ΜΕ ΤΟ ΖΟΡΙ-14

Το εστιατόριο μας είναι στολισμένο με πολλά μικρά φωτάκια και χριστουγεννοπραγματάκια κρέμονται από παντού για να σου φτιάχνουν την διάθεση, για να μπαίνεις στο κλίμα, για να γιορτάζεις θες δεν θες.  Έχει σχετική ησυχία γιατί έχουμε πάει να φάμε νωρίς και τα μαγαζιά είναι ανοιχτά απόγευμα – ο κόσμος κολλάει στις Χριστουγεννιάτικες βιτρίνες όπως τα ρινίσματα σιδήρου στον μαγνήτη,  οπότε εκεί που καθόμαστε ακούγεται βασικά η κόρη μου που πάντα τραγουδάει και ένα ερωτευμένο ζευγάρι που μόνο γελάει.

Χτυπάω το πόδι μου στο ρυθμό της μουσικής και το μάτι μου πέφτει πάνω τους, εκείνος της χαϊδεύει τρυφερά την πλάτη και σκουπίζει την τριμμένη παρμεζάνα που έπεσε στο τραπέζι μπροστά της καθώς προσπαθούσε να την πασπαλίσει στα μακαρόνια της. Τους έχω πλάτη αλλά είναι κάτι στη γλώσσα του σώματός τους που δεν με αφήνει να ξεκολλήσω, σαν να συμπληρώνουν ο ένας τον άλλον. Μου κάνει εντύπωση πώς γίνεται να είναι τόσο καψουρεμένοι, τόσο γλυκανάλατα αλλά τόσο αληθινά ευτυχισμένοι, τόσο γκλιτεράτοι που ξεπερνάνε και τον χριστουγεννιάτικο στολισμό του μαγαζιού, τόσο μόνοι στον τεράστιο μικρόκοσμό τους που θέλω να πεταχτώ με το ποτήρι κόκκινου κρασιού στο χέρι και να σταθώ από πάνω τους σαν παραφωνία για να φωνάξω «ρε παιδιά για πείτε και σε εμάς εδώ, τι φάση δηλαδή.»

Μετά από λίγο, μέσα στα χαχανητά και τις αγκαλιές, πληρώνουν και ετοιμάζονται να φύγουν. Καθώς σηκώνονται, η κοπέλα της βάρδιας τους πλησιάζει διακριτικά – εκείνη ψάχνει με το χέρι της και κουνάει καρέκλες για να του κάνει χώρο, εκείνος στηρίζεται κυριολεκτικά επάνω της, στην πλάτη της, εκείνη είναι τυφλή, εκείνος παραπληγικός.

Τα φωτάκια αστράφτουν λίγο παραπάνω. Περνώντας δίπλα μας, χαϊδεύουν τα κεφάλια των παιδιών, κάτι τους λέμε, κοντοστέκονται και αρχίζουμε να μιλάμε. Είναι τόσο πραγματικά χαρούμενοι, που είναι εκθαμβωτικοί. Έχουν απίστευτο χιούμορ, είναι κοινωνικοί, είναι τρελά ερωτευμένοι. Κάπως λέμε για τη σχέση τους και μπλέκουν δάχτυλα «ε τι να κάνω, καταλαβαίνεις» μου λέει εκείνη, «ένα ζευγάρι τόσο ωραία μάτια τα χρειάζομαι» για να της ανταπαντήσει εκείνος «μμμμ…, μακάρι να είχες και εσύ τόσο ωραία πόδια όσο εγώ μάτια» και να γελάσουν δυνατά πριν από όλους μας, δίνοντας τον τόνο.

Γελάνε και τα παιδιά μαζί τους, είναι αξιαγάπητοι και σε συμπαρασύρουν τόσο εύκολα, ενώ τους παρατηρούν προσεκτικά και εγώ προετοιμάζομαι ως συνήθως για κάθε πιθανή ερωταπάντηση που θα εστιάζει για άλλη μια φορά σε αυτά που έχουν σημασία. Παράλληλα σκέφτομαι πόσο δεν μπορώ καθόλου να απαντήσω το γιατί στον εαυτό μου όταν τσακώνομαι στο σπίτι επειδή θεωρώ ότι θίχτηκα για μικροπράγματα, όταν ξενυχτάω στη δουλειά για να πουλήσει τελικά περισσότερο μία κρέμα μαλλιών στο σούπερ μάρκετ, όταν τους μαλώνω που γέμισαν το χαλί μικρά κομματάκια χαρτί αντί να κόψω περισσότερα και να κυλιστώ εκεί μαζί τους.

Κοιτάμε το ερωτευμένο ζευγάρι καθώς φεύγει σιγά σιγά, όλοι λίγο σαν υπνωτισμένοι, και εγώ παθαίνω αυτό που υπόσχομαι σιωπηλά στον εαυτό μου να μην ξαναστεναχωρηθώ για ηλιθιότητες και να μην ξαναμαλώσω για ακόμα μεγαλύτερες. Ξέρω ότι δεν θα το κάνω μακροπρόθεσμα γιατί η γκρίνια μέρα με την ημέρα έρχεται και φεύγει και τα ζόρια έχουμε αποφασίσει ότι είναι για τον καθένα σχετικά, ενώ θέλω να εκπαιδευτώ ώστε να συμπεριφέρομαι σαν να είναι τα προβλήματα αντικειμενικά και οικουμενικά, ή έστω ελπίζω να το μάθω αυτό στα παιδιά μου, και όσο τα σκέφτομαι όλα αυτά βλέπω την κοπέλα του μαγαζιού να μπαινοβγαίνει τρέχοντας.

Κάνει νόημα στον άντρα μου να πάει προς το ταμείο και μας κοιτάει με ένα πονηρό χαμόγελο. «Θέλουν να αγοράσουν και ένα μπουκάλι ουίσκι γιατί θα συνεχίσουν μου είπαν στο σπίτι!»

Ε εντάξει, κερασμένο. Τι απίθανη απογείωση ήταν αυτή.  Χρόνια Πολλά.

www.notjustmums.gr

Leave a Reply