ΜΕΓΑΛΩΝΟΝΤΑΣ ΔΙΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΠΟΛΥΓΛΩΣΣΑ ΠΑΙΔΙΑ

δίγλωσσαΕπιστροφή στα θρανία, λοιπόν, και όλοι οι γονείς, ιδιαίτερα των μικρών παιδιών «ανησυχούν» για το πώς θα μπουν τα παιδιά τους σε πρόγραμμα και βέβαια πώς θα μάθουν να μιλούν και να γράφουν καλά και γρήγορα. Τι γίνεται, όμως, με τα δίγλωσσα και τα πολύγλωσσα παιδιά; Πώς αντεπεξέρχονται στη σχολική και οικογενειακή τους καθημερινότητα, έχοντας να «αντιμετωπίσουν» όχι μία, αλλά δύο ή ακόμα και τρεις ή τέσσερις γλώσσες;
Τις απορίες θα μας λύσει η Ελισάβετ Αρκολάκη, μια μαμά που διευκολύνει τα παιδιά αυτά και κυρίως καθοδηγεί τους γονείς τους, ώστε η πολυγλωσσία να μη σταθεί τροχοπέδη, αλλά, αντίστροφα, να εξελιχθεί σε ισχυρό πλεονέκτημα. Η Ελισάβετ γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ελλάδα, αλλά από το 2005 έχει τη βάση της στο εξωτερικό. Οι ασχολίες της έχουν ως κοινό παρονομαστή τις λέξεις και τις γλώσσες, ενώ τα τελευταία δύο χρόνια γράφει και εκδίδει κυρίως δίγλωσσα παιδικά βιβλία: Cousins Forever – Ξαδέρφια για πάντα, Happiness Street – Οδός Ευτυχίας, Nelly’s Box – To κουτί της Νέλλης. Παρέα με τον σύζυγό της, μεγαλώνουν δύο πολύγλωσσα παιδιά: Οι καθημερινές τους γλώσσες στο σπίτι είναι νορβηγικά, ελληνικά και αγγλικά. Ο άντρας της μιλάει επίσης άπταιστα σουηδικά –τα παιδιά καταλαβαίνουν και αυτή τη γλώσσα– κι εκείνη μιλάει και γαλλικά, καθώς έχει σπουδάσει Γαλλική Φιλολογία στο ΕΚΠΑ. Ακόμα, είναι κάτοχος Cambridge Proficiency και MSc Global Marketing από το University of Liverpool.δίγλωσσαΠώς είναι να μεγαλώνεις παιδί με δύο ή ακόμα και τρεις γλώσσες; Θεωρείς ότι οι γονείς αγχώνονται με αυτή τη διαδικασία; Ιδιαίτερα ο γονιός που δεν βρίσκεται στη χώρα καταγωγής του; Εσύ αντιμετώπισες ποτέ τον κίνδυνο να χαθεί η επικοινωνία σου στα ελληνικά με τα παιδιά;
Σίγουρα είναι διαφορετικό να μαθαίνεις βιωματικά μια γλώσσα από την κοιλιά της μαμάς σου από το να πηγαίνεις φροντιστήριο. Από την άλλη, η κάθε οικογένεια με δίγλωσσα παιδιά είναι διαφορετική, άρα και μοναδική, μια και έχουμε διαφορετικούς συνδυασμούς γλωσσών, αναγκών, καθημερινότητας, προσωπικοτήτων, διαφορετικά μέρη όπου μεγαλώνουν τα παιδιά, εργασίες των γονέων, συνθήκες ζωής γενικότερα. Οπότε θα μιλήσω για τη δική μου εμπειρία: Ως παιδί που μεγάλωνε με Έλληνες γονείς, όλες μου οι συζητήσεις μαζί τους, με φίλους και συγγενείς γίνονταν σε μία, κοινή γλώσσα. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως μάθαινα ολοκληρωμένα τη γλώσσα, αλλά και ό,τι άλλο μεταφέρεται μέσα από αυτή (κουλτούρα, ιδιωματισμούς, χρήση πληθυντικού ως ένδειξη σεβασμού, κ.ά.), μέσα από πολλά και διαφορετικά ερεθίσματα από διαφορετικούς ανθρώπους και περιβάλλοντα σε καθημερινή βάση.
