Οι Παραμυθοκόρες αφηγούνται “Τα τσόφλια του αβγού”, ένα γιορτινό παραδοσιακό παραμύθι από την Ιρλανδία.
Πριν από την αφήγηση
Ωραίοι οι στολισμοί και τα φωτάκια, ωραία και όλα τα καινούργια τα ξενόφερτα τα έθιμα, από το χριστουγεννιάτικο δέντρο μέχρι το advent calendar. Αλλά έχει πολλή πλάκα να παίξετε και με τις ελληνικές παραδόσεις. Παραμονή Χριστουγέννων βγαίνουν από τον Κάτω Κόσμο οι καλικάντζαροι, τα καρκατζέλια, τα παγανά· και θα μείνουν μέχρι των Φώτων.
Διαβάστε για το μύθο των καλικάντζαρων, ακούστε την Αγέλαστη Πολιτεία και μπείτε και στο παιχνίδι. Μπορείτε να αφήνετε μαζί με τα παιδιά ένα μόνο γλυκάκι έξω στο μπαλκόνι ή στο παράθυρο. Έτσι οι καλικάντζαροι τσακώνονται όλο το βράδυ ποιος θα το φάει και δεν μπαίνουν στο σπίτι. Ή μπορείτε να βάλετε έξω ένα κόσκινο ή ένα σουρωτήρι. Τρελαίνονται να μετράνε τρύπες, αλλά δεν ξέρουν να μετρούν πέρα από το δύο. Το τρία ή το ξεχνάνε ή φοβούνται να το πουν δυνατά. Φτιάξτε τα δικά σας έθιμα. Άλλωστε τι είναι οι παραδόσεις αν δεν μένουν ζωντανές στην κάθε εποχή όπως θέλουμε εμείς;
Αρχή του παραμυθιού, καλώς ήρθατε της αφεντιάς σας.
Μια φορά κι ένα καιρό ήταν μια γυναίκα. Ήταν μια γυναίκα και είχε γεννήσει μέρες Χριστουγέννων. Είχε γεννήσει ένα όμορφο, ροδαλό, αφράτο, γλυκούτσικο κατάξανθο μωράκι και η χαρά της ήταν μεγάλη.
Μια μέρα, ξυπνάει και πάει στην κούνια του μωρού της και τι να δει; Εκεί που βρισκόταν το υπέροχο, γαλανομάτικο αγοράκι της, ήταν τώρα ένα σταφιδιασμένο, στεγνό και ζαρωμένο πράγμα. Είχε μαύρο δέρμα και μαύρα μεγάλα νύχια, τα μάτια του ήταν μεγάλα και σκοτεινά. Μόλις την είδε εκείνο το πράγμα, άρχισε να σκούζει και ουρλιάζει. Έκανε τόσο φασαρία που οι γείτονες ήρθαν να δουν τι έγινε. Μόλις τον είδαν κατάλαβαν.
«Καλικαντζαρομωρό!» είπαν όλοι με ένα στόμα.
«Καλικαντζαρομωρό; Και το δικό μου το μωρό που είναι;» ρώτησε η γυναίκα.
«Θα το πήραν οι καλικάντζαροι. Μόνο τούτο δω κοίτα να το ξεφορτωθείς και γρήγορα μάλιστα».
«Ναι, ναι, να το ξεφορτωθείς. Βάλε μια κατσαρόλα με βραστό νερό και πέτα το μέσα», έλεγε ο ένας.
«Όχι, όχι. Άνοιξε έναν λάκο στην αυλή και χώσ’ το μέσα, το άτιμο», έλεγε ο άλλος.
«Το καλύτερο είναι να πιάσεις τη μασιά από το τζάκι και να του δώσεις μια στο κεφάλι να πάει καλλιά του,» είπε ένας τρίτος.
Αλλά η καρδιά της γυναίκας ήταν καλή και δεν ήθελε να κάνει κακό σε εκείνο το μωρό.
«Και αν είναι το δικό μου μωρό;» αναρωτιόταν. «Αν είναι το δικό μου μωρό και απλώς είναι άρρωστο;»
Έπρεπε να είναι σίγουρη ότι αυτό δεν ήταν το δικό της το μωρό, μα ένα καλικαντζαρομωρό. Τότε θα έβλεπε τι θα έκανε. Μα πώς μπορούσε να είναι σίγουρη; Με ποιον τρόπο θα το ξεσκέπαζε το πλάσμα εκείνο;
Έτυχε τώρα από εκείνο το χωριό να περάσει μια γριά. Από πάνω μέχρι κάτω φορούσε γκρίζα και είχε ένα ζεστό χαμόγελό στα χείλη της. Σαν μπήκε στο χωριό, άκουσε τα σκουξίματα και τις φωνές του καλικαντζαρομωρού και χτύπησε την πόρτα.
«Καλή σου μέρα, κυρά», είπε η γριά στη γυναίκα.
«Καλή σου μέρα και εσένα».
«Άρρωστο είναι το μωρό σου και φωνάζει έτσι;» ρώτησε η γριά.
