Οι μεγάλες εορτές της Χριστιανοσύνης, κυρίως η χριστουγεννιάτικη και η πασχαλινή περίοδος, είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με την τέχνη· τόσο η ζωγραφική όσο και η μουσική άντλησαν από τα βιβλικά και, εν γένει, εκκλησιαστικά κείμενα μεταγράφοντάς τα σε χρώματα και ήχους. Στη δική μας παράδοση, τη Βυζαντινή, όλη η Σαρακοστή είναι περίοδος νηστείας και προσευχής και, εκτός των άλλων, ευκαιρία για όλους όσοι θέλουν να τείνουν «ευήκοον ους» να παραστούν στις ορθόδοξες ακολουθίες και να γνωρίσουν την ομορφιά της βυζαντινής μουσικής και τη μεγάλη ψαλτική παράδοση της Ανατολικής Εκκλησίας που κορυφώνεται με την Εξύμνηση του Θείου Πάθους και του θαύματος της Ανάστασης.
Ο γνωστός μας Αναστάσιμος Κανόνας Αναστάσεως ημέρα, λαμπρυνθώμεν λαοί… είναι έργο του Ιωάννη του Δαμασκηνού (π. 676 μ.Χ.- π. 756 μ.Χ.) και, σύμφωνα με την παράδοση, όταν τον άκουσε ο Κοσμάς ο Μελωδός, ο οποίος είχε επίσης γράψει Αναστάσιμο Κανόνα (Νυν πάντα πεπλήρωται φωτός ουρανός τε και γη και τα καταχθόνια…), συγκινημένος από το μουσικό και ποιητικό κάλλος του έργου του Δαμασκηνού, αναφώνησε: «Kαι συ αδελφέ Ιωάννη, το παν όλον εν τοις τρισί τούτοις συμπεριέλαβες, και oυδέν αφήκας έξωθεν· ήττημαι γουν εγώ και την ήτταν ομολογώ· όθεν ο μεν σος κανών εχέτω τα πρωτεία και αριστεία, και ψαλλέσθω δημοσίως εν ταις του Χριστού Εκκλησίαις, ο δε εμός εν σκότει και γωνία γενέσθω ως μη εν φωτί άξιος διά τε τα νοήματα και διά τε τον πενθικόν και κλαυθμηρόν ήχον, καθ’ ον εμελοποίηθη, ανάρμοστον πάντι όντα εν τη λαμπροτάτη και κοσμοχαρμοσύνω ημέρα της του Κυρίου Αναστάσεως». Στον Δαμασκηνό, μιας και περί ου ο λόγος, αποδίδεται και μία σωζόμενη Γραμματική Μουσικής ή Κανόνιον, όπου πραγματεύεται τα περί της διαιρέσεως των οκτώ ήχων, περί παραγωγής των πλαγίων ήχων από τους κύριους, και περί των ονομασιών των οκτώ ήχων και των αντιστοιχιών τους στην αρχαία ελληνική μουσική. Από τα Θεία Πάθη, όμως, τόσο στην Ανατολική όσο και στη Δυτική Εκκλησία οι πιο συγκινητικές στιγμές παραμένουν εκείνες της Παναγίας που θρηνεί τον νεκρό γιο της και για τις οποίες θα κάνουμε λόγο σήμερα.
Επιτάφιος θρήνος
Η ζωή εν τάφω, κατετέθης Χριστέ, και αγγέλων στρατιαί εξεπλήττοντο, / συγκατάβασιν δοξάζουσαι την σην. Με τα παραπάνω αρχίζει η ποιητική σύνθεση των 185 εγκωμίων που διαρθρώνονται σε τρεις στάσεις (Α΄ 75, Β΄ 62 και Γ΄ 48). Οι μετρικές ανομοιότητες του Επιταφίου Θρήνου οδήγησαν τους ειδικούς στο συμπέρασμα ότι είναι έργο όχι ενός αλλά πολλών ποιητών. Μεταξύ άλλων ως δημιουργοί του φέρονται και ο μητροπολίτης Ρόδου Νείλος (14ος αιώνας ), ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης (8ος-9ος αι.) καθώς και ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Αρσένιος (13ος αι.). Ο επιτάφιος αυτός θρήνος ψέλνεται με ιδιαίτερη κατάνυξη στις ορθόδοξες εκκλησίες κατά το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής και είναι ίσως το πιο συγκινητικό υμνολογικό του ετήσιου εκκλησιαστικού μας κύκλου. Η τρίτη στάσις είναι αναμφισβήτητα η πιο συγκινητική γιατί είναι συνδεμένη με το μοιρολόι της Παναγίας: Ύπτιον ορώσα, η Πάναγνός σε, Λόγε, μητροπρεπώς εθρήνει./ Ω γλυκύ μου Έαρ, γλυκύτατόν μου Τέκνον, πού έδυ σου το κάλλος;/ Θρήνον συνεκίνει, η πάναγνός σου Μήτηρ, σοι Λόγε νεκρωθέντος./ Γύναια συν μύροις, ήκουσι μυρίσαι, Χριστόν το θείον μύρον./ Θάνατον