Τα παιδιά μου μεγαλώνουν με τελείως διαφορετικό τρόπο και με πολλές γλώσσες. Ο γιος μας γεννήθηκε και έζησε τα πρώτα χρόνια της ζωής του στη Μάλτα, όπου τα αγγλικά είναι η μία εκ των δύο επισήμων γλωσσών, η κόρη μας στη Νορβηγία, όπου και έχουμε πλέον τη βάση μας. Ερχόμαστε συχνά στην Ελλάδα, ενώ περνάμε συχνά τους χειμώνες μας σε ένα συγκεκριμένο μέρος στην Ταϊλάνδη. Τα νορβηγικά τα μαθαίνουν τόσο καλά όσο μάθαινα κι εγώ τα ελληνικά. Για τα αγγλικά δεν αγχώθηκα ποτέ. Δεν υπάρχει περίπτωση να μην τα μάθουν καλά σε βάθος χρόνου, εφόσον αυτή η γλώσσα ακούγεται καθημερινά και μέσα (εγώ με τον σύζυγο, με φίλους) και έξω από το σπίτι μας (σχολείο, τραγούδια, τηλεόραση, κ.λπ.)
Για τα ελληνικά, όμως, αγχωνόμουν και αγχώνομαι ως έναν βαθμό, γιατί γνωρίζω ότι εγώ, μόνη μου, δεν επαρκώ. Όσο μεγαλώνουν, τα παιδιά περνούν λιγότερο χρόνο με μας: σχολείο, φίλοι, προπονήσεις, δραστηριότητες. Άρα ακούν όλο και λιγότερο τα ελληνικά στην καθημερινότητά τους. Ανακαλύπτουν τον κόσμο, αλλάζουν τα ενδιαφέροντά τους, ο τρόπος που σκέφτονται γίνεται πιο περίπλοκος. Καθώς επίσης παίζει η ρόλο και η προσωπικότητά τους: στο ένα παιδί αρέσει να μιλάει πολύ, άρα εξασκεί περισσότερο τη γλώσσα μαζί μου, το άλλο είναι περισσότερο της κίνησης και λιγομίλητο.
Υπήρξε πάντως μια περίοδος όπου πήγαμε πολύ πίσω και στα αγγλικά και στα ελληνικά με τον μεγάλο μας, αφότου φύγαμε από Μάλτα και ήρθαμε Νορβηγία. Ενώ τα αγγλικά ήταν η γλώσσα που προτιμούσε εκείνη την περίοδο, μέσα σε μερικούς μήνες μετά τη μετακόμιση και αφού άρχισε να πηγαίνει παιδικό σταθμό, σταμάτησε να ανταποκρίνεται σε αυτή τη γλώσσα, κάτι που διήρκησε περίπου έναν χρόνο. Όταν πήγε σταθμό ήταν 3 χρονών, λίγο μετά γεννήθηκε η κόρη μας και τότε πήγαμε για ένα διάστημα πίσω και στα ελληνικά. Οι γλώσσες σε οικογένειες όπως η δική μας μαθαίνονται βιωματικά, άρα ό,τι συμβαίνει μέσα και έξω από το σπίτι έχει αντίκτυπο και σε αυτές. Θύμωσε και πληγώθηκε με τη γέννηση της αδερφής του, περνούσαμε λιγότερο χρόνο μαζί, και το δίμηνο που πέρασε για να την αποδεχθεί στο σπίτι αποδείχθηκε αρκετό για να πάμε πολύ πίσω στα ελληνικά. Δεν σου κρύβω πως όχι μόνο αγχώθηκα, αλλά φοβήθηκα κιόλας τότε, γιατί είχε σταματήσει να μιλάει αγγλικά, στα ελληνικά αντί να πηγαίνουμε μπροστά πήγαμε τόσο σύντομα τόσο πίσω, νορβηγικά δεν μιλούσα καθόλου, πώς θα επικοινωνούσα με το παιδί μου; Το λύσαμε το πρόβλημα με την επίσκεψη και παραμονή των δικών μου στο σπίτι μας για αρκετό διάστημα και έπειτα από λίγο πήγαμε κι εμείς Ελλάδα για μερικές εβδομάδες και… επανήλθαμε. Πιθανότατα θα υπάρξουν και άλλες τέτοιες περίοδοι στο μέλλον, συμβαίνει συχνά να χάνεις λεξιλόγιο σε μια γλώσσα όταν μειώνεται η καθημερινή τριβή, αλλά θέλω να πιστεύω πως δεν θα ξαναζήσουμε κάτι παρόμοιο τώρα που μεγάλωσαν, είναι 9 και 6 ετών, και έχουν προχωρήσει αρκετά σε όλες τις γλώσσες τους.

