Το δικαίωμα στην εκπαίδευση για όλα τα παιδιά

Το δικαίωμα στην εκπαίδευση Εικόνα: Στέλλα Στεργίου

Αν κάποιο από τα δικαιώματα που προβλέπονται στη Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού (Σύμβαση) μπορούσε να έχει τον δικό του μήνα, τότε σίγουρα αυτό θα ήταν το δικαίωμα στην εκπαίδευση και ο μήνας του ο Σεπτέμβριος. Είναι ο μήνας της θλίψης για τους μαθητές και τις μαθήτριες που αφήνουν τις παραλίες και την ξεγνοιασιά, του άγχους για τους γονείς να βρουν εγκαίρως ό,τι θα χρειαστούν τα παιδιά για το σχολείο και της χαράς των εμπόρων και των διαφημιστών σχολικών ειδών.

Με το κουδούνι, λοιπόν, να χτυπά και να υποδέχεται περισσότερους από 1,2 εκατομμύρια μαθητές και μαθήτριες, πόσο έτοιμοι είμαστε για τη νέα σχολική χρονιά; Κυρίως, όμως, πόσο έτοιμη είναι η Πολιτεία, που έχει δεσμευτεί να τηρεί όλα τα άρθρα της Σύμβασης και άρα και αυτό για το δικαίωμα στην εκπαίδευση; Αν αναλογιστεί κανείς ότι η παραπάνω Σύμβαση αποτελεί νόμο του κράτους (και μάλιστα αυξημένης τυπικής ισχύος) από το 1992, τότε μάλλον θα έπρεπε όλοι, όχι μόνο φέτος αλλά εδώ και χρόνια, να είμαστε πανέτοιμοι! Είναι όμως έτσι;

Τι προβλέπει το δικαίωμα στην εκπαίδευση;

Τα δύο σχετικά άρθρα της Σύμβασης (28 και 29 αντίστοιχα) με απλά λόγια αναφέρουν ότι όλα τα παιδιά, χωρίς καμία διάκριση, έχουν δικαίωμα να πηγαίνουν σε ένα σχολείο που σέβεται τα δικαιώματα και την αξιοπρέπεια τους και να έχουν σε αυτό ίσες ευκαιρίες. Όλα τα παιδιά έχουν δικαίωμα στη γνώση ώστε να αναπτύξουν πλήρως τις δυνατότητές τους και να προετοιμαστούν κατάλληλα και ομαλά για τη μετάβασή τους στην ενήλικη ζωή. Η Πολιτεία πρέπει να παίρνει μέτρα ώστε τα παιδιά να γράφονται και να μη διακόπτουν το σχολείο και να έχουν πρόσβαση σε σύγχρονες επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις και εκπαιδευτικές μεθόδους. Η Πολιτεία επίσης πρέπει να εξασφαλίζει σε όλα τα παιδιά την πρόσβαση στην ανώτατη παιδεία, σε συνάρτηση με τις ικανότητες του καθενός και να καθιστά προσιτή σε κάθε παιδί τη σχολική και την επαγγελματική ενημέρωση και τον προσανατολισμό. Επιπλέον, η Πολιτεία, με την εκπαίδευση δεν πρέπει να στοχεύει μόνο στην εξάλειψη της άγνοιας και του αναλφαβητισμού, άλλα και να μεριμνά ώστε η παρεχόμενη εκπαίδευση να βοηθάει τα παιδιά να αναπτύσσουν την προσωπικότητά τους και να μαθαίνουν να σέβονται τα ανθρώπινα δικαιώματα, τους διαφορετικούς πολιτισμούς και το φυσικό περιβάλλον.

Τι από τα παραπάνω ισχύει και στην πράξη;

Τι ισχύει στην πράξη δεν είναι εύκολο να αποτιμηθεί. Η απουσία τήρησης εκ μέρους της Πολιτείας δημόσια διαθέσιμων, διαχωρισμένων, αναλυτικών και επίκαιρων δεδομένων, τα οποία να αναλύονται με βάση ποιοτικά χαρακτηριστικά, δυσχεραίνει την έρευνα και εξαγωγή σαφών συμπερασμάτων σχετικά με την εκπαίδευση στη χώρα μας. Συμπεράσματα μπορούν να προκύψουν με βάση άλλα στοιχεία, όπως εκθέσεις του ΟΟΣΑ, της UNICEF και του Οργανισμού Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. (FRA), τα οποία αν και αποσπασματικά και όχι πάντα επίκαιρα δίνουν εικόνα για την πρόσβαση στην εκπαίδευση και τα αποτελέσματα της εκπαιδευτικής διαδικασίας.

