ΟΙ ΓΟΠΕΣ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΛΙΑ

γόπες στην παραλίαΖούμε σε μια εποχή στην οποία το κάπνισμα δεν είναι της μόδας. Οι σημερινοί γονείς, που μεγάλωσαν τις δεκαετίες του ’80 και του ’90, γελάνε περιγράφοντας τα παιδικά τους πάρτι, όπου ανάμεσα στην τούρτα και στα πιάτα με τα τυροπιτάκια υπήρχαν μπουκάλια με ουίσκι και ξέχειλα τασάκια και ένα σύννεφο καπνού να πνίγει τον πεντάχρονο εορτάζοντα και τους φίλους του. Σε ένα τέτοιο παιδικό πάρτι σήμερα κάποιος θα μπορούσε να φέρει την Πρόνοια. Έχουν περάσει δεκαετίες από τότε και είναι πλέον γνωστό πόσο το τσιγάρο μάς αρρωσταίνει. Ακόμη και οι πρώην καπνιστές δυσανασχετούν, όταν εισπνέουν τον καπνό των άλλων. Στα σήριαλ που γυρίστηκαν πριν τριάντα χρόνια είναι σπάνιο να πετύχεις σκηνή χωρίς καπνιστή. Συνήθως το τσιγάρο συνόδευε μια ωραία χαλαρή στιγμή της παρέας ή μια στιγμή απόγνωσης, όταν ο ερωτευμένος ήρωας καταλαβαίνει πως έχασε για πάντα την αγαπημένη του. Το παθιασμένο τραγούδι, με τους καταθλιπτικούς ακατανόητους στίχους ήταν φυσικά απαραίτητο. Κάπως έτσι λοιπόν συνδέσαμε τον έρωτα με την αυτοκαταστροφή. Αυτό όμως είναι ένα άλλο θέμα.

Το κάπνισμα, λοιπόν, σήμερα είναι κάτι που το περιφρονούμε. Οι καπνιστές εξοστρακίστηκαν από τις δημόσιες υπηρεσίες και τις τράπεζες αρχικά κι έπειτα ακόμη κι από τις καφετέριες ή τα μπαράκια ή και τα κέντρα νυχτερινής διασκέδασης. Η νυχτερινή διασκέδαση είχε για δεκαετίες συνδεθεί με τη δυσωδία του καπνού στα μαλλιά και στα ρούχα σου. Αν ήθελες να κάνεις έναν αξιοπρεπή ύπνο μετά από ξενύχτι, έπρεπε οπωσδήποτε να κάνεις ένα ντους ακόμη και στις πέντε το πρωί. Ήταν αφόρητη η κατάσταση κυρίως για τους μη καπνιστές που έπρεπε επί δεκαετίες να εισπνέουν την τοξικότητα που απολάμβαναν οι γύρω τους. Υπάρχουν άνθρωποι που αρρώστησαν επειδή ήταν παθητικοί καπνιστές χωρίς να έχουν βάλει οι ίδιοι τσιγάρο στο στόμα τους. Δεν θα πω πως δεν έχουν υπάρξει στιγμές κατά τις οποίες παλιότερα κάπνισα σε μπαράκια ή καφετέριες ή στον δρόμο. Σε μια εποχή όπου δεν ήταν τίποτα το να πετάξεις τη γόπα σου στον δρόμο, έσβησα κι εγώ κάποια τσιγάρα σε παγκάκια. Πριν από χρόνια άρχισα να συνειδητοποιώ πως έτσι λερώνω τον κόσμο γύρω μου.

Δεν θέλω να με απασχολεί το αν κάποιος καπνίζει ή όχι, είναι καθαρά μια προσωπική επιλογή. Όπως κάθε προσωπική επιλογή ενέχει κάποια μορφή απόλαυσης και συνέπειες για το ίδιο το άτομο και τους γύρω του. Γιατί τα γράφω όλα αυτά; Σήμερα στην παραλία άρχισα μετά μανία να μαζεύω γόπες γύρω μου και βίωσα τόσο έντονο θυμό που ένιωσα να αρρωσταίνω. Ναι, είναι αλήθεια, δεν μας αρρωσταίνουν οι άλλοι. Αρρωσταίνουμε εμείς οι ίδιοι τον εαυτό μας, όταν γινόμαστε έρμαιο των όσων συμβαίνουν γύρω μας.

