24 ΩΡΕΣ ΜΑΜΑ: ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗ

Χριστίνα ΑποστολίδηΗ Χριστίνα Αποστολίδη είναι σύμβουλος στρατηγικής marketing και συγγραφέας παιδικών βιβλίων. Από τις Εκδόσεις Μίνωας κυκλοφορούν δύο βιβλία της, Το Άτακτο Καπέλο (2020) και Ο Λύκος και η Πεταλούδα (2019). Περιγράφει στο Τaλκ το εικοσιτετράωρό της προ καραντίνας, ελπίζοντας ότι γρήγορα θα επανέλθει σε αυτό! 

Υπάρχουν άραγε μαμάδες που δε χρειάζεται να διαμορφώσουν το εικοσιτετράωρό τους ανάλογα με τις ανάγκες των παιδιών τους; Ίσως σε κάποιο παραμύθι! Στο δικό μου παραμύθι, αυτό που ζω από τότε που έγινα μαμά εδώ και εννέα χρόνια, δεν έχει συμβεί ακόμα! Παλιότερα προσαρμοζόμουν γύρω από τα γεύματα και τις ώρες του ύπνου της κόρης μου, σήμερα γύρω από το σχολείο, τις δραστηριότητες, το διάβασμα, τις παρέες και τα πάρτι της! Ας είναι. Τουλάχιστον έχω κρατήσει κάποιες “ζώνες” της ημέρας για μένα, τη δουλειά μου και τον σύντροφό μου.

Τα πρωινά είμαι αρκετά τυχερή γιατί δε χρειάζεται να ξεκινήσω να δουλεύω πολύ νωρίς και πίνω τον καφέ μου με ησυχία, αφού φύγουν η Σοφία κι ο Χρήστος που την αφήνει στο σχολείο στον δρόμο του για το γραφείο. Παρά το γεγονός ότι πλέον δουλεύω από το σπίτι, τηρώ το ωράριο εργασίας ευλαβικά – οι δουλειές του σπιτιού θα γίνουν, με κάποια βέβαια πίεση, το απόγευμα! Δε σηκώνομαι από τον υπολογιστή παρά μόνο για ένα δεύτερο καφέ και μια σύντομη βόλτα με τη σκυλίτσα μας τη Μάγκι. Το μεσημέρι τρώω από το φαγητό που μαγειρέψαμε την προηγούμενη –έχουν πάρει κι ο Χρήστος κι η Σοφία τα ταπεράκια τους– και γύρω στις 3.30 φεύγω για να πάρω τη Σοφία από το σχολείο. Ανάλογα με τη μέρα, είτε συνεχίζουμε κατευθείαν για κάποια από τις δραστηριότητές της είτε περνάμε πρώτα για λίγο από το σπίτι. Όσο εκείνη θα κάνει πισίνα/ ντραμς/ αγγλικά, εγώ πετάγομαι για ένα μισάωρο πρόγραμμα στο γυμναστήριο. Αυτά είναι τα καλά της επαρχίας: χάρη στις μικρές αποστάσεις, μπορώ να αξιοποιήσω εκείνη τη μια ώρα που θα περίμενα απέξω από το ωδείο, το φροντιστήριο κ.λπ.

Το απόγευμα στο σπίτι, τα πράγματα ζορίζουν λίγο. Είναι η ώρα που η Σοφία πρέπει να καθίσει να διαβάσει και δεν το παίρνει απόφαση ή χαζεύει και κάνει άπειρη ώρα ή/ και άπειρα λάθη, ακριβώς επειδή χαζεύει. Κάπου εκεί, αρχίζω να κλατάρω, γιατί παράλληλα βάζω ένα πλυντήριο και καθαρίζω κρεμμύδια για τον αρακά. Ευτυχώς, πάνω στην ώρα, επιστρέφει ο Χρήστος κι αναλαμβάνει το υπόλοιπο μαγείρεμα – πάντα αρκετή ποσότητα για να φάμε το βράδυ, αλλά να μας μείνει και για το μεσημεριανό της επόμενης.