Ισχύει ότι τα πολύγλωσσα παιδιά αργούν να μιλήσουν;
Έχω διαβάσει αρκετά πάνω στο θέμα και συντόνισα τη συγγραφή του πονήματος How to Raise Confident Multicultural Children, οπού αναλύεται και αυτό το κομμάτι. Συγκεκριμένα, υπάρχει το κεφάλαιο «Language delays in multilingual children: what are they and what to do about them», το οποίο έγραψε η Dr. Mary-Pat O’Malley-Keighra. Σύντομα θα ανεβάσω όλα τα κεφάλαια για δωρεάν ανάγνωση στο blog μου www.maltamum.com, οπότε αν θέλει κάποιος να το διαβάσει μόλις θα ανέβει εκεί, ας κάνει εγγραφή στο newsletter μου ή ας επισκεφτεί στο γκρουπ μου στο Facebook Elisavet Arkolaki’s Behind the Book Club. Φυσικά, το βιβλίο το βρίσκει κανείς και σε online βιβλιοπωλεία.
Αυτό που παρατηρούμε, δεν έχει να κάνει με καθυστέρηση στον λόγο λόγω της πολυγλωσσίας, απλώς όταν είναι μικρά τα παιδιά φαίνεται έντονα η διαφορά. Αν πάρουμε για παράδειγμα ένα τυχαίο παιδί, που είναι 1 1/2 έτους και μπορεί να πει έως 20 λέξεις σε αυτή την ηλικία. Είτε ακούει μία είτε τρεις γλώσσες, η ικανότητά του να χρησιμοποιήσει έως 20 λέξεις παραμένει η ίδια. Δεν μπορεί να αλλάξει αυτό και το 20 να γίνει 20 λέξεις x 2 γλώσσες = 40 λέξεις ή 20 λέξεις x 3 γλώσσες = 60 λέξεις. Θα έχει 20 λέξεις από όλες του τις γλώσσες. Αν και έρευνες δείχνουν πως τα πολύγλωσσα παιδιά έχουν την τάση να μπορούν να χρησιμοποιήσουν ευρύτερο λεξιλόγιο από τα άλλα παιδιά της ηλικίας τους, η διαφορά είναι μικρή. Άρα, φαινομενικά, το δίγλωσσο παιδί υστερεί στην αρχή. Καθώς περνούν τα χρόνια, όμως, και χτίζει λεξιλόγιο στις διάφορες γλώσσες του, η διαφορά αυτή δεν φαίνεται πια, ειδικά στη γλώσσα που χρησιμοποιεί περισσότερο στην καθημερινότητά του. Αυτά όλα ισχύουν βέβαια αν δεν συντρέχουν άλλα θέματα υγείας.