Θύμωσα πιο πολύ με μια ηλικιωμένη κυρία που απολάμβανε ένα τσιγάρο, όσο εγώ μάζευα τις γόπες για να μην τις καταπιούν τα μωρά που παίζουν με την άμμο. Έφτιαξα στο μυαλό μου ένα σενάριο, στο οποίο εκείνη είχε πετάξει όλες τις γόπες στην παραλία. Προσπάθησα να δω από μακριά αν το τσιγάρο της ήταν στριφτό για να κάνω σύγκριση με τις γόπες που έβαζα σε μια πλαστική, κυλινδρική συσκευασία που πριν φιλοξενούσε μια μπάρα δημητριακών. Στο τέλος έβαλα τη συσκευασία της μπάρας με τα αποτσίγαρα πολύ κοντά στην καρέκλα της για να της δείξω πόσες γόπες υπήρχαν σε λίγα μόνο τετραγωνικά μέτρα. Ταυτόχρονα μονολογούσα και έλεγα πως αυτή η κατάσταση είναι απαράδεκτη ελπίζοντας πως θα με άκουγε και θα ένιωθε τρομερά άσχημα. Τελικά, αποφάσισα να αποδεχτώ πως ήμουν πολύ οργισμένη και να σκεφτώ με κάποια λογική. Δεν ήξερα τη γυναίκα αυτή και δεν είχα δικαίωμα να κατηγορώ έναν άγνωστο άνθρωπο απλώς και μόνο επειδή υπέθετα κάποια πράγματα. Αν μάθουμε στα παιδιά μας να αποδέχονται τον θυμό τους χωρίς ωστόσο να τον ξεσπούν αδιάκριτα στον πρώτο τυχόντα που βρίσκεται μπροστά τους, ίσως το 2040 να έχουμε λιγότερες διενέξεις σε λεωφορεία, τράπεζες και γήπεδα, λιγότερους τραυματισμούς σε πορείες διαμαρτυρίας και καλύτερες οικογενειακές σχέσεις.

Η κυρία μπήκε για βουτιά, βγήκε μετά από ώρα, τράβηξε την καρέκλα της πιο πέρα και άρχισε να μιλάει στο κινητό της. Έλεγε πως δεν κοιμήθηκε το βράδυ, πως δεν άντεχε άλλο τη ζωή της, ήταν θυμωμένη με κάποιον, κάτι τέτοιο πήρε το αυτί μου. Αν λοιπόν η κυρία είχε πετάξει όλες αυτές τις γόπες, όπως είχα φαντασιωθεί πάνω στην οργή μου, ήμουν ευχαριστημένη που υπέφερε. Τι το καλύτερο από μια θεία τιμωρία, σκέφτηκα. Όμως, δεν θέλω να σκέφτομαι έτσι.

Είναι αλήθεια πολύ δύσκολο να ζει ήρεμα κάποιος που δυσκολεύεται να αποδεχτεί την αδικία ή την έλλειψη σεβασμού των γύρω του. Όμως, η αλήθεια είναι πως ο κόσμος δεν θα είναι ποτέ τέλειος. Για την ακρίβεια, θα είναι πάντα κάτι που απέχει πολύ από το τέλειο. Επίσης, εμείς οι ίδιοι πάντα θα απέχουμε πολύ από το τέλειο. Πολλές φορές αδικούμε, φανατιζόμαστε, μισούμε και τελικά δηλητηριάζουμε τον εαυτό μας στο όνομα των αξιών μας. Κι αν κάτι μπορούμε να αλλάξουμε είναι τελικά αυτό. Μόνο τον εαυτό μας.

Η Κατερίνα Τζωρτζακάκη είναι ψυχολόγος και συγγραφέας.

Leave a Reply