθαίνει να πράττει για χάρη τους και όχι για τη δική του ευχαρίστηση. Στερείται, λοιπόν, την ευκαιρία να μάθει τον εαυτό του καλύτερα, να δει τι του αρέσει πιο πολύ, τι θέλει πραγματικά, μια και πάντα ό,τι κάνει είναι προϊόν της ανάγκης να ευχαριστήσει τους γονείς.
Έτσι, μην απορείτε που τα παιδιά μας καταλήγουν να μη διαθέτουν την ανάλογη αυτοπεποίθηση, παρά τα πολλά συγχαρητήρια που έχουν εισπράξει ή, ακόμα χειρότερα, να έχουν αυτοπεποίθηση δίχως όμως αυτοεκτίμηση, δηλαδή να πιστεύουν στον εαυτό τους χωρίς καν να τον γνωρίζουν. Πώς γίνεται, όμως, να πιστεύεις σε κάτι που δεν ξέρεις; Μήπως αυτό τα κάνει άτομα που φλυαρούν υπέρ ικανοτήτων που δεν έχουν; (με απλά λόγια…ψώνια). Αντίστοιχα, δεν πρέπει να απορεί κανείς που πολλοί νέοι μετανιώνουν για τις επαγγελματικές τους επιλογές, γιατί στην ουσία ήταν προσαρμοσμένες στο χατίρι των γονέων. Ο συνεχής έπαινος, λοιπόν, μπορεί να χειραγωγήσει, γιατί έμμεσα ωθούμε τα παιδιά μας να εκπληρώνουν τις προσδοκίες μας.
Το «μπράβο» μπορεί να προσβάλλει την ανεξαρτησία, την ικανοποίηση και το εσωτερικό κίνητρο, ενώ μπορεί και να οδηγήσει στην εσφαλμένη εντύπωση ότι τα αγαθά δεν θέλουν τελικά πολύ κόπο, αφού εύκολα εισπράττει κάποιος την επιβράβευση. Κι αυτό, με τη σειρά του, θα φανεί όταν το παιδί μας θα μεγαλώσει και θα έρθει η στιγμή να πρέπει να γράψει μια έκθεση, να διαβάσει μια σεβαστή ύλη, να δείξει πειθαρχία στη μελέτη. Τότε το παιδί αυτό, που θα έχει συνήθεια να ακούει «μπράβο» από παντού και για οτιδήποτε, θα ζοριστεί, δεν θα έχει υπομονή, θα τα παρατήσει. Κι εμείς θα μείνουμε με την απορία. Και θα κλονιστούμε. Πώς άραγε το «τέλειο» και «φοβερό» παιδί της νηπιακής ηλικίας κατέληξε είτε τεμπέλης είτε απείθαρχος είτε μαθητής που… δεν «παίρνει» τα γράμματα.
Υπάρχει λύση;
Και αφού το «μέτρον» είναι για άλλη μια φορά η άριστη επιλογή, πώς θα γίνει να σταματήσουμε τα υπέρμετρα «μπράβο»; Η αλήθεια είναι πως πρόκειται για μια συνήθεια που δύσκολα κόβεται. Άλλωστε, οι έπαινοι λίγη σχέση έχουν με τις συναισθηματικές ανάγκες του παιδιού και περισσότερη με τον δικό μάς πόθο να νιώσουμε ότι αξίζουν και κατά βάθος ότι εμείς τα μεγαλώνουμε σωστά. Επίσης, η συχνή και ανέξοδη χρήση τους δημιουργεί έναν φαύλο κύκλο: όσο περισσότερο επαινούμε, τόσο περισσότερο τα παιδιά δείχνουν να το χρειάζονται και έτσι συνεχίζουμε να τα επαινούμε κι άλλο.
Μη λέτε μπράβο για το καθετί. Δεν είναι η κάθε πράξη ή ανάσα για επιβράβευση. Φυλάξτε σαν κόρη οφθαλμού τις φορές που το παιδί κατάφερε να κάνει κάτι για πρώτη φορά ή καλύτερα απ’ ό,τι το έκανε τις άλλες φορές. Φυλάξτε το για τη στιγμή που κατάφερε με επιμονή να φτάσει σε έναν στόχο στον οποίο είχε κάποτε αποτύχει.
Αυτό που χρειάζονται τα παιδιά είναι υποστήριξη και αγάπη χωρίς όρια. Αυτό είναι διαφορετικό από τα «μπράβο» χωρίς όρια ή μάλλον είναι το αντίθετο. Επίσης, το να τονίζουμε μια θετική συμπεριφορά απλώς για να αποτρέψουμε μια λανθασμένη (π.χ. «ωραίο ήταν που διάβασες ένα βιβλίο αντί να δεις τηλεόραση») μπορεί να βοηθήσει για λίγο καιρό, μα δεν θα αποδώσει μακροπρόθεσμα. Το σημαντικό είναι να γίνει κατανοητό το γιατί η λανθασμένη συμπεριφορά δεν είναι σωστή.
Άλλη επιλογή είναι να πείτε απλώς ό,τι είδατε. Ένα λιτό, χωρίς κρίσεις σχόλιο, όπως: «Σήμερα έδειξες αφοσίωση στη μελέτη της κιθάρας» ή ένα «Τα κατάφερες» δείχνει στο παιδί ότι ο κόπος του έγινε άξιος παρατήρησης· αρκεί όντως αυτός ο κόπος να αντιστοιχεί σε έναν βαθμό δυσκολίας συμβατό με την ηλικία του.
Μια εναλλακτική πρόταση είναι και η περιγραφική διατύπωση του επαίνου. Αν π.χ. το παιδί έχει ζωγραφίσει κάτι σύνθετο, μπορείτε να το επιβραβεύσετε μέσω ερωτήματος, όπως: «Πώς σκέφτηκες να κάνεις τα σπίτια πιο μικρά, για να φαίνονται ότι είναι στο βάθος;»
Συμπερασματικά, η θετική ανατροφοδότηση της σχολής με την οποία μεγαλώσαμε τα παιδιά μας οι γονείς του 21ου αιώνα δεν είναι στην πραγματικότητα τόσο θετική, όταν γίνεται με τρόπο ασύδοτο και χωρίς ουσία, όταν γίνεται κατά βάθος για τη δική μας ικανοποίηση ή όταν την εφαρμόζουμε παντού, ακόμα και εκεί όπου δεν απαιτείται κόπος.
Όλοι μας, μικροί και μεγάλοι, έχουμε ανάγκη την αναγνώριση. Και γι’ αυτό, ναι, το «μπράβο» πρέπει να ακούγεται από το στόμα των γονέων. Τελικά, όμως, ίσως και να ευνουχίζει αντί να δίνει δύναμη. Γι’ αυτό ας είμαστε επιλεκτικοί στις στιγμές που το εκφράζουμε. Ας είναι αυτό και ένα από τα χριστουγεννιάτικα δώρα στα παιδιά μας… Ένα «μπράβο» λιγότερο!
Ο Ιορδάνης Παπαδόπουλος MD, PhD, είναι Επιμελητής Β΄ Παιδιατρικής ΓΝ Σύρου. iordanispapado@hotmail.com