Έχω παραδείγματα οικογενειών που επέλεξαν η μια από τις δυο (ή και παραπάνω γλώσσες) να μπουν στο περιθώριο, για να μην μπερδευτεί το παιδί με τη γλώσσα της χώρας όπου ζει και κυρίως με το σχολείο. Θεωρείς ότι έπραξαν ορθώς;
Δεν τίθεται θέμα να μπερδευτούν οι γλώσσες. Είναι κρίμα να μπει μια γλώσσα στο περιθώριο λόγω αυτής της λανθασμένης ενημέρωσης. Από την άλλη, πιθανόν να συντρέχουν κι άλλοι λόγοι και η επιλογή αυτή να έγινε αφού ζυγιάστηκαν τα υπέρ και τα κατά. Για παράδειγμα, έχω μια φίλη στην Ελλάδα με καταγωγή από άλλη χώρα, η οποία μιλάει άπταιστα τα ελληνικά, γιατί ήρθε μικρή στη χώρα μας. Ο σύζυγός της έχει την ίδια χώρα καταγωγής με εκείνη και στο σπίτι μιλούν ελληνικά, γιατί αυτό τους βγαίνει πιο εύκολα. Τα παιδιά τους μεγαλώνουν σε μια απομονωμένη κοινότητα στην επαρχία, σε αρκετά ξενοφοβικό περιβάλλον, και το πλάνο ήταν να μείνουν σπίτι με τη μαμά μέχρι το νηπιαγωγείο. Οι γονείς επέλεξαν να τα μεγαλώσουν μιλώντας τους ελληνικά και όχι τη μητρική τους γλώσσα, έτσι ώστε όταν θα πάνε σχολείο να μιλούν στο ίδιο επίπεδο με τους συμμαθητές τους, δίχως προφορά, και να αποφύγουν αποκλεισμό και πειράγματα. Ήταν λάθος επιλογή; Δεν μπορώ να ξέρω. Ίσως κι εγώ να είχα κάνει το ίδιο αν ήμουν στη θέση τους. Εδώ, δηλαδή, τίθεται ένας άλλος προβληματισμός που έχει να κάνει καθαρά με το κοινωνικό πλαίσιο που επιτρέπει ή όχι (και σε ποιον βαθμό) την πολυγλωσσία και το δικαίωμα των παιδιών και των οικογενειών τους να χρησιμοποιούν όλες τις γλώσσες τους στην καθημερινότητά τους, δίχως να στιγματίζονται και να στοχοποιούνται.
Αν επιστρέψουμε τώρα στο αν μπερδεύονται τα παιδιά. Ας μην πάμε μακριά, ας μείνουμε Ευρώπη. Σε χώρες όπως η Μάλτα ή η Ελβετία, με δίγλωσσο πληθυσμό, πώς γίνεται και τα παιδιά και οι ενήλικοι μιλάνε μια χαρά, ξεχωρίζουν τις γλώσσες τους και δεν μπερδεύονται; Οι Μαλτέζοι, όταν μιλάνε μεταξύ τους, μπορεί να χρησιμοποιούν εκφράσεις και λέξεις και από τις δύο γλώσσες, γιατί γνωρίζουν ότι ο συνομιλητής τους θα τους καταλάβει, δεν θα υπάρξει δυσχέρεια στην επικοινωνία τους. Όταν θα μιλήσουν, όμως, με εμένα, που δεν μιλάω μαλτέζικα, θα μου απευθύνουν τον λόγο χρησιμοποιώντας μόνο αγγλικά.

Ελληνίδες μαμάδες ή μπαμπάδες που ζουν στο εξωτερικό. Μιλούν, διαβάζουν στα παιδιά τους, αλλά δεν μπορούν εύκολα να τους διδάξουν ορθογραφία, γραμματική, συντακτικό, ιστορία, με άλλα λόγια τη σχολική ύλη. Και φυσικά είναι δύσκολο και για τα ίδια τα παιδιά να αντεπεξέλθουν σε δύο εκπαιδευτικά συστήματα. Τι θα τους πρότεινες να κάνουν;
Η κάθε οικογένεια θα πρέπει να κρίνει με βάση τις προτεραιότητες και τους στόχους της, τι θέλουν, ποια τα ενδιαφέροντα των παιδιών τους, πόσο και τι αντέχουν οι γονείς, ειδικά αν εργάζονται και οι δύο, αν θα επαναπατριστούν και θα πρέπει τα παιδιά να προετοιμαστούν για εισαγωγή στο ελληνικό σχολικό σύστημα. Εμείς είχαμε συμφωνήσει εξαρχής με τον σύζυγό μου πως παρόλες τις δυσκολίες που ίσως να προέκυπταν στο μέλλον, θα τους μιλούσαμε πάντα στις γλώσσες μας και μεταξύ μας αγγλικά.