Καταρχάς, η ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης στην Ελλάδα είναι υπό αμφισβήτηση, καθώς σχεδόν ένα στα πέντε παιδιά σήμερα δεν έχει βασική μαθησιακή επάρκεια στα μαθηματικά, στην κατανόηση κειμένου και στις φυσικές επιστήμες. Η παραπάνω ανεπάρκεια δεν οφείλεται σε τυχόν μη πρόσβαση ή μη παραμονή στη σχολική κοινότητα, καθώς αυτές στο μεγαλύτερο βαθμό υποστηρίζονται από ένα ισχυρό θεσμικό και πολιτικό πλαίσιο.

Εξαίρεση αποτελούν τα παιδιά που διαβιούν σε αγροτικές περιοχές (περίπου ένα ποσοστό 11% εγκαταλείπουν πρόωρα την εκπαίδευση), τα παιδιά πρόσφυγες (το 2020, 58% παιδιών με προσφυγικό/μεταναστευτικό υπόβαθρο δεν εγγράφηκε σε σχολείο), τα παιδιά Ρομά (το 71% δεν ολοκληρώνει την πρωτοβάθμια εκπαίδευση ενώ στη δευτεροβάθμια το αντίστοιχο ποσοστό εκτινάσσεται στο 98%) και τα παιδιά με αναπηρίες ή με ανάγκες ειδικής εκπαίδευσης (μόνο το 14,9% αποφοιτά από το Λύκειο).

Η μη πρόσβαση ή η διαρροή από το εκπαιδευτικό σύστημα οφείλεται σε πολλούς παράγοντες και έχει πολλούς υπαίτιους. Συχνά, οι αντιδράσεις γονιών με προκαταλήψεις ή/και ρατσιστικές και ξενοφοβικές νοοτροπίες οδηγούν τα προαναφερόμενα παιδιά εκτός συστήματος. Αντίστοιχα, κοινωνικά στερεότυπα και παραδοσιακές νόρμες που ακολουθούν ορισμένες κοινότητες Ρομά ή μεταναστών/προσφύγων περιορίζει ή εμποδίζει παιδιά (πιο συχνά κορίτσια) από το δικαίωμα στη φοίτηση σε σχολείο.

Τέλος, η ίδια η Πολιτεία δεν βοηθά τα συγκεκριμένα παιδιά να εγγραφούν ή να παραμείνουν στο σχολείο, με διάφορες παραλείψεις της (απουσία συστήματος παρακολούθησης της παρουσίας ή/και της σχολικής διαρροής για ευάλωτες ομάδες παιδιών, έλλειψη ενεργειών και μέτρων για τη διευκόλυνση πρόσβασης στο σχολείο, ελλιπείς στρατηγικές για την αντιμετώπιση κοινωνικών αντιλήψεων και συμπεριφορών που αποτρέπουν την ισότιμη, συμπεριληπτική και πολυπολιτισμική προσέγγιση στην εκπαίδευση).

Ίσως οι ελλείψεις συστημάτων παρακολούθησης της σχολικής διαρροής και στρατηγικών για συμπεριληπτική εκπαίδευση να θεωρούνται πολυτέλεια όταν στα σχολεία μας εξακολουθούν να υπάρχουν ελλείψεις σε κτιριακές υποδομές και εξοπλισμό αλλά και σε στελέχη. Στο θέμα της στελέχωσης, πέραν από τους εκπαιδευτικούς, θα πρέπει να συνυπολογίζονται και οι ελλείψεις κοινωνικών λειτουργών και ψυχολόγων που παρουσιάζονται συστηματικά στις σχολικές μονάδες. Αυτές είναι αναπόφευκτες εφόσον οι κρατικές δαπάνες για την παιδεία στην Ελλάδα παραμένουν χαμηλές σε σχέση με τις περισσότερες χώρες της Ε.Ε.

