ΠΑΣΧΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ

Πάσχα στο χωριό«Κάνε Πάσχα στο χωριό και Χριστούγεννα στην πόλη» λέει ο σοφός λαός και έχει ένα δίκιο. Η Άνοιξη, η κατάνυξη, η θλίψη της Μεγάλης Εβδομάδας και η χαρά της Ανάστασης, τα νηστίσιμα λιτά γεύματα και τα γιορτινά τσιμπούσια, όλα αυτά ταιριάζουν άριστα στην ατμόσφαιρα ενός ελληνικού χωριού και γεμίζουν τα παιδιά με εικόνες από την παράδοση, με εμπειρίες· δημιουργούν, όπως λέμε, αναμνήσεις.

Αυτά τα γράφει ένα παιδί που μεγάλωσε χωρίς χωριό και που το χωριό τού έλειπε. Όταν όλοι μου οι συμμαθητές γυρνούσαν από τις διακοπές του Πάσχα έπειτα από ένα δεκαπενθήμερο ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ (ενώ εγώ έκανα διακοπές αλλού, εν τω μεταξύ, πολύ πιο «κυριλάτες») και παρέδιδαν περιχαρείς στη δασκάλα το «Σκέφτομαι και γράφω» τους με τον υπερπρωτότυπο τίτλο «Πώς πέρασα τις διακοπές του Πάσχα», ξεκινώντας την έκθεσή τους «Για άλλη μια φορά, πήγαμε οικογενειακώς στη μαγευτική Πέρα Ραχούλα και περάσαμε τη Μεγάλη Εβδομάδα συνοδεύοντας στην εκκλησιά τη θεία Παγώνα. Μαγειρίτσα δεν φάγαμε. Βρομάει. Αλλά το αρνί ήταν νόστιμο» εμένα, που είχα πάει, απ’ όσο μπορώ να θυμηθώ διάφορα Πάσχα της παιδικής ζωής μου, Τήνο, Αίγινα, Βυτίνα, Μύκονο, Σπέτσες, Πήλιο, Ναύπακτο ως και Λονδίνο, κάτι μου έτρωγε τα σωθικά. Δεν είχα χωριό. Επομένως το Πάσχα μου ήταν λειψό, δεν πα’ να έπαιζα κουτσό με τον Πέτρο τον Πελεκάνο, να κολυμπούσα στα καταγάλανα νερά του Παγασητικού, να έκανα ποδηλατάδα στην Ντάπια ή να ψώνιζα  ανοιξιάτικα αξεσουάρ στα Harrods και στα Marks and Spencer, που τότε δεν τα είχαμε ακόμα στην Ελλάδα και μας φαινόντουσαν σχεδόν εξωγήινα.

Για ένα μάγκνουμ αδειανό

Αλλά φυσικά, πάντα σου λείπει αυτό που δεν έχεις. Διότι, από την άλλη, ιδιαίτερα μεγαλώνοντας λίγο και οδεύοντας προς την εφηβεία, οι φίλοι μου με χωριό με μακάριζαν που δεν είχα χωριό. Βρε τυχερή, που ταξιδεύεις σε διάφορα μέρη, που δεν σε πρήζουν οι θείτσες, που δεν είσαι υποχρεωμένη να φέρεσαι καθωσπρέπει, που κανείς δεν σε ρωτάει «Ποιανού είσαι συ;», που φοράς ό,τι θες και όχι «τα καλά σου», που τρως το παγωτό σου μεγαλοβδομαδιάτικα χωρίς να κρύβεσαι από τα βλέμματα των αναμάρτητων των έτοιμων να σε λιθοβολήσουν εξαιτίας ενός μάγκνουμ που ο μπακάλης σ’το πούλησε με βαριά καρδιά και καχύποπτο βλέμμα, όταν του είπες πως κάνεις κάβα για μετά την Ανάσταση. Και δεν σε πίστεψε. Και σε κάρφωσε και στον παππού. Που σε κάρφωσε στον μπαμπά. Που σε κάρφωσε στη μαμά. Και που η μαμά του ανταπάντησε.

