Δηλώνω πιστή οπαδός της Pixar. Με εντυπωσιάζει ο σύγχρονος τρόπος που επικοινωνούν στα παιδιά ιδιαίτερα ευαίσθητα θέματα, από τα συναισθήματα, τον σχολικό εκφοβισμό, τις οικογενειακές σχέσεις μέχρι και την έννοια του θανάτου. Στην τελευταία τους ταινία, το «Soul», με την οποία ολοκληρώνουν την υπαρξιακή τριλογία που ξεκίνησαν το 2015 με «Τα μυαλά που κουβαλάς» και συνέχισαν με το «Coco» (2017), οι ταλαντούχοι καρτουνίστες παρουσιάζουν έναν ειδυλλιακό κόσμο με ψυχές που αποζητούν την κλίση τους – το διαβατήριο που θα τις οδηγήσει στη Γη. Ανάμεσά τους βρίσκεται και η «22», το «στατιστικό λάθος», που αρνείται πεισματικά να ζήσει, μέχρι που γνωρίζει τον τζαζ πιανίστα Joe Gardner για να διαπιστώσει έκπληκτη ότι η ζωή είναι αγρίως απίθανη.
Το θέμα του θανάτου, της απώλειας γενικότερα, υπήρξε ανέκαθεν ένα από τα βασικά αρχέτυπα των παραμυθιών και των θρύλων. Από τους αδερφούς Γκριμ, τον Ιούλιο Βερν και την Πηνελόπη Δέλτα, έως την Άλκη Ζέη, τη Ζωρζ Σαρρή αλλά και τους πιο νέους παραμυθάδες, όπως είναι ο Βρετανός Ντέιβιντ Γουάλιαμς, τα «παιδικά» είναι γεμάτα όχι μόνο από προσωποποιήσεις του θανάτου αλλά και από πιο ωμές και ευθείες αναφορές. Το «Soul» επιστρατεύει ένα ιδιότυπο, σχεδόν σουρεαλιστικό χιούμορ, που αγγίζει βαθιά και το ενήλικο κοινό. Κάτι αντίστοιχο κάνει και ο Γουάλιαμς στα περισσότερα βιβλία του. Στο «Η γιαγιά μου η κλέφτρα» για παράδειγμα, εκθέτει τους νεαρούς αναγνώστες του στην αρρώστια και στο αναπόφευκτο τέλος, μέσα από μια σειρά κωμικών γεγονότων καταφέρνοντας να είναι αυτά που θα μείνουν στη μνήμη τους και όχι (τόσο) η θλίψη και η απώλεια.
Στην εποχή μου εξέλειπε αυτό το στοιχείο, εξ ου και θυμάμαι ότι έκλαψα σπαραχτικά για τον χαμό της ελαφίνας μάνας του Μπάμπι, όπως θυμάμαι και την αγωνία μου για το πώς θα αντιδρούσε ο γιος μου με τον θάνατο του πατέρα-βασιλιά της ζούγκλας στο «Lion King». Τώρα, κοιτώντας πίσω και σε μια φάση που το παιδί έχει πλέον μυηθεί αναγκαστικά και σε πιο «ενήλικα» θεάματα (πχ. «Πόλεμος των Άστρων»), κατανοώ ότι όλα αυτά λειτουργούν ως «rites of passage», ως «τελετές περάσματος» από τη μια ομάδα στην άλλη, το πρώτο δύσβατο μονοπάτι που θα οδηγήσει ένα παιδί στην ενήλικη ζωή.
Η πραγματικότητα «δαγκώνει»
Όλως τυχαίως, όταν είδα το «Soul», είχα ξεκινήσει να διαβάζω το «Swimming in a Sea of Death. A Son’s Memoir», το αφήγημα του David Rieff, γιου της Susan Sontag, για τους τελευταίους μήνες της μάνας του. Το βιβλίο μού το είχε χαρίσει ο φίλος μου ο Η. λίγο αφότου γέννησα, νομίζω. Στην αφιέρωση γράφει «Στην Αλεξάνδρα. Ευχή για μια νέα ζωή, για νέα ταξίδια, νέες ανακαλύψεις» – μια ευχή υπέροχα αισιόδοξη που όσο οξύμωρη κι αν φαντάζει εν προκειμένω, είναι κατά βάση απόλυτα ορθή: γιατί κλισέ-ξεκλισέ, ναι, η ζωή συνεχίζεται. Για μεγάλο διάστημα δεν τολμούσα να το διαβάσω. Μου φαινόταν επώδυνα οικείο: γράφτηκε το 2008, τη χρονιά που πέθανε η μητέρα μου.