Γύρω στις 8 και κάτι, η μάχη για το διάβασμα έχει πια τελειώσει (Σοφία-μαμά σημειώσατε Χ) κι η Σοφία μπαίνει για ντουζάκι, ενώ εγώ της σερβίρω φαγητό. Τις καθημερινές σπάνια τρώμε όλοι μαζί. Ο Χρήστος μπορεί να έχει βγάλει τη Μάγκι βόλτα, εγώ να έχω ρούχα να απλώσω και σίγουρα κανείς από τους δυο μας δεν έχει προλάβει να κάνει μπάνιο. Προτιμάμε να καθίσουμε για φαγητό λίγο πιο χαλαρά αφού θα έχει πάει η Σοφία για ύπνο, να πούμε μια κουβέντα, να χαζέψουμε καμιά σειρά, να πιούμε (να πιω) ένα ποτηράκι κρασί.

Παρόλα αυτά, πάντα κάνω παρέα στη Σοφία όσο τρώει. Παλιότερα ήταν η ώρα που της διάβαζα παραμύθια. Τώρα αυτό γίνεται σπανιότερα: «τι είμαι ρε μαμά, μωρό να μου διαβάζεις;» Δεν είμαι έτοιμη να εγκαταλείψω αυτή τη συνήθεια και συχνά πηγαίνω μέχρι τη βιβλιοθήκη να διαλέξω ένα βιβλίο από αυτά που βαριέται ακόμα να διαβάσει μόνη της – βλ. όσα δεν έχουν μάγους, ντετέκτιβ και μυστήρια. Ή της λέω μια δική μου ιστορία – πριν καν αρχίσω να γράφω μια ιστορία, την «τεστάρει» πρώτα η Σοφία. Μπορεί στην αρχή να με κοιτάζει λίγο «απαξιωτικά» με το ύφος της wannabe έφηβης, λίγο μετά όμως αρχίζει να γελάει όταν χρησιμοποιώ άλλη φωνή για κάθε χαρακτήρα. Χαίρομαι από μέσα μου που την κάνω ακόμα να γελάει.

Τις πιο πολλές φορές όμως στο τραπέζι, κουβεντιάζουμε. Μου λέει τα νέα της από το σχολείο, τα ψυχοδράματά της με τους φίλους της (και είναι πολλά!) ή πιάνουμε φιλοσοφικές συζητήσεις που τόσο της αρέσουν. Η κουβέντα συνεχίζεται κι αφού μπαίνει στο κρεβάτι. Τη σκεπάζω, τη φιλάω, της λέω το απαραίτητο «σ’ αγαπώ» και «καληνύχτα» κι εκεί που έχω ήδη φτάσει στην πόρτα, θυμάται κάτι ακόμα να μου πει και γυρίζω πίσω. Μετά από 3-4 πισωγυρίσματα, έχω αρχίσει να ανυπομονώ γι’ αυτό το ποτήρι κρασί που λέγαμε. Κάνω στα γρήγορα ένα μπάνιο, πετάω τα ρούχα στην απλώστρα και τρέχω στην κουζίνα. Αφού ετοιμάζω τα ταπεράκια της επόμενης, σερβίρω να φάμε.

Παρά την κούραση της ημέρας, αυτές οι στιγμές που καθόμαστε με τον Χρήστο να φάμε έχουν κάτι το ιδιαίτερο. Νιώθω μια κάποια ικανοποίηση που οι περισσότερες ή έστω οι σημαντικότερες δουλειές που είχα προγραμματίσει ολοκληρώθηκαν σχετικά αναίμακτα (διάβασμα τικ, μαγείρεμα τικ, πλυντήριο τικ) και τώρα έχει έρθει η ώρα για την ανταμοιβή μου: ζεστό φαγάκι, λίγο κρασάκι, μια καλή σειρά και τον Χρήστο δίπλα μου να λαγοκοιμάται. Κι έτσι η μέρα μου τελειώνει περίπου όπως έχει αρχίσει: με το σπίτι ήσυχο και τους αγαπημένους μου ασφαλείς.

Leave a Reply