Άσε το παιδί να κάνει ό,τι θέλει. Έλεος, εδώ στην ερημιά που μας έφερες έχει κόψει φλέβα. Κι εγώ μαζί του. Όλο τροπάρια της Κασσιανής και δώδεκα ευαγγέλια και αποκαθηλώσεις. Παιδί είναι, σιγά την αμαρτία να φάει ένα μάγκνουμ. Κι εγώ πήρα μια γλειψιά. Έγινε κάτι; Είμαι η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή; Τι να πω τότε για την ξαδέρφη σου, την Καλλιοπίτσα, που ο κόσμος το ‘χει τούμπανο, βρε αχαΐρευτε, ότι τραβιέται με τον αδελφό του Λευτέρη, του κουμπάρου της άλλης σου ξαδέρφης, της Κέλλυς. Καλλιοπίτσα κι αυτή, αλλά μας το παίζει πρωτευουσιάνα. Η περαραχουλιώτισσα. Πού τα ξέρω; Κρυφάκουσα τη μάνα σου που τα ‘λεγε στην αδελφή σου, να πού τα ξέρω…

Κι εδώ έρχεται η πληρωμένη απάντηση του μπαμπά. Καλά, κι εσύ κι ο γιος σου δεν μπορείτε να κάνετε 3 μέρες ακόμα υπομονή για να φάτε ένα παγωτό; Πρέπει να μας πιάσει στο στόμα της όλη η Πέρα Ραχούλα; Αμ και όχι μόνο η Πέρα. Και η Δώθε και η Πάνω και η Κάτω… Κι εσύ. Ένα χαμόγελο δεν σκας μπροστά στη μάνα μου. Όλη μέρα μέσα στα μούτρα είσαι, λες και έχουμε Μεγάλη Εβδομάδα. Τέλος πάντων, ατυχές το παράδειγμά μου, Μεγάλη Εβδομάδα έχουμε, αλλά δεν έχεις μούτρα για αυτό. Σιγά μην σε έπιασε το κατανυκτικό πνεύμα τον ημερών. Έχεις μούτρα γιατί έχεις πρόβλημα με το σόι μου και με το χωριό μου και που δεν σε πάω πουθενά αλλού. Δεν καταλαβαίνεις ότι καλύτερα από δω δεν θα βρεις; Λίγο στριμωγμένα είμαστε στο σπίτι, δε λέω, αλλά χαλάλι. Θες να κάνεις Ανάσταση στο Μπάκιγχαμ Πάλας; Ε, λάθος άντρα διάλεξες. Αλλά κι εγώ μάλλον διάλεξα λάθος γυναίκα, που ένα πιάτο δεν έπλυνες, που μια σαλάτα δεν έκοψες από χτες που ήρθαμε… Τι ξεκούραση και μαλακίες μου λες. Σιγά την κούραση να βοηθήσεις λίγο τη μάνα μου, μεγάλη γυναίκα, που τη ζαλίζει κι ο γιος σου με τη συμπεριφορά του έτσι όπως τον έχεις κάνει μπουνταλά… Θα τον βάλω εγώ να σουβλίζει μεθαύριο όλο το πρωί, να πάθει τενοντίτιδα, να μάθει να ξαναφάει παγωτό μεγαλοπεμπτιάτικα. Ποια ηλεκτρική σούβλα μου τσαμπουνάς; Ναι, όπου θέλω ξοδεύω τα λεφτά μου, την αγόρασα, την ξεαγόρασα. Το παιδί θα σουβλίσει για τιμωρία.