Ταυτόχρονα, αυξάνονται διαρκώς οι οικογενειακές δαπάνες σε φροντιστήρια και ιδιαίτερα, που πλέον ξεκινούν ακόμη και από το δημοτικό και στην πράξη είναι ενσωματωμένα στο σύστημα εκπαίδευσης, περιορίζοντας άλλα βασικά δικαιώματα των παιδιών, όπως το δικαίωμα στον ελεύθερο χρόνο και στο παιχνίδι.

Επιπλέον, τόσο το σχολείο όσο και το φροντιστήριο δεν δίνουν έμφαση στην ανάπτυξη δεξιοτήτων, δεν προάγουν τη συναίσθηση και την ενσυναίσθηση, δεν δίνουν ιδιαίτερη βαρύτητα ώστε τα παιδιά να εξελίξουν την προσωπικότητά τους, να μετατραπούν σε ενεργούς, δημοκρατικούς πολίτες, που σέβονται τον διπλανό τους και τη φύση. Πέρα από αποσπασματικές προσπάθειες, τα παιδιά και ολόκληρη η σχολική και εκπαιδευτική κοινότητα δεν εκπαιδεύεται συστηματικά πάνω στη Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού ούτε σε ειδικότερα ζητήματα όπως η πρόληψη της κακοποίησης, της βίας και του σχολικού εκφοβισμού. Στην πράξη, οι μαθητές και οι μαθήτριες των ελληνικών σχολείων παρακολουθούν ένα αναλυτικό πρόγραμμα βασισμένο στην αποστήθιση και όχι στην κριτική σκέψη, κάτι που εντείνεται στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και μοναδικό στόχο έχει να τους προετοιμάσει για τις τελικές εξετάσεις.

Ο κώδων του κινδύνου

Εφόσον, τελικά, συμφωνήσουμε ότι σε μεγάλο βαθμό δεν ισχύουν στην πράξη όσα ορίζονται στη Σύμβαση σχετικά με το δικαίωμα στην εκπαίδευση, χρειάζεται να βρούμε άμεσα τι πρέπει να αλλάξουμε. Προκειμένου να βρουν εφαρμογή τα άρθρα 28 και 29, είναι απαραίτητη μια ουσιαστική μεταρρύθμιση που θα υποστηρίζει μαθητές και εκπαιδευτικό προσωπικό δίνοντας έμφαση στην πλήρη ανάπτυξη της προοπτικής του παιδιού να γίνει ενεργός και ευαισθητοποιημένος πολίτης, στην ανάπτυξη δεξιοτήτων (συμπεριλαμβανομένων δεξιοτήτων του 21ου αιώνα), καθώς και στους διαφορετικούς τρόπους και ανάγκες μάθησης. Είναι απαραίτητο ένα μακροπρόθεσμο όραμα και μια στρατηγική με συγκεκριμένους στόχους, βασισμένους στη Σύμβαση, αλλά και με επαρκή προϋπολογισμό ώστε να είναι εφικτό να επιτευχθούν αυτοί οι στόχοι.

Με απλά λόγια θα πρέπει η Παιδεία να γίνει πραγματική προτεραιότητα της Πολιτείας. Και ίσως αυτό συμβεί αν όλοι συνειδητοποιήσουμε ότι τα αποτελέσματα της ως τώρα ανεπαρκούς εκπαίδευσης είμαστε εμείς. Και για εμάς το κουδούνι ήδη χτύπησε. Για τα παιδιά μας χτυπάει τώρα…

έχω δικαίωμα; Ο Πάνος Χριστοδούλου είναι διευθυντής του μη κερδοσκοπικού σωματείου Δίκτυο για τα Δικαιώματα του Παιδιού (Δίκτυο) και συγγραφέας παιδικών βιβλίων. Το τελευταίο του βιβλίο με τίτλο «Έχω δικαίωμα; Έχω δικαίωμα!» (εκδόσεις Μικρή Σελήνη) αποτελεί το πρώτο παιδικό βιβλίο γνώσης που αναλύει και επεξηγεί όλα τα άρθρα της Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού.

Leave a Reply