Η δύσμοιρη η μάνα έκατσε και της τα είπε όλα, όλον της τον πόνο και τις αγωνίες. Και πως ήθελε να είναι σίγουρη πως τούτο είναι ένα καλικαντζαρομωρό και όχι το δικό της.
«Άκου τι θα κάνεις για να είσαι σίγουρη ότι τούτο είναι το μωρό κανενός καλικάντζαρου», είπε η γριά και έσκυψε στο αυτί της γυναίκας.
Την άλλη μέρα το πρωί, πήγε η γυναίκα και αγόρασε ένα καλάθι φρέσκα αβγά. Πήγε στη φωτιά και τη δυνάμωσε με ξύλα κι έπειτα έβαλε από πάνω μια κατσαρόλα με νερό. Όλη την ώρα, εκείνο το μωρό την παρακολουθούσε με τα μεγάλα του μαύρα ματιά, μα δεν έβγαζε κιχ. Σαν έβρασε το νερό καλά καλά και κόχλαζε, η γυναίκα πήρε ένα αβγό, το έσπασε, πέταξε το ασπράδι και τον κρόκο και έβαλε στην κατσαρόλα τα τσόφλια. Έπιασε άλλο ένα αβγό, το έσπασε, πέταξε το ασπράδι και τον κρόκο και έβαλε στην κατσαρόλα τα τσόφλια. Και το έκανε αυτό ώρα πολλή.
Το μωρό από την κούνια κουνήθηκε. Και όχι μόνο κουνήθηκε αλλά σηκώθηκε όρθιο στην κούνια, μερών ακόμα. Η γυναίκα, σαν το είδε, κατάλαβε ότι τούτο δεν ήταν το μωρό της, αλλά δεν είπε τίποτα. Και σαν να μην έφτανε αυτό, το πλάσμα μίλησε. Μίλησε με μια τσιριχτή φωνή, σαν να ήταν κανένας γέρος πολυχρονίτης.
«Τι μαγειρεύεις εκεί, μανούλα;» είπε το άτιμο.
Εκείνη πάνιασε από τον φόβο της, αλλά κρατήθηκε και του χαμογέλασε.
«Φαγάκι φτιάχνω, γιόκα μου».
«Και τι φαγάκι φτιάχνεις, μανούλα;»
«Φτιάχνω τσόφλια αβγών. Ωραιότατα τσόφλια αβγών φτιάχνω».
Το πλάσμα γούρλωσε τα μάτια του, άνοιξε το στραβό το στόμα του και χτύπησε τα κοκαλιάρικα τα χέρια του.
«Τσόφλια αβγών; Τσόφλια αβγών; Δυο χιλιάδες χρόνια είμαι εδώ στη Γη και πρώτη φορά ακούω να μαγειρεύουν τσόφλια αβγών!»
Σαν άκουσε κι εκείνα τα λόγια η γυναίκα, δεν είχε πια καμιά αμφιβολία. Δεν ήταν το δικό της το μωρό αυτό, καλικάντζαρος ήταν. Πιάνει ένα καυτό ξύλο από τη φωτιά και ύστερα τρέχει στην κούνια να αρπάξει το πλάσμα από τον λαιμό.
Ποιος ξέρει, όμως, πού σκόνταψε η γυναίκα και βρέθηκε φαρδιά πλατιά στο πάτωμα και το ξύλο πετάχτηκε στην άλλη άκρη. Σηκώθηκε γρήγορα γρήγορα, πιάνει και το ξύλο και πάει στην κούνια, έτοιμη να τον ξεκάνει κείνον τον καλικάντζαρο.
«Τώρα θα σου δείξω», είπε και σήκωσε το ξύλο πάνω από την κούνια.
Αλλά τι να δει; Εκεί, στην κούνια, κοιμόταν ήσυχο ήσυχο το δικό της, το καταγάλανο, κατάξανθο γλυκό της αγοράκι.
Από τότε, ποτέ ξανά καλικάντζαρος δεν μπήκε σ’ εκείνο το σπίτι κι ησύχασε το κεφάλι τους. Όσο για τους καλικάντζαρους; Κάποιοι λένε πως ακόμα δοκιμάζουν να φτιάξουν φαγητό από… τσόφλια αβγών.
Μετά την αφήγηση
Σε πολλές παραδόσεις του κόσμου έχουν τέτοιες ιστορίες με πλάσματα που κλέβουν τα ανθρώπινα μωρά και βάζουν άλλα στη θέση τους. Ίσως αυτό ήταν ένας τρόπος να εξηγήσουν οι άνθρωποι πως κάποια μωρά γεννιούνται διαφορετικά. Τι ωραία ευκαιρία να μιλήσετε με τα παιδιά σας για τη διαφορετικότητα, όπως για άτομα με αναπηρία ή αυτισμό ή για το διαφορετικό χρώμα στο δέρμα, τις διαφορετικές κουλτούρες και συνήθειες. Υπάρχει καλύτερο μήνυμα για τις γιορτές;
Οι Παραμυθοκόρες κάνουν παραστάσεις αφήγησης για όλες τις ηλικίες σε σχολεία, βιβλιοθήκες, δήμους και χώρους δημιουργικής απασχόλησης.
Facebook: Paramythokores
Instagram: Paramythokores
e-mail.info@paramythokores.gr