Στόχος μου ήταν να μάθουν να μιλούν καλά ελληνικά. Ήθελα να μπορέσω να εντάξω τη γλώσσα μας και πάλι στην καθημερινότητά μου, μέσα από τη σχέση με τα παιδιά μου, και να τους δώσω τη δυνατότητα να αποκτήσουν στενούς δεσμούς με ανθρώπους στον τόπο μας. Το κύριο μέλημά μου, δηλαδή, μέσω της γλώσσας και των ανθρώπων, ήταν να νιώθουν και στην Ελλάδα «σπίτι τους». Καλώς ή κακώς, όσο καλά αγγλικά και αν μιλούν κάποιοι, αλλιώς είναι να μιλάς τη γλώσσα τους, να μπορείς να βγεις στον δρόμο και να παίξεις με τα άλλα παιδάκια, να αρχίσεις σιγά σιγά να καταλαβαίνεις από πού προέρχεται η μαμά σου, οι παππούδες σου, οι πρόγονοί σου, εσύ ο ίδιος –γιατί έχουμε αυτές τις συμπεριφορές και τον χαρακτήρα. Μπορεί να μην τα απασχολούν τώρα τέτοια θέματα, αλλά ίσως να γίνει στο μέλλον. Ήθελα να μπορούν να επικοινωνήσουν καλά. Από εκεί και πέρα, θα ήθελα να μάθουν να γράφουν και να διαβάζουν, αλλά δίχως πίεση, είναι μικρά ακόμα. Εμείς όταν πηγαίναμε φροντιστήριο δεν ξέραμε καθόλου γλώσσες και μια χαρά τις μάθαμε, και ας μας πήρε χρόνια ατελείωτα. Αυτά μιλούν ήδη τρεις γλώσσες, οπότε το να αποκωδικοποιήσουν το σύστημα γραφής είναι κάτι που αν θέλουν θα το μάθουν, εφόσον ήδη μαθαίνουν γραφή και ανάγνωση σε νορβηγικά και αγγλικά.
Πριν από κάποια χρόνια, ο μεγάλος μας έδειξε ενδιαφέρον να μάθει γραφή και ανάγνωση στα ελληνικά. Ξεκινήσαμε παρέα με τα βιβλία του δημοτικού, μετά βαρέθηκε, τα παρατήσαμε. Συνέχισα, βέβαια, να του διαβάζω παραμύθια στα ελληνικά όσο και όποτε ήθελε, άρα είχε επαφή, έστω και μόνο οπτικά, με το ελληνικό αλφάβητο. Πέρα από παραμύθια, του άρεσε πολύ το Αλφαβητάρι με γλωσσοδέτες, του Ευγένιου Τριβιζά, το οποίο αποδείχτηκε εξαιρετικό εργαλείο. Σε κάθε δισέλιδο τονίζεται ένα γράμμα της αλφαβήτας μέσα από αστεία στιχάκια, είναι διαδραστικό, γελούσαμε πολύ όποτε το διαβάζαμε και η αλήθεια είναι πως δεν είχα συνειδητοποιήσει σε τι βαθμό έγραφαν όλα αυτά μέσα του. Το παιχνίδι, η ευχαρίστηση, το κίνητρο αποδείχτηκε ακόμα μία φορά πως είναι τα πάντα!
