ΚΥΡΙΑ ΒΑΡΔΙΝΟΓΙΩΡΓΟΥ: Αγαπητό κορίτσι, σου γράφω γιατί έχω κι εγώ ένα κορίτσι 12 ετών, εξίσου περίεργο με σένα.
Για να καταλάβεις, το βαφτίσαμε Υακίνθη, που ήταν ωραιότατο όνομα και πολύ της μόδας την εποχή εκείνη. Όταν όμως έγινε 7 χρονών, μια μέρα, μας ανακοίνωσε ότι αποφάσισε να μη γυρνάει όταν τη φωνάζουμε Υακίνθη, γιατί από δω και πέρα θέλει να τη λέμε Ελένη, όπως τη γιαγιά της. «Την αγαπώ, θέλω να ακούω το όνομά της κάθε μέρα. Άλλωστε δεν είμαι λουλούδι, είμαι παιδί», είπε με ύφος που δεν σήκωνε κουβέντα. Εμείς στην αρχή νομίζαμε πως μας έκανε πλάκα, αλλά όχι. Το εννοούσε. Καταλαβαίνω ότι έχει μεγάλη αδυναμία στη γιαγιά της, αυτή το μεγάλωσε το παιδί αφού εμείς σκιζόμαστε στη δουλειά, αλλά για τ’ όνομα του θεού, Ελένη; Να γιορτάζεις μαζί με τον μισό πληθυσμό της Ελλάδας; Τέλος πάντων, το κατάπιαμε.
Πέρυσι, επειδή ήταν κάπως μοναχική στο σχολείο, τη στείλαμε κατασκήνωση για πρώτη φορά. Σούπερ κατασκήνωση, πανάκριβη, όχι δημοτική – όλες οι καλές οικογένειες στέλνουν τα παιδιά τους εκεί. Της ετοίμασα μια βαλίτσα με όλα της τα ωραία ρούχα, να κάνει φίλες, φίλους, να έχει έναν κύκλο κι αυτή στη ζωή. Στο τέλος της εβδομάδας πήγαμε με τον πατέρα της και τον αδερφό της να τη δούμε. Κάπως κομμένη την είδα, κάπως μουρτζούφλα. Δεν ήταν παιδί που περνούσε καλά αυτό. Την πήρα παράμερα, τη ρώτησα πώς περνάει, αν έχει κανένα πρόβλημα, αλλά κουνούσε το κεφάλι κι έλεγε «θα δούμε». Τη ρώτησα αν γνωρίστηκε με κανένα παιδί της προκοπής κι αυτή με ρώτησε «τι εννοείς της προκοπής;» Τέλος πάντων, προτού φύγουμε της ζήτησα να μου δώσει τα άπλυτα φουστάνια της εβδομάδας και της έδωσα ένα σακβουαγιάζ με τα φρεσκοπλυμένα. «Δεν έχω άπλυτα», μου λέει αγέλαστη. «Τα εσώρουχα μόνο». Την κοίταξα από πάνω μέχρι κάτω. «Τι εννοείς, παιδί μου; Τι έχουμε πει; Δεν πλένεσαι; Δεν αλλάζεις φουστάνι κάθε μέρα;» «Όχι, δεν αλλάζω φουστάνι κάθε μέρα. Γιατί να αλλάζω κάθε μέρα; Τι είμαι; Η βασίλισσα της Αγγλίας;» μου είπε αγριεμένη. Ο πατέρας της εκνευρίστηκε και έφυγε πιο κει να καπνίσει ένα τσιγάρο μουρμουρίζοντας «πάλι ρεζίλι θα γίνουμε στους ανθρώπους». Εγώ το έβαλα κάτω το παιδί, μπας και μου μιλήσει. «Έχεις πάθει τίποτα, κορίτσι μου; Μήπως έχεις κατάθλιψη; Οι καταθλιπτικοί δεν πλένονται απ’ ό,τι ξέρω. Πες μου να καταλάβω, γιατί αυτά που μου λες τώρα είναι παλαβά πράγματα».
Στην αρχή δεν μιλούσε, αλλά τη ζόρισα πολύ και έσπασε τη σιωπή της. «Ξέρω ότι δεν πρόκειται να καταλάβεις, μαμά, αλλά εδώ μέσα είναι κόλαση. Τα παιδιά κάνουν διαγωνισμό ρούχων. Έχουν φέρει από 2-3 βαλίτσες ο καθένας και αλλάζουν όλη τη μέρα σαν να πρόκειται να βγούμε στην πασαρέλα. Κάθε φουστάνι εδώ μέσα έχει τουλάχιστον 150 ευρώ, κατάλαβες;» «Ε, και; Ποιο είναι το πρόβλημα; Κι εσύ έχεις ακριβά φορέματα. Το μπλε και το σομόν που σου πήρα είναι Lacoste», είπα εγώ. «Το πρόβλημα, μαμά, είναι ότι ΔΕΝ ΘΕΛΩ να έχω ακριβά φουστάνια. ΔΕΝ ΜΟΥ ΧΡΕΙΑΖΟΝΤΑΙ. Δεν σημαίνουν τίποτα τα ρούχα. Αν με κάνει παρέα κάποιος, θα με κάνει επειδή βλέπει εμένα, όχι τα ρούχα μου», είπε θυμωμένη. «Κι εσένα βλέπει και τα ρούχα σου, παιδάκι μου, τι χαζά είναι αυτά που λες; Γι’ αυτό έχουν εφευρεθεί τα ρούχα, όχι μόνο για να μας κρατάνε ζεστούς. Τα φοράμε επίσης για να δείξουμε στον υπόλοιπο κόσμο ότι έχουμε γούστο να τα διαλέξουμε, έχουμε χρήματα να τα αγοράσουμε κι έχουμε καλούς τρόπους για να τα αλλάζουμε συχνά. Με λίγα λόγια, για να καταλαβαίνουν οι άλλοι εύκολα τι κατηγορίας άνθρωποι είμαστε». «Ε, λοιπόν, δεν θέλω να καταλαβαίνουν εύκολα οι άνθρωποι ποια είμαι», είπε στρυφνά το μικρό. «Θέλω να προσπαθούν, να παρατηρούν τι λέω και τι κάνω και όχι τι φοράω και να βγάλουν τα συμπεράσματά τους για τον χαρακτήρα μου, όχι για τα λεφτά των γονιών μου». Απελπίστηκα, κορίτσι. Πλησίασα, τη μύρισα και παραδόξως δεν βρόμαγε. «Μη με μυρίζεις. Κάθε βράδυ το πλένω, το απλώνω στο σκοινί και το πρωί το φοράω», είπε δείχνοντας το φουστάνι της. «Φοράω ένα, αυτό το ίδιο κάθε μέρα. Τώρα περιμένω να δω αν θα δουν εμένα».
Και σε ρωτώ: Εγώ τι να περιμένω απ’ αυτό το παιδί, μου λες;
ΚΟΡΙΤΣΙ: Τα καλύτερα να περιμένετε. Το κοριτσάκι σας είναι λίγο dark, αλλά αρνείται να γίνει πάστα φλώρα βορείων προαστίων – συγχαρητήρια! Θα σας παρακαλούσα μάλιστα μόλις κλείσει τα 18 να της πείτε να έρθει να με βρει να πιούμε κάναν καφέ και να τα πούμε. Μοιάζει γαμώ τα τυπάκια!