Αυτή ήταν μια υποθετική, χαμηλόφωνη, συζήτηση Μεγάλη Πέμπτη βραδάκι, εκεί γύρω στο έκτο Ευαγγέλιο, στο προαύλιο του Αγίου Νικολάου Πέρα Ραχούλας. Το ζευγάρι που τσακώνεται έχουν αντιληφθεί η Μάρω του Καστανά, η Νικολίτσα η Μπάκαινα, ο τοπικός παράγων και συμμαθητής του πατρός ο Πίπης ο φάπας, ο αξιοσέβαστος κύριος Σπύρος ο λογιστής πλέον, η νεοκόρισσα, που βγήκε κρυφά από τον ναό να πάρει μια τζούρα από τη ηλεκτρονικό τσιγάρο της και ο μπακάλης που πούλησε το μάγκνουμ στο παιδί, που κάθεται πάντα έξω από τον Άγιο γιατί τον πειράζει το λιβάνι και του κάνει κεφάλι. Μέχρι να φτάσουμε στο όγδοο Ευαγγέλιο όλο το χωριό γνωρίζει για τον καυγά του ζευγαριού και οι υπόλοιπες διακοπές, μέχρι και την Τρίτη του Πάσχα, παραμένουν σταθερές σε μουντ Μεγάλης Παρασκευής για όλη την οικογένεια.

Ο μπαμπάς μουρμουρίζει και ξανάρχισε και το τσιγάρο, η μαμά κλαίει κρυφά ποστάροντας στο instagram φωτογραφίες από τον μικρό της να σουβλίζει χωρίς έλεος και τα hashtags #familymoments #happiness #easter #orthodoxeaster #easteratthevillage #pasxastoxorio #peraraxoula #ilovemyfamily #arni #kokoretsi #apoavriodiaita, η γιαγιά δείχνει στον μπαμπά με τρόπο την παλιά του συμμαθήτρια, την Θοδώρα του Θόδωρου του Θεοδωρίδη, που παρά τις τρεις γέννες παραμένει κορμάρα «όχι σαν τη δικιά σου που άνοιξε με μια γέννα τόσο και κοίτα χαμόγελο, αχ μυαλό δεν είχες, από τον πατέρα σου πήρες, λίγο βρε από το δικό μου μυαλό να έπαιρνες, κοίτα γυναίκα που θα ‘χες δίπλα σου, τι θα πει δεν σου αρέσει, μια χαρά είναι, κάτσε να σου φέρω μια μπιρίτσα, γιατί ούτε γι’ αυτό δεν είναι ικανή η λεγάμενη», το παιδί σουβλίζει και σουβλίζει και σουβλίζει και σκέφτεται ότι όμορφα είναι εδώ πάνω, αλλά ρε γαμώτο, πολλοί καβγάδες, πολλά μούτρα, πολλή σούβλα για ένα τιμημένο μάγκνουμ, δεν θέλω να χορέψω, ο μπαμπάς φουμάρει σαν ατμομηχανή, η μαμά όλο λέει πως της μπήκε σκουπιδάκι στο μάτι, η γιαγιά με κοιτάει με μισό μάτι, δεν θέλω να τσουγκρίσω, τα ξαδέλφια μου μου σπάνε τα νεύρα κι όλο εμένα μαλώνουν γιατί αυτά είναι μικρά. Θέλω να γυρίσω σπίτι…

Συμπερασματικά

Το Πάσχα στο χωριό θεωρητικά είναι τέλειο. Για μικρούς και για μεγάλους. Οι μυρωδιές, οι άνθρωποι, τα έθιμα, οι γεύσεις, η κατάνυξη, οι μουσικές, τα τραπεζώματα, οι βόλτες, η φύση, η ηρεμία. Όμως, για να πετύχει η συνταγή και για να είναι όλοι ευχαριστημένοι χρειάζεται αλληλοσεβασμός. Συνήθως, λοιπόν, όπως μαθαίνω μέσα από πολλές και ετερόκλητες αφηγήσεις, γιατί όπως είπαμε εγώ χωριό δεν έχω, δημιουργούνται αμέτρητα προβλήματα στη συνύπαρξη των  διαφορετικών μελών της διευρυμένης −στην περίπτωση αυτή− οικογένειας. Και στη μέση, βρίσκονται τα παιδιά που αντιλαμβάνονται τα πάντα.