Ο Rieff περιγράφει χωρίς μελοδραματισμούς τον τρόπο που αντιμετώπισε την ασθένεια της μητέρας του, την αρχική δυσκολία του να αντιληφθεί τη σοβαρότητα της κατάστασης, ενώ δεν διστάζει να εκφράσει και τη δυσαρέσκειά του για κάποιες επιλογές όσον αφορά την περίθαλψή της. Σχολιάζει τα ήξεις αφήξεις των θεράποντων ιατρών, την αδυναμία τους να αντιμετωπίσουν στα ίσια τον ασθενή, δίνοντάς του την ευκαιρία –και το δικαίωμα- να διαχειριστεί τον χρόνο που του απομένει όπως το επιθυμεί. Στο επίκεντρο βρίσκεται η μορφή της πολυπράγμονος Αμερικανίδας διανοήτριας Susan Sontag, η οποία ακόμη και στα πιο δύσκολά της, παρέμεινε γαντζωμένη από τη ζωή, κόντρα σε όλες τις προβλέψεις. «Σχεδόν μέχρι τη στιγμή που τελικά πέθανε, μιλούσαμε για την επιβίωσή της, για τη μάχη της με τον καρκίνο, ποτέ για τον επικείμενο θάνατό της» γράφει ο Rieff και συνεχίζει: «αυτό που ήθελε ήταν η επιβίωση όχι η εξαφάνιση – η επιβίωση με κάθε κόστος. Να συνεχίσει να ζει: ίσως αυτός να ήταν και ο τρόπος της για να πεθάνει».
Γυρνώντας στο «Soul», σκέφτομαι ότι αυτό ακριβώς αποζητά και ο πρωταγωνιστής της ταινίας Joe Gardner, την «επιβίωση με κάθε κόστος». Έτσι, μετά από ένα ατύχημα που τον οδηγεί σε μια μετέωρη κατάσταση μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας και στο τσακ πριν πηδήξει στο επέκεινα, θα κάνει τα αδύνατα δυνατά για να μείνει ζωντανός και να κάνει το όνειρό του πραγματικότητα.
Δύσκολοι αποχαιρετισμοί
Πριν από έξι μήνες ο γιος μου βίωσε τον θάνατο του παππού του. Γνώριζε εξαρχής ότι νοσηλευόταν, κι όταν η κατάστασή του επιδεινώθηκε, θεωρήσαμε καλό να τον προειδοποιήσουμε. Κάθε μέρα ρωτούσε τον μπαμπά του πώς είναι ο παππούς και κάθε μέρα επαναλάμβανε σαν μάντρα, ο-παππούς-θα-γίνει-καλά-θα-το-δεις.
Εκείνο το πρωινό του Σαββάτου που μάθαμε τα κακά μαντάτα, χρειάστηκε να βγάλω μόνη μου τα κάστανα από τη φωτιά, καθώς ο μπαμπάς του είχε φύγει εσπευσμένα για το νοσοκομείο. Κάθε τρεις και λίγο έμπαινα στο δωμάτιό του να δω αν είχε ξυπνήσει, με την καρδιά μου να κοντεύει να σπάσει από το άγχος. «Δυστυχώς ο παππούς δεν τα κατάφερε», του είπα όταν επιτέλους άνοιξε τα μάτια του. Ξέσπασε σε έναν απίστευτο λυγμό που όμοιό του δεν είχα ξανακούσει. Τον πήρα αγκαλιά, αφήνοντάς τον να ξεσπάσει. «Ξέρεις τι με στενοχωρεί πιο πολύ;» -μου είπε αργότερα- «το ότι δεν πρόλαβα να τον αποχαιρετίσω».
Τριών ετών με είχε ρωτήσει πού είναι η γιαγιά του, η μητέρα μου. Είχα αποφύγει τα περί ουρανού και αγγέλων και του είχα απαντήσει γενικώς και αορίστως ότι «μένει πολύ μακριά». «Πότε θα πάμε να τη δούμε;» επέμεινε. Συγκρατώντας τα δάκρυά μου, μουρμούρισα «αυτό δεν γίνεται, θα σου εξηγήσω άλλη ώρα» και άλλαξα θέμα. Λίγες ημέρες αργότερα, επανήλθε: «Μαμά, μήπως η γιαγιά έχει πεθάνει;» Δεν ξέρω πώς και από πού είχε πιάσει το νόημα, ούτε αν καταλάβαινε τι ακριβώς έλεγε. Το παραδέχτηκα, ωστόσο, με την ελπίδα να γλιτώσω. Φευ. Οι ερωτήσεις συνεχίστηκαν με καταιγιστικό ρυθμό, ενώ εγώ, καταρρακωμένη πλέον, του μίλησα για τα γηρατειά και τον κύκλο της ζωής, βάζοντας τα δυνατά μου ώστε να μην τον τρομάξω.