Το συνδέω 100% με το παρακάτω γεγονός που συνέβη το καλοκαίρι που μας πέρασε και το αναφέρω, γιατί μου έκανε κι εμένα μεγάλη εντύπωση πώς γίνονται κάποια πράγματα έτσι αβίαστα και πόσο πιο όμορφο είναι όταν όλα γίνονται στην ώρα τους, δίχως πίεση και τσακωμούς για να διαβάσουν. Ο γιος μας πάει φέτος τετάρτη δημοτικού. Το καλοκαίρι στην Ελλάδα προφανώς πρόσεξε πως υστερούσε στα παιχνίδια με τα άλλα συνομήλικα παιδιά, γιατί δεν μπορούσε να διαβάσει. Η συγγραφέας Δέσποινα Λιαράκου, εντελώς τυχαία, μας έκανε δώρο ένα παιχνίδι ερωτήσεων από τη σειρά BrainBox, το οποίο τον ενθουσίασε, αλλά οι ερωτήσεις ήταν γραμμένες στα ελληνικά. Ενώ είχε κάνει, λοιπόν, στο παρελθόν κάποιες προσπάθειες από μόνος του να αποκωδικοποιήσει γράμματα και να διαβάσει μικρές σειρές, αντλώντας από τη μνήμη του αυτά τα λίγα που είχαμε κάνει σχετικά με το αλφάβητο –είχε παρατηρήσει πρόσφατα και τη μικρή αδερφή του που είχε δείξει ενδιαφέρον και έκανε αντιγραφή γράμματα στα ελληνικά από δική της πρωτοβουλία– πάντα τα παρατούσε. Με το Brainbox μου λέει σε κάποια φάση: «Νομίζω πως μπορώ να διαβάσω αυτήν την κάρτα!» και όντως κατάφερε και τη διάβασε σχεδόν όλη! Αυτή ήταν και η πρώτη φορά που διάβασε κάτι ολοκληρωμένο στα ελληνικά και το έκανε μόνος του, επειδή το ήθελε και όταν ήταν έτοιμος ο ίδιος.
Αν δεν προετοιμάζουμε τα παιδιά για επαναπατρισμό στην Ελλάδα και επιστροφή/ένταξη στο ελληνικό σχολικό σύστημα, δεν βλέπω κανέναν λόγο πίεσης να ακολουθήσουν τα παιδιά μας ταυτόχρονα και υπό πίεση δύο σχολικά συστήματα. Θα μπορούσαν, όμως, με έναν δάσκαλο ελληνικών/ελληνικό σχολείο/φροντιστήριο, αν όχι τους ίδιους τους γονείς τους, να μάθουν γραφή, ανάγνωση και όλα τα περαιτέρω όταν θα είναι έτοιμα. Υπάρχουν εξαιρετικοί εκπαιδευτικοί που μαθαίνουν τη γλώσσα στα παιδιά του απόδημου ελληνισμού. Είναι κάτι που το έχω στα υπόψη για το μέλλον, αν και εφόσον τα παιδιά μας θελήσουν να προχωρήσουν στα ελληνικά χωρίς εμένα ως δασκάλα τους.

Και με τις κουλτούρες τι γίνεται; Πώς τα βγάζουν πέρα οι πολυπολιτισμικές οικογένειες και ποιος είναι ο ρόλος της γλώσσας στη γενικότερη αντιμετώπιση του περιβάλλοντος όπου ζούμε;
Όσο ζούμε μαθαίνουμε. Αυτό θα μας απασχολεί εφ’ όρου ζωής, διότι με τον άντρα μου προερχόμαστε από τόσο διαφορετικές κουλτούρες, όπου ακόμα και το τι θεωρείται ευγενικό ή αγένεια μπορεί να είναι το εντελώς αντίθετο. Τα παιδιά μεγαλώνουν ανάμεσα σε αρκετές αντιθέσεις, αλλά νομίζω πως αυτό θα παίξει μεγάλο ρόλο στη διεύρυνση της αντίληψής τους σχετικά με το πώς λειτουργεί ο κόσμος και θα έχει θετική επίδραση στη διαμόρφωση του χαρακτήρα τους. Υπάρχουν, όμως, και πρακτικά θέματα που έχουν να κάνουν καθαρά με την επιβίωσή τους, όπως να μάθουν πόσο διαφορετική είναι η οδική συμπεριφορά και τι να περιμένουν στις διάφορες χώρες τους, ότι, για παράδειγμα, στην Ελλάδα δεν φεύγεις μόνος σου και πας στις τριγύρω γειτονιές, όπως εδώ όπου μένουμε στη Νορβηγία, όπου από τα 7 πάνε μόνα τους στο σχολείο, και πολλά ακόμη.
