Η ΣΥΜΗ ΤΗΣ ΕΜΗΣ ΣΙΝΗ

ΣύμηΗ συγγραφέας, στιχουργός, σκηνοθέτης και ιδρυτικό μέλος της Ομάδας Κοπέρνικος Έμη Σίνη μάς συστήνει τη δική της καλοκαιρινή Σύμη.

“Το καλοκαίρι μου ξεκινούσε επίσημα όταν κρατούσα στο χέρι μου το εισιτήριό για το νησί μου, τη Σύμη. Στο λιμάνι, όταν έφτανα, με περίμενε πάντα πίστα η φίλη μου η Κατερίνα, χαρούμενη που θα ξαναβρισκόμασταν έπειτα από έναν ολόκληρο χειμώνα! Άφηνα τα πράγματα μου στο σπίτι της γιαγιάς, ψώνιζα ψωμί, νερά και τα βασικά για το μεσημεριανό και εξαφανιζόμουνα με το ποδήλατο για να γυρίσω κατάκοπη το βράδυ.

Σήμα κατατεθέν του καλοκαιριού ήταν και το μαγαζάκι του παππού μου στον Γιαλό. Ένα μαγαζάκι με όλα τα είδη, από τσίχλες μέχρι σαμπρέλες ποδηλάτων και από ταξιδιωτικές βαλίτσες μέχρι θερμόμετρα. Εξασκούσαμε με την αδερφή μου τα λιγοστά αγγλικά, που μέχρι τότε είχαμε μάθει, πουλώντας στους τουρίστες μάσκες, βατραχοπέδιλα και χάρτες του νησιού, αλλά και τα κυρτάκια και τα κοχύλια που είχαμε ψαρέψει οι ίδιες την προηγούμενη μέρα. Στο μαγαζί αυτό μαθαίναμε πρώτοι και τα νέα του νησιού, αφού σε μας ψώνιζαν όλοι για κάθε περίσταση. Ένα σερβίτσιο για το Σεβαστάκι που παντρεύτηκε. Ένα ροζ φορμάκι, γιατί γέννησε της Δικαίας η αγγόνα. Ένα μαύρο καλσόν, γιατί μας άφησε ο κυρ-Αγαπητός. Τα τυλίγαμε επιμελώς για δώρο και κάναμε πιο πολλή ώρα απ’ όση ο πελάτης για να αποφασίσει τι θα αγοράσει και μετά τακτοποιούσαμε τα ράφια που ήταν πια ανάκατα από τον δειγματισμό.
Κι ύστερα έφυγε ο παππούς, έκλεισε και το μαγαζάκι. Αλλά βρέθηκαν άλλες ωραίες αναμνήσεις να διώξουν αυτές, τις λυπητερές. Και ήρθε η γλυκιά εφηβεία και οι πρώτοι έρωτες που ευχόσουν να σε περιμένουν αναλλοίωτοι κάθε καλοκαίρι. Οι πρώτες έξοδοι στα μπαράκια, αυτοσχέδια πάρτι στις παραλίες, ψαρέματα με βάρκες, με κύρτους, με καθετές, αγώνες με στρώματα, με κανό και βατραχοπέδιλα στον κόλπο του Νημποριού και έπειτα βραδινές συζητήσεις στην προβλήτα με μουσικούλα από φορητό κασετόφωνο και την αίσθηση της απόλυτης ελευθερίας.
Σύμη
Και σιγά σιγά όλα άρχισαν να αλλάζουν. “Σήκωσαν μπαϊράκι φέτος και θα πάνε Πάρο για διακοπές με συμφοιτητές τους”, μας απαντούσε μία μαμά με κρυφό καμάρι στην ερώτηση “Δε θα έρθουν φέτος τα παιδιά;” Η κυρά Ρηνη απέναντι έφυγε και δε θα έρθει ο Άγγελος και η Ιωάννα γιατί οι γονείς τους δουλεύουν”.  Και η παρέα μας; Τι θα απογίνει η παρέα μας; Θα μικρύνει; Θα εξαφανιστεί! Και μίκρυνε και εξαφανίστηκε και τα παλιά μαγαζάκια έκλεισαν. Ο φούρνος του κυρίου Παναγιώτη που, κάτασπρος από το αλεύρι, φτυάριζε ζεστό ψωμί και χάραζε με το ξυραφάκι τα καρβέλια, με μας να χαζεύουμε μαγεμένοι την ιεροτελεστία, έγινε ζαχαροπλαστείο. Το παντοπωλείο του Φυγετάκη με τις κουβαρίστρες και τα πολύχρωμα κουμπιά, που στα παιδικά μας μάτια φάνταζαν με πολύτιμα πετράδια, τώρα πουλάει κομψά καφτάνια. Το ξυλουργείο του κυρ-Πέτρου έγινε σούπερ μάρκετ και το μαγαζί του παππού μας, που στέγασε με τόση αγάπη τα παιδικά μας όνειρα, προσφέρει τώρα καλοτυλιγμένα σουβλάκια. Κι η γιαγιά μου δεν μπορεί πια να περπατήσει για να ξανάρθει στη Σύμη.
Και πάνω που λες ότι όλα έχουν τελειώσει, έρχεται η ζωή και σε καλεί να το ξαναζήσεις όλο από την αρχή, αυτή τη φορά όμως από άλλο σκαλί, πιο ψηλό, από αυτό του γονιού. Και έτσι ξαναφουσκώνεις τα στρώματα και επιβλέπεις αγώνες, αγοράζεις δολώματα και καλάμια για να ψαρέψουν, τα στέλνεις για να σου πάρουν ψωμί, φρούτα και καφέ για να θυμούνται κι αυτά έναν φούρναρη, καφετζή, μανάβη. Τα γνωρίζεις με άλλα παιδιά και τα σπρώχνεις να αποκτήσουν τις δικές τους αναμνήσεις, τις δικές τους εμπειρίες, στις δικές τους γωνιές, σε αυτό το νησί, που θα το αγαπήσουν κι εκείνα για διαφορετικούς λόγους. Τελικά η ζωή, όσους κύκλους και να κάνει, είναι υπέροχη, αρκεί να είσαι προσκολλημένος στην τροχιά της και να μην τη χάσεις ούτε στιγμή από τα μάτια σου!

Leave a Reply