Αν ο ένας εκ των δυο γονέων πάει στο χωριό με το ζόρι και ο άλλος γονέας ξέρει ότι σέρνει τον σύντροφό του με το ζόρι και η ένταση ξεκινάει πριν από τα πρώτα διόδια, το παιδί αγχώνεται. Η αναφορά στα διόδια δεν είναι τυχαία. Αν εκδράμετε, ρίξτε μια ματίτσα γύρω σας εν όσω περιμένετε (καθόλου) υπομονετικά στην Αθηνών-Κορίνθου. Παραφορτωμένα αυτοκίνητα, λες και μετοικούν στο Αμέρικα οι φαμίλιες που μεταφέρουν. Κρεμασμένα κουστούμια μην τυχόν και τσαλακωθούν στη βαλίτσα και σχολιαστεί ο κάτοχός τους και η ανεπρόκοπη η κυρά του στην εκκλησία. Δυστυχώς, από τις κακίες ως λαός δεν νηστεύουμε ποτέ, με αποκορύφωμα τη Μεγάλη Παρασκευή. Τσεκαρισμένο. Συνήθως μπαμπάς οδηγός· με μούτρα. Συνήθως συνοδηγός στο μπροστινό κάθισμα μια γιαγιά· με μούτρα· που μουρμουρίζει κιόλας. Συνήθως στο πίσω κάθισμα η μαμά· με μούτρα· να προσπαθεί να απασχολήσει το παιδί, που δεν έχει μούτρα, γιατί είναι ακόμα παιδί. Πειράζει, όμως, γιατί είναι ακόμα παιδί, το κρεμασμένο κουστούμι του μπαμπά, μαλώνεται, κλαίει, γκρινιάζει, είναι μακριά ακόμα μπαμπα-Στρούμφ; Θέλω τσίσα. Θέλε… Η Εβδομάδα των Παθών μόλις ξεκίνησε.

Το παιδί, από μια ηλικία και έπειτα, εκεί από τις αρχές του δημοτικού που ανεξαρτητοποιείται, αγχώνεται επίσης γνωρίζοντας ότι στο χωριό η συμπεριφορά του κρίνεται και συνήθως κατακρίνεται από το σόι και τους γείτονες. Μπορεί να περνάει καλά, ιδιαίτερα αν έχει τις παρέες του, μπορεί να αποκτήσει την πασχαλινή του ρουτίνα και να μη θέλει ποτέ να την αλλάξει, αλλά είναι κρίμα να διαισθάνεται τις εντάσεις. Δεν είναι ακόμα σε θέση να καταλάβει, κατ’ αρχάς, την κοινωνική έννοια του κουτσομπολιού, αλλά και τη σημασία που μπορεί να έχει για τους γονείς του το «τι θα πει ο κόσμος». Επιπλέον, αν οδεύει ολοταχώς προς την εφηβεία ή ακόμα χειρότερα αν τη διανύει ήδη, τότε πιθανόν το Πάσχα στο χωριό να είναι για αυτό ένα μαρτύριο και να αρνηθεί να έρθει. Μάλλον, αυτό οφείλετε να το σεβαστείτε. Γιατί αν έρθει παρά τη θέλησή του, θα έρθει με θυμό, θα είναι κολλημένο σε μια οθόνη, θα το κράζετε, θα σας αντι-κράζει, θα το σχολιάζουν και μόνο σε καλό δεν θα βγει η φάση. Μην ανησυχείτε, θα επιστρέψει κάποια στιγμή στα πάτρια εδάφη. Αν έχετε φροντίσει να έχει καλές αναμνήσεις από αυτά, θα γίνουν ο προσωπικός του παράδεισος. Αυτός που πάντα ονειρευόμουν όταν άκουγα «Πάσχα στο χωριό»… Και που φρόντισα, μεγαλώνοντας και κάνοντας οικογένεια, να τον δημιουργήσω. Για εμάς τους τέσσερις. Και μόνο.

Leave a Reply