Όσον αφορά τα της γλώσσας, επειδή μαθαίνουν ελληνικά κυρίως εκτός Ελλάδας, υπάρχουν φυσικά δυσκολίες στην επικοινωνία. Όταν ερχόμαστε, επειδή τα ακούν να μιλάνε καλά, ο κόσμος τούς απευθύνεται όπως θα μιλούσε σε ένα οποιοδήποτε άλλο παιδί από Ελλάδα. Όμως παιδιά σαν τα δικά μου μπορεί πραγματικά να χαθούν στη μετάφραση. Ένα καλοκαίρι, όταν ο μεγάλος ήταν γύρω στα 5, πήγε με τον μπαμπά μου στον φούρνο. Του πρόσφεραν ένα παγωτό και αρνήθηκε λέγοντας: «Η μαμά μου δεν με αφήνει να φάω άλλο σήμερα». Η φουρνάρισσα, λόγω οικειότητας, του απάντησε αστειευόμενη: «Άμα τη δω τη μαμά σου θα την πιάσω από το μαλλί και θα της το βγάλω τρίχα τρίχα». Ο μικρός έβαλε φυσικά τα κλάματα, γιατί θεώρησε πως η κυρία αυτή ήθελε να μου κάνει κακό.

Τι είναι το πρόγραμμα PEaCH, του οποίου είσαι πρέσβειρα;
Θα σου παραθέσω εδώ ακριβώς ό,τι είχε πει σε μια άλλη συνέντευξη η Χρύσα Οικονομίδου, επίσης πρέσβειρα του προγράμματος:
«Το PEaCH είναι ένα πρότζεκτ που χρηματοδοτήθηκε από το πρόγραμμα Erasmus+ της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο στόχος είναι η υποστήριξη και η ενδυνάμωση των δίγλωσσων παιδιών και μέσω των παιδιών αυτών και των οικογενειών τους, η προώθηση και διατήρηση της πολιτιστικής και γλωσσικής κληρονομιάς της Ευρώπης. Με απλά λόγια, το PEaCH προσφέρει δωρεάν καθοδήγηση για το πώς μπορεί κάποιος, ένας γονιός ή ένας εκπαιδευτικός, για παράδειγμα, να υποστηρίξει ένα πολύγλωσσο παιδί και, στην περίπτωσή μας, να διατηρήσει την ελληνική γλώσσα στο εξωτερικό αλλά και την επαφή του με την ελληνική κουλτούρα. Στο πλαίσιο του PEaCH, έχουν δημιουργηθεί δύο εγχειρίδια που διανέμονται δωρεάν στο κοινό σε μορφή PDF:
How to raise a bilingual child/ Πώς να μεγαλώσετε ένα δίγλωσσο παιδί: ένας οδηγός στα αγγλικά για γονείς που μεγαλώνουν δίγλωσσα παιδιά ηλικίας 0 έως 12 ετών, με εύκολες και πρακτικές συμβουλές, ταξινομημένες σύμφωνα με την ηλικία του παιδιού.
How to support multilingual children/ Πώς να υποστηρίξετε τα πολύγλωσσα παιδιά: ένας οδηγός στα αγγλικά για εκπαιδευτικούς, με ιδέες και πρακτικές λύσεις σε θέματα που αφορούν τα δίγλωσσα και πολύγλωσσα παιδιά.
