ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΞΕΡΟΥΝ ΠΩΣ ΚΑΙ ΠΟΤΕ ΝΑ ΠΟΥΝ “ΟΧΙ”

Ανάμεσα σε όλα αυτά τα δυσοίωνα που έχουν συμβεί τον τελευταίο χρόνο ‒και είναι πολλά‒ ήταν και το σκάνδαλο της σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκων από τον Δημήτρη Λιγνάδη. Δεν νομίζω ότι υπάρχει άνθρωπος που διάβασε ή που άκουσε τις μαρτυρίες όσων τον κατηγόρησαν και δεν ένιωσε το στομάχι του να σφίγγεται, ιδιαίτερα αν είναι γονιός με παιδιά στην ίδια περίπου ηλικία. Μετά ακολούθησαν κι άλλες καταγγελίες ανθρώπων οι οποίοι σε μικρή ηλικία κακοποιήθηκαν από ενήλικους, που μάλιστα τις περισσότερες φορές ανήκαν στον κύκλο συγγενών ή φίλων της οικογένειας. Και ταυτόχρονα, ήρθαν οι συζητήσεις και οι κουβέντες στα ειδησεογραφικά πάνελ, στα σόσιαλ μίντια, στα τηλέφωνα μεταξύ φίλων (γιατί, βλέπεις, δεν μπορούμε να τα πούμε κι από κοντά). Γνώμες και απόψεις που για να εκφραστούν περνούσαν πρώτα από το κόσκινο της πολιτικής ορθότητας. Μεταξύ όλων αυτών, μια δημοσιογράφος εξέφρασε μια όχι -πολιτικά-ορθή άποψη, που κρίθηκε ως εξωραϊστική απέναντι στις πράξεις του θύτη, αφού έριξε το βάρος της ευθύνης ΚΑΙ στους γονείς του θύματος. «Πού ήταν οι γονείς;» αναρωτήθηκε και, όπως ήταν λογικό, πέσαμε να τη φάμε. Και καλώς κάναμε. Είναι η εκφορά του λόγου και το timing που οδηγούν στο συμπέρασμα ότι μερικές φορές καλύτερα να μασάς παρά να μιλάς.

Όμως, μέσα στην ερώτηση της δημοσιογράφου, βρίσκεται ένα αιχμηρό θραύσμα αλήθειας. Ας αναδιατυπώσω: «Πώς μπορούμε εμείς οι γονείς να κάνουμε τα παιδιά μας να μας μιλάνε για ό,τι τα απασχολεί;» Ή ακόμη κι αν δεν μας μιλάνε, «πώς μπορούμε να τα μάθουμε να κάνουν μόνο ό,τι πραγματικά θέλουν, να λένε και όχι ανάμεσα σε όλα τα ναι που τα αναγκάζουμε να πουν;»

Νομίζω πως χωρίς να το καταλαβαίνουμε, τελικά εκπαιδεύουμε τα παιδιά μας να επιπλέουν σε μια πολιτικώς ορθή θάλασσα επιβεβλημένων ναι: Τα ρούχα που αρέσουν σε μας, το σχολείο που νομίζουμε ότι τους πρέπει, τα αγγλικά, τα γαλλικά, το πιάνο, το βιολί, το τένις, το κολύμπι, το ποδόσφαιρο, ο φίλος που εγκρίνουμε, το φαγητό που επιλέγουμε, οι βαθμοί που περιμένουμε, τα όνειρα που κάνουμε για εκείνα, χωρίς εκείνα… Και αν εκείνα τολμήσουν να εκστομίσουν ένα δειλό «όχι, δεν μπορώ, δεν θέλω», εμείς κάνουμε πως δεν το ακούμε. Πολλές φορές αισθάνομαι ότι ασκούμε εμείς οι γονείς στα παιδιά μας μια κεκαλυμμένη βία, άλλου είδους, και τα εξοικειώνουμε τόσο πολύ με αυτή που όταν εκείνα υποστούν την ωμή, σεξουαλική ή άλλη, βία αργούν να τη συνειδητοποιήσουν.

Τις προάλλες λοιπόν που για 856η φορά έκανα παρατήρηση στον δεκατετράχρονο γιο μου για την παροιμιώδη αδιαφορία του για τις σχολικές του υποχρεώσεις και τον βαθμό που αυτή θα επηρεάσει το μέλλον του και μπλα μπλα μπλα, εκείνος μου απάντησε με ένα τρίλεπτο μονόλογο γεμάτο αιτιολογημένα όχι. Όχι, γιατί δεν μπορώ να αισθάνομαι πως κάνω μάθημα με έναν YouTuber (τηλεκπαίδευση)· όχι, γιατί είμαι μόνο 14 και τεμπέλης και μπερδεμένος· όχι, γιατί δεν θα είναι το μέλλον όπως ήταν το δικό σου παρελθόν· ΟΧΙ. Τα χάρηκα μέσα μου αυτά τα όχι, με ανακούφισαν. Ναι στα όχι τους λοιπόν!

Leave a Reply