Θυμήθηκα όταν ήμουν εγώ μικρή πως πολλά θέματα, όπως ο θάνατος των παππούδων ή ακόμη και ο χωρισμός των γονιών, ήταν τα απόλυτα ταμπού. Δύσκολα θα έλεγα «συλλυπητήρια» σε κάποια συμμαθήτριά μου, ενώ για τον χωρισμό, σε μένα τουλάχιστον, όλοι ζητούσαν «συγνώμη»! Πριν λίγες ημέρες ο γιος μου συνάντησε τον Λ. που είχε μόλις χάσει τον παππού του. Όταν άκουσα πως η πρώτη λέξη που του είπε ήταν «συλλυπητήρια», αισθάνθηκα ότι τα πράγματα έχουν μπει πλέον σε διαφορετική, πιο σωστή, βάση. Μια πολύ παλιά ιστορία
Διάβαζα στο «National Geographic» («When Do Kids Understand Death?», 2013), ότι οι ψυχολόγοι ερευνούσαν την αντίληψη των παιδιών για τον θάνατο, ήδη από τη δεκαετία του ’30. Παρότι οι μέθοδοι που ακολουθούσαν φαντάζουν σήμερα παρωχημένες, έβγαλαν σημαντικά συμπεράσματα στα οποία βασίστηκαν οι επόμενοι και οι μεθεπόμενοι.
Μια από τις κορυφαίες ερευνήτριες που ασχολήθηκε επισταμένα με το θέμα ήταν η ουγγρικής καταγωγής ψυχολόγος Maria Nagy, η οποία το 1948, σε μια περίοδο που ο θάνατος βρισκόταν παντού, ζήτησε από 400 παιδιά να της απαντήσουν στην «απλή» ερώτηση «Τι είναι θάνατος;». Ήταν η πρώτη φορά που καταγράφηκε η στενή εξάρτηση της ηλικίας ενός παιδιού και της αντίληψής του για τον θάνατο. Η Nagy διέκρινε τρία στάδια: 1) παιδιά 3-5 ετών: Ο θάνατος είναι μια ξεθωριασμένη συνέχεια της ζωής. Οι νεκροί είναι απλώς «λιγότερο ζωντανοί», 2) παιδιά 5-9 ετών: Ο θάνατος είναι οριστικός. Οι νεκροί παραμένουν νεκροί. 3) παιδιά 9 ετών και άνω: Ο θάνατος είναι επίσης αναπόφευκτος, οικουμενικός και προσωπικός.
Στην πορεία τα πράγματα άλλαξαν και ενώ σε γενικές γραμμές οι διαπιστώσεις της Nagy συνέχισαν να ισχύουν, δόθηκε έμφαση κυρίως στο επίπεδο ωριμότητας του παιδιού και όχι στη χρονολογική του ηλικία. Επιπλέον, έγινε σαφές ότι «βασική προϋπόθεση για να αντιληφθούν τα παιδιά τον θάνατο ως βιολογικό γεγονός, είναι να γνωρίσουν τους τρόπους με τους οποίους το σώμα υποστηρίζει τη ζωή, τις παραμέτρους του κύκλου της ζωής και τις λειτουργίες αυτού του σώματος», επισημαίνει η Virginia Slaughter, Καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Queensland στην Αυστραλία («Young children’s understanding of death», «Australian Psychologist» 2005). «Τα περισσότερα παιδιά κατανοούν ότι κάποιοι άνθρωποι πεθαίνουν πριν ακόμη κατανοήσουν ότι και εκείνα θα πεθάνουν», γράφει το 1975 η Barbara Kane, από το Πανεπιστήμιο του Σινσινάτι.
Όμως, ακόμη και εκείνα που συνειδητοποιούν ότι το θέμα τα αφορά, είναι απόλυτα πεπεισμένα (και ευτυχώς) ότι ο δικός τους θάνατος θα έρθει στο πολύ μακρινό μέλλον. Γιατί η λαχτάρα για όνειρα και παιχνίδια, είναι προφανώς πάνω και πέρα από κάθε φόβο θανάτου. Αλλιώς πώς θα έπειθε ο Joe την παραδόπιστη 22 ότι η ζωή ως εμπειρία, είναι μοναδική και ανεπανάληπτη και αξίζει να τη δοκιμάσει; «Εγώ θα ζήσω μέχρι τα 230 γιατί θα φτιάξω ένα φίλτρο που όσοι το πίνουν θα ζουν πάρα πολλά χρόνια», λέει συχνά ο εντεκάχρονος γιος μου. Μετά σκάει στα γέλια, ξέρω όμως ότι βαθιά μέσα του το πιστεύει.