θανάτω, συ θανατοίς Θεέ μου, θεία σου δυναστεία. Παρά τον πένθιμο, όμως, χαρακτήρα του, ο Επιτάφιος Θρήνος προαναγγέλλει το ανέσπερο Φως της Αναστάσεως και την ελπίδα του θριάμβου της ζωής. Πολύ χαρακτηριστικοί είναι οι στίχοι (πρώτη στάσις) που δηλώνουν: Καν ενθάπτη τάφω, καν εις Άδου μολής, αλλά, Σώτερ, και τους τάφους εκένωσας, και τον Άδην απεγύμνωσας, Χριστέ (Είτε θάβεσαι στον τάφο, είτε πορεύεσαι στον Άδη, Χριστέ, ένα είναι το γεγονός, ότι και τους τάφους άδειασες [από τους νεκρούς] και τον Άδη απογύμνωσες από τη δύναμή του). Ο ποιητικός αυτός οραματισμός των αναστάσιμων προανακρουσμάτων μετριάζει την πένθιμη ατμόσφαιρα και δίδει το πλήρες νόημα σε αυτό που ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος ονομάζει «Χαροποιόν πένθος» ή «Χαρμολύπη». Πέρα από τη μουσική και ποιητική ομορφιά του, πέρα από τη συγκίνηση που αισθανόμαστε κάθε χρόνο το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής ακούγοντας το Ω, γλυκύ μου Έαρ… θα πρέπει να πούμε πως τα εγκώμια του Επιταφίου υπακούουν αυστηρά στη ρήση του Ιωάννου του Χρυσοστόμου: Σήμερα λοιπόν ο Κύριός μας περιοδεύει στον Άδη. Σήμερα έκαμε κομμάτια τις χάλκινες πύλες του Άδη. Σήμερα σύντριψε τους σιδερένιους μοχλούς. Πέρα όμως από την οιανδήποτε θεολογική θεώρηση δεν παύει να είναι ένα από τα ωραιότερα άσματα της βυζαντινής μουσικής.
Stabat Mater
Πολύ πιο σύντομο και επικεντρωμένο στον πόνο της Παναγίας είναι το περίφημο Stabat Mater της Δυτικής εκκλησιαστικής παράδοσης που, αν και δεν αποτελεί πλέον λειτουργικό μέρος της Μεγάλης Παρασκευής, δεν παύει να είναι ο πιο γνωστός θρήνος της Θεομήτορος για τον γιο της. Το ποίημα το οφείλουμε στον Ιταλό φραγκισκανό μοναχό Jacoponeda Todi (π.1230-1306). Ο τίτλος Stabat Mater είναι η συντομογραφία (incipio όπως λέγεται στα λατινικά) της πρώτης στροφής Stabat mater dolorosa… το οποίο θα μπορούσαμε να μεταφράσουμε ως: «Όρθια η πονεμένη μητέρα…» Ο ποιητικός αυτός λόγος, γεμάτος δέος και ευλάβεια, είναι συνάμα θρήνος, προσευχή και μέθεξη στο πένθος: Ποιος άραγε απ’ τους ανθρώπους/ θα μπορούσε ν’ αντικρίσει τη Θεομήτορα μέσα σε τόσο πόνο/ δίχως να αφήσει τα δάκρυά του να τρέξουν, αναρωτιέται ο αφηγητής. Γραμμένο στα λατινικά, το ποίημα αυτό θεωρείται από πολλούς φιλολόγους ως η κλασική έκφραση μιας νέας μορφής θρήνου της Παναγίας χαρακτηριστικής του τέλους του Μεσαίωνα. Το θέμα άλλωστε της Mater Dolorosa ήταν προσφιλέστατο στους φραγκισκανούς, οι οποίοι φέρονται και ως δημιουργοί του. Το κεντρικό θέμα παραμένει ο βαθύτατος πόνος της Μητέρας-Παναγίας και είναι εμφανής η προσπάθεια που καταβάλλεται από τον ποιητή να παρασύρει τον πιστό όχι σε ευλαβικούς στοχασμούς περί της θείας υπόστασης απέναντι στον θάνατο, όπως γίνεται με τον Επιτάφιο Θρήνο, αλλά να τον κάνει να αισθανθεί τον ανθρώπινο πόνο: Αξίωσέ με να κλάψω αληθινά / Όπως και συ κλαις δίπλα στον Εσταυρωμένο / Όσο θα ζω… Το Stabat Mater του Jacoponeda Todi ενέπνευσε πολυάριθμους ζωγράφους και ακόμη περισσότερους συνθέτες (πάνω από 200), μεταξύ των οποίων και τους Βιβάλντι, Σκαρλάτι, Παλεστρίνα, Περγκολέζε, Μποκερίνι και άλλους πολλούς. Είναι αδύνατον κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας να μην παιχτεί στις καθολικές εκκλησίες αλλά και στις αίθουσες συναυλιών ένα από τα Stabat Mater που θεωρούνται από τις ωραιότερες συνθέσεις της δυτικής μουσικής.