Επίσης, στην ιστοσελίδα https://bilingualfamily.eu/ έχουμε συγκεντρώσει δωρεάν εκπαιδευτικό υλικό σε όλες τις γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και εξαιρετικό υλικό στο κανάλι του PEaCH στο YouTube».Ας κλείσουμε με ένα σημαντικό εργαλείο: με τα βιβλία σου. Πες μας για τις δίγλωσσες εκδόσεις σου. Πώς αποφάσισες να ασχοληθείς με τη γραφή για δίγλωσσα παιδιά; Σε ποιες γλώσσες γράφεις; Πώς τα εκδίδεις και κυρίως πώς μπορούμε να τα προμηθευτούμε όλοι μας. Γιατί, υποθέτω, ότι πέραν των δίγλωσσων παιδιών, τα βιβλία μπορούν να χρησιμοποιηθούν και ως εργαλείο εκμάθησης ξένων γλωσσών… Σωστά;
Να σου πω την αλήθεια, το πρώτο δίγλωσσο βιβλίο πραγματικά έτυχε και το δημιούργησα. Κατά τη διάρκεια του πρώτου lockdown χάσαμε τον μπαμπά της παιδικής μου φίλης στην Ελλάδα. Δεν ξέραμε αν θα μπορέσουμε να ταξιδέψουμε και πότε, τι γινόταν γενικότερα, οπότε είχα μέσα μου πολλά έντονα συναισθήματα. Η αδερφή μου, η Χαρά, ζωγραφίζει ερασιτεχνικά και είχε διάφορες ακουαρέλες στο συρτάρι που μου έφεραν στον νου αυτά τα υπέροχα και αξέχαστα, ανέμελα καλοκαίρια στην Ελλάδα. Της ζήτησα την άδεια να τα χρησιμοποιήσω, να τα βάλω κάτω σαν παζλ, για να μπορέσω να βάλω σε μια σειρά τις σκέψεις μου και να γράψω μια ιστορία με θετικό πρόσημο, κι έτσι δημιουργήθηκε το Οδός Ευτυχίας. Γράφω και στα αγγλικά και στα ελληνικά, ανάλογα με το τι θέλω να γράψω, από ποιο συναίσθημα και από ποια περίοδο της ζωής μου αντλώ έμπνευση, οπότε το συγκεκριμένο το έγραψα πρώτα στα ελληνικά. Μου άρεσε το αποτέλεσμα, άρεσε και στην αδερφή μου, και είπα να το εκδώσω. Αλλά το Amazon δεν βγάζει print on demand βιβλία στα ελληνικά. Οπότε το μετέφρασα στα αγγλικά και το έβγαλα δίγλωσσο. Κι έτσι άνοιξε σιγά σιγά αυτός ο δρόμος μπροστά μου κι εγώ τον ακολούθησα.
Δεν έχω στοκ βιβλίων, τα βιβλία τυπώνονται όποτε τα παραγγέλνει κάποιος. Εγώ αναλαμβάνω τη δουλειά του συγγραφέα, του project manager, του marketeer, και άλλες δουλειές που κάνουν όσοι εργάζονται σε εκδοτικούς, με μια μεγάλη διαφορά: δεν ασχολούμαι καθόλου με το κομμάτι της εκτύπωσης και της αποθήκευσης ούτε με το κομμάτι των παραγγελιών και της διανομής. Αυτά τα κάνει το Amazon, το οποίο είναι συμβεβλημένο με ένα τεράστιο δίκτυο βιβλιοπωλείων ανά τον κόσμο, όπως τα Bookdepository, Barnes and Noble, Waterstones. Στην Ελλάδα τα βρίσκετε αποκλειστικά στο Paper Kittens – Ηλεκτρονικό Παιδικό Βιβλιοπωλείο
Σήμερα τα βιβλία μου στη σειρά για τα δίγλωσσα παιδικά είναι διαθέσιμα σε 50 γλώσσες, συμπεριλαμβανομένων όλων των επίσημων γλωσσών της Ε.Ε. Συνοδεύονται από φυλλάδια δραστηριοτήτων και ο κόσμος μπορεί να κατεβάσει δωρεάν αυτά τα PDF μπαίνοντας στο γκρουπ μου στο Facebook, ενώ στο YouTube κανάλι του PEaCH υπάρχουν αφηγήσεις των παραμυθιών σε διάφορες γλώσσες. Κρίνοντας από το πλήθος του κόσμου που τα έχει αγοράσει, ήδη αρκετές χιλιάδες, και από τις κριτικές που λαμβάνω, διαπιστώνω πως ναι, έχουν αποδειχθεί χρήσιμα σε οικογένειες όπως η δική μας, αλλά και μέσα σε τάξεις. Δες για παράδειγμα μια τέτοια κριτική εδώ.

Leave a Reply