Στην αρχή έσβησαν τα φώτα. Βράδυ Δευτέρας γύρω στις 2, καθόμουν έξω και είδα το νησί να σβήνει. Έγινε λες και τραβάς απότομα την πρίζα. Καθόμουν έξω και είδα να ανάβουν ξανά. Τα επόμενα 10 δευτερόλεπτα η Σαμοθράκη έσβησε και άναψε περίπου 10 φορές, σαν χαλασμένα λαμπάκια σε χριστουγεννιάτικο δέντρο. Στο τέλος έμεινε σβηστή. Έμεινα για ώρα να κοιτάω το απόλυτο σκοτάδι με τον φόβο μην ξεπηδήσει κάποια φωτιά.
Από την Αλεξανδρούπολη οι φλόγες φαίνονται λες και είναι στο απέναντι σπίτι κι ο καπνός από το φαΐ σου που καίγεται. Το φαΐ μας καίγεται. Τα ζώα, τα δάση, το μέλλον καίγεται. Ύστερα φοβήθηκα να μείνω έξω και μπήκα στο δωμάτιο προσπαθώντας να κοιμηθώ. Έβαζα το κεφάλι με τη μύτη στο μαξιλάρι, γιατί ο καπνός έφτανε μέχρι τα ρουθούνια σου. Το πρωί της Τρίτης ξυπνήσαμε με φως. Στις 12 έσβησε πάλι. Μας ενημέρωσαν ότι θα έρθει μεσημέρι της Τετάρτης, γιατί η Σαμοθράκη παίρνει ρεύμα από Αλεξανδρούπολη. Ένα νησί χωρίς ρεύμα μιάμιση μέρα. Ύστερα από λίγο κόπηκε και το νερό, γιατί η εταιρεία που διαχειρίζεται το ρεύμα διαχειρίζεται και το νερό. Ο κόσμος κυκλοφορούσε από μέρος σε μέρος και έλεγε «δεν έχουμε νερό, δεν έχουμε ρεύμα, δεν έχουμε Ίντερνετ, δεν έχουμε νερό, δεν έχουμε ρεύμα, δεν έχουμε Ίντερνετ» σε πολλές επαναλήψεις σε χορό αρχαίας τραγωδίας.
Εμείς ανεβαίναμε στο χωριό και κατεβαίναμε στο λιμάνι ψάχνοντας μια είδηση, όσο είσαι καθιστός είσαι στην απόλυτη άγνοια. Στο λιμάνι αναστάτωση. Ένας κύριος σχεδόν προπηλάκισε την υπάλληλο επειδή δε θα ερχόταν πλοίο. Το πλοίο επιτάχθηκε για τους ασθενείς του νοσοκομείου Αλεξανδρούπολης. Άρα δεν έχω νερό, δεν έχω Ίντερνετ, δεν έχω ρεύμα, δεν έχω πλοίο και τρόπο να φύγω, έλεγε. Σε λίγο θα μας κόψουν και τον αέρα, είπε ένας άλλος. Το είχαν κάνει ήδη κι αυτό. Κοπανούσε το ταμείο και φώναζε «θα φύγω με το πλοίο των 1.» Δεν θα έρθει πλοίο πριν από τη νύχτα, κύριε. Έπεσαν πολλοί να τον σταματήσουν, εκείνος κοπανούσε, κλότσαγε, τον είχε κυριεύσει οργή. Κάποια στιγμή λέω σε μια κυρία: “Αν εμείς, που είμαστε εδώ, δεν κρατήσουμε την ψυχραιμία μας, τι να πουν οι άνθρωποι απέναντι που καίγονται;”
Το βράδυ έπιασε φωτιά και η Σαμοθράκη, δυο εστίες που τελικά σβήστηκαν με μεγάλη προσπάθεια και οργανωμένα από τους ανθρώπους του νησιού, πυροσβέστες και πολίτες. Σε ένα νησί που δεν είχε νερό, δεν είχε ρεύμα, δεν είχε τρόπους διαφυγής. Το βράδυ στις 10 ήρθε το πρώτο πλοίο, που πήγε απέναντι όσους θα πήγαιναν με τα κανονικά δρομολόγια (των 1 και των 6), όσους χώρεσαν τουλάχιστον. Ανάμεσά τους ήμουν κι εγώ. Την ώρα που μπαίναμε, κάποιοι έκλαιγαν από την υπερένταση. Κάποιοι σπρώχνονταν. Οι λιμενικοί μάς φώναζαν “Παρακαλώ, μη σπρώχνετε, όλοι θα φύγετε…” Πόσο πολύ θέλουμε να φύγουμε από αυτή την πραγματικότητα, σκέφτηκα· αλλά πώς;
Ο Μάριος Μάζαρης είναι δάσκαλος και